Ταξιδια

Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης δεν πηγαίνει ποτέ διακοπές

«Το νησί το λένε Τρίκερι και πλέον είμαι πεισμένος πως αν το κοιτάξεις πολλή ώρα θα βρεις τρόπο να συναντήσεις όσους σου λείπουν και δεν ζουν πια»

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 749
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
atk_2088-2.jpg
Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης δεν αγαπάει κανέναν τόπο διακοπών, αλλά γράφει για το Τρίκερι

Δεν αγαπάω κανέναν τόπο διακοπών, δεν πάω διακοπές και δεν κατάλαβα ποτέ την έννοια του ρήματος «διακόπτω» σε μια ζωή που απαιτώ (όπως απαιτεί κι η ίδια) να τρέχει ακάθεκτη προς το επόμενο χωρίς να τη διακόπτει κανένας πούστης και κυρίως εγώ που είμαι ο πιο επικίνδυνος εχθρός μου. Για αυτό σας κοροϊδεύω, όταν μου μιλάτε για διακοπές και μου ζητάτε να περιγράψω σε ποιό νησί αγαπάω να διαδραματιστούν· ειδικά σε τέτοιες εποχές που κάθε είδους παρόμοιες δραστηριότητες επιβαρύνουν κι άλλο τους κινδύνους, την υγεία και την τσέπη μας. 

Για αυτό προτιμώ να σας μιλάω για ώρες για τα «νησιά» ή τις «νησίδες» που ανακαλύπτω κάθε τόσο στην Αθήνα: όσα με κάνουν μέσα σ’ αυτή την πόλη να νιώθω ατρόμητος Ροβινσώνας, κοσμογυρισμένος καπετάνιος και –πιο συχνά– τυχερός ναυαγός που δεν κωλώνει στα κύματα και στις καταιγίδες. Τα απρόβλεπτα αυτά «νησιά» της πόλης γίνονται η παρηγοριά μου και η σανίδα σωτηρίας κάθε που νιώθω πως βουλιάζω στον πάτο. Π.χ. θα μπορούσα να περιγράφω για ώρες το «νησί» που δημιουργούν τα μαρμαράκια στο συντριβάνι (της Φωκίωνος Νέγρη) όπου κάθε καλοκαίρι δίπλα στη μαύρη γυναικεία μαρμάρινη φιγούρα του Τόμπρου κάθονται νεαροί Έλληνες δεύτερης γενιάς –που δεν μπορούν να πάνε στη θάλασσα– και ζωντανεύουν με εξαιρετικές βουτιές το ψόφιο αστικό μας τοπίο. Ευτυχώς στα καλοκαίρια που περνάω στην Αθήνα ανακαλύπτω όλο και πιο πολλά επινοητικά «νησιά»: τα βλέπω να αναδύονται αιφνίδια –σαν εκείνα που προκύπτουν μετά από εκρήξεις ηφαιστείων–και μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίζω και να επιμένω σε αυτή τη ζωή (και σε αυτή την πόλη) σαν θαλασσόλυκος που δεν φοβάται τη φουρτούνα ούτε τους δυσδιάκριτους υφάλους. 

img_5588.jpg

Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να διαμαρτυρηθώ έντονα σε όποιον θεωρεί τα νησιά μόνο προορισμούς διακοπών και τόπους όπου διεξάγεται η εξαίρεση κι όχι ως διαρκείς προορισμούς όπου μπορεί κανείς να διεκδικήσει τη μονιμότητα: κάτι σταθερό που να διαρκέσει. Γιατί είμαι σίγουρος πως ένα νησί μπορεί να γίνει ο απόλυτος προορισμός για να βρει κανείς όσα ψάχνει κάθε μέρα κι όσα του λείπουν: είτε γιατί αργούν να έρθουν, είτε γιατί έφυγαν. 

Μια γυναίκα με το όνομα της μάνας μου, με το ίδιο νούμερο παπούτσι, με το ίδιο πείσμα και το ίδιο πρόβλημα στο θυρεοειδή με «απήγαγε» ένα μήνα μετά τον θάνατο της μάνας μου και με πήγε σε ένα μέρος που δεν ήξερα· μάλλον για να ανακαλύψω ένα νησί: αυτό το νησί το λένε Τρίκερι και πλέον είμαι πεισμένος πως αν το κοιτάξεις πολλή ώρα –παραμελώντας το κινητό σου και τις αλλεπάλληλες γνωστοποιήσεις του– θα βρεις τρόπο να συναντήσεις όσους σου λείπουν και δεν ζουν πια. Για καιρό το πίστευα, και καρφωνόμουνα και κοίταζα επίμονα για ώρες τη διχάλα στις δύο κορφές του. Άλλοι με είπανε τρελό κι άλλοι με συμπόνεσαν που δεν κατάφερα ακόμα να διαχειριστώ αποτελεσματικά τα πένθη μου. Ώσπου η γυναίκα αυτή μας έβαλε σε ένα βαρκάκι και μας οδήγησε, απροειδοποίητα, στο πίσω μέρος του νησιού που βλέπει μόνο πέλαγος: ένα σημείο δεν μπορείς να το δεις από τη στεριά. Σε ένα κρυφό κολπίσκο όπου μόνο με έμπειρο ναύτη μπαίνεις: ακριβώς όπως συνήθως εισχωρεί κανείς ακίνδυνα κι αθόρυβα σε άλλους κόσμους. Αυτή η γυναίκα μας έδειξε τους τρεις καιρούς που ’δωσαν στο νησί το όνομά του –καθώς το σχήμα του επιτρέπει πρόσβαση σε διαφορετικά καιρικά φαινόμενα– κι ύστερα χώθηκε για δύο ώρες μέσα στο νερό και δεν έβγαζε ούτε το κεφάλι της ψάχνοντας τους δικούς της απόντες και τη ζωή, όπως διεξάγεται μυστικά και μαγικά στο βυθό. Και τότε εκεί, στο κρυμμένο τοπίο αυτού του νησιού, βρήκα το μέρος όπου κολυμπώντας κανείς ανακαλύπτει τον ήχο της σιωπής. Εκεί κατάφερα και μίλησα με όποιον μου λείπει καιρό τώρα: τη στιγμή που είχα αρχίσει να προσεγγίζω (δειλά και κοροϊδεύοντας δήθεν) μέντιουμ και «μαντεία» που κάνουν, λέει, τραπεζάκι για να επικοινωνήσει κανείς με τους νεκρούς. 

img_5820.jpg

Αυτό το νησί, αυτή η θάλασσα ανάμεσα Ύδρα, Σπέτσες και Ερμιόνη είναι ο προορισμός μου τελευταία και θα πηγαίνω εκεί πάντα για να παίρνω τους «χρησμούς» που θα με βοηθάνε να συνεχίζω λίγο πιο ήσυχος, δυναμωμένος κι έτοιμος. Τώρα, αν σκέφτεστε πως απλώς ψάχνω δικαιολογίες για να χαρακτηρίσω τις διακοπές και τις βουτιές ως διαχείριση πένθους, μπορεί να έχετε δίκιο αλλά μη βαράτε: Κι έτσι να είναι, αυτό αποδεικνύει πως είμαι βαθιά ενοχικός, οπότε λυπηθείτε με και συγχωρήστε με που σας την έπεσα ως ενάντιος και κατήγορος κάθε διακοπής. 

Υ.Γ. Τη μάνα μου (όπως κι εκείνη την υπέροχη, υποβρύχια γυναίκα) τη λένε Μαρίτσα. 

*Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης είναι σκηνοθέτης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ