Ταξιδια

Καντίκιοϊ: Μια Εδέμ που τη λέγαν Χαλκηδόνα

Το Καντίκιοϊ συνεχίζει να αντιστέκεται. Περήφανα και δημόσια

Μάκης Μυλωνάς
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την περασμένη φορά που βρεθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη μού είπε ότι οδήγησε περίπου 1,5 ώρα για να με συναντήσει, κάτι που αρχικά με κολάκευσε αλλά κυρίως με βοήθησε να κατανοήσω τι σημαίνει πρακτικά να ζεις σε μια πόλη με τουλάχιστον 15 εκατομμύρια μόνιμους κατοίκους.

Ξεκίνησε με το αυτοκίνητο της από ένα προάστιο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τα Πριγκιπόννησα, διέσχισε κάθετα όλη την ασιατική πλευρά της πόλης μέχρι την τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου, πέρασε στην ευρωπαϊκή πλευρά και συνέχισε μέχρι τον Φάρο της Ρούμελης (Rumelifeneri), μια ιστορική συνοικία στο τελευταίο άκρο της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης, πριν τη Μαύρη Θάλασσα. Στην περιοχή βρίσκεται ένα μέρος των εγκαταστάσεων του Πανεπιστημίου Koç, το οποίο με φιλοξενούσε στο πλαίσιο ενός θερινού προγράμματος, σχεδόν δηλαδή εκεί που −κατά την ελληνική μυθολογία− βρισκόταν μια από τις περίφημες Συμπληγάδες Πέτρες.

Αφού επιχείρησα, ανεπιτυχώς, να διασκεδάσω τις εντυπώσεις, σημειώνοντας ότι το... ταξίδι της ήταν ελαφρώς ευκολότερο από εκείνο των Αργοναυτών, δεσμεύτηκα ότι την επόμενη φορά θα έμενα κάπου πιο βολικά. Θέλοντας να διαψεύσω τις φήμες περί εύκολων υποσχέσεων της αλέγρας φυλής μας, τήρησα τον λόγο μου κι ένα καλοκαίρι μετά βρέθηκα να απολαμβάνω την αστική θαλπωρή του βουερού Καντίκιοϊ (Kadıköy). Θα έλεγε κανείς ότι ήταν δίκαιο και έγινε πράξη.

Μεγαρείς και Ρωμιοί
Το σημερινό Καντίκιοϊ ιδρύθηκε ως Χαλκηδόνα από τους Μεγαρείς το 675 π.Χ, και σχεδόν ήδη από τότε αποτελεί το οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της ασιατικής Κωνσταντινούπολης, κυρίως χάρη στην εξαιρετική γεωγραφική του θέση.

Εδώ ήταν που αναπτύχθηκε και η σημαντικότερη κοινότητα των Ρωμιών της ασιατικής πλευράς, κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει παρατηρώντας τον σημαντικό αριθμό των ελληνικών εκκλησιών που σώζονται μέχρι σήμερα. Ίσως γνωστότερος όλων είναι ο ναός της Αγίας Τριάδας στην παλιά ελληνική γειτονιά του Μπαχάριγιε, ο οποίος διατηρείται σε πολύ κατάσταση παρά τις σημαντικές ζημιές που δέχθηκε από τις επιθέσεις του εξαγριωμένου όχλου στα Σεπτεμβριανά του 1955.

Στον μεγάλο κεντρικό πεζόδρομο, του οποίου οι διακλαδώσεις φτάνουν σχεδόν μέχρι τη μαρίνα του Καντίκιοϊ, στέκει μέχρι και σήμερα η κομψή ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Ευφημίας, μιας... ντόπιας Αγίας, η οποία γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Χαλκηδόνα την εποχή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Στην αμέσως επόμενη γωνία βρίσκεται και μια αρμένικη εκκλησία (Surp Takavor), σε ένα μοτίβο αστικής συνύπαρξης των χριστιανικών ναών που συναντά κανείς αρκετά συχνά σε πρώην οθωμανικά εδάφη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση την απογραφή του 1882 μόλις το 42% των κατοίκων του οθωμανικού Καντίκιοϊ ήταν τουρκικής καταγωγής. Τον πληθυσμό συμπλήρωναν Αρμένιοι (26%), Έλληνες (25,9%) και Εβραίοι (4%).

Δουλειά στην Ευρώπη, σπίτι στην Ασία

Με σχεδόν όλα τα τουριστικά αξιοθέατα να βρίσκονται στην ευρωπαϊκή πλευρά, ο κύριος όγκος των εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κωνσταντινούπολη πολύ σπάνια επισκέπτονται την ασιατική πλευρά και σχεδόν αγνοούν πλήρως την ύπαρξη του Καντίκιοϊ.

Στην πραγματικότητα όμως, το Καντίκιοϊ αποτελεί το ιδανικό σημείο αφετηρίας για κάθε λογής περιπλάνηση εντός του αχανούς αστικού ιστού της Κωνσταντινούπολης. Όχι τυχαία, για τους μόνιμους κατοίκους είναι αρκετά σύνηθες να εργάζονται στην ευρωπαϊκή πλευρά αλλά να διαμένουν στην ασιατική, αλλάζοντας καθημερινά... ήπειρο για να φτάσουν στη δουλειά τους. Το να περάσεις απέναντι με κάποιο πλοιάριο είναι μια ιδιαίτερα απλή αλλά και χαμηλού κόστους διαδικασία, η οποία σε... αναγκάζει να διασχίσεις τον Βόσπορο − μια μοναδική εμπειρία που παράγει εικόνες όπως η παρακάτω.

Τα φεριμπότ λειτουργούν πρακτικά ως δημόσια λεωφορεία. Επιβιβάζεσαι με την ίδια κάρτα διαδρομών που χρησιμοποιείς στο μετρό, στο τραμ και στα λεωφορεία και τα δρομολόγιά τους είναι ιδιαίτερα συχνά. Πλέουν με μικρή ταχύτητα, λες και κάθε φορά σου δίνουν χρόνο να ανακαλύψεις κι έναν καινούριο θησαυρό της Κωνσταντινούπολης.

Στη διαδρομή από το Καντίκιοϊ στο Καράκιοϊ της απέναντι πλευράς, πρώτα βλέπεις στα δεξιά σου τον εμβληματικό σιδηροδρομικό σταθμό του Χαϊντάρ Πασά (Haydarpaşa), ο οποίος για περισσότερο από 100 χρόνια αποτέλεσε την ιστορική αφετηρία σχεδόν κάθε υπεραστικής σιδηροδρομικής σύνδεσης της Κωνσταντινούπολης με την υπόλοιπη Τουρκία.

Από το 2013, η λειτουργία του έχει ουσιαστικά διακοπεί, αρχικά λόγω έργων αναβάθμισης του σιδηροδρομικού δικτύου και μετά εξαιτίας μιας πυρκαγιάς που κατέστρεψε μέρος της στέγης του. Παρά τις εκτεταμένες αναστηλώσεις που κυριαρχούν σήμερα στο εξωτερικό του, εξακολουθεί απλόχερα να εκπέμπει μια αίσθηση μεγαλείου − θεμελιωμένη πιθανότατα σε χιλιάδες μεγαλειώδη ταξίδια που ξεκίνησαν από εκεί.

Όσο το πλοιάριο πλησιάζει στην ευρωπαϊκή ακτή, τόσο ξεδιπλώνονται οι πολλές παράλληλες ταυτότητες της Κωνσταντινούπολης. Στα δεξιά, ξεπροβάλλουν οι εντυπωσιακοί ουρανοξύστες του Λεβέντ που σκίζουν τον ουρανό του Μπεσίκτας.

Η πλώρη του φεριμπότ συνήθως... σημαδεύει τον αριστουργηματικό πύργο του Γαλατά, μπροστά από τον οποίο δεν βλέπεις πια το παραδοσιακό λιμανάκι του Καράκιοϊ αλλά διαδοχικές σκαλωσιές που καλύπτουν τα περισσότερα κτίρια. Η μαζική ανακατασκευή της περιοχής είναι κάτι παραπάνω από αμφιλεγόμενη, πλήρως ταυτισμένη με το σύστημα Ερντογάν και πολλοί φοβούνται ότι θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στον παραδοσιακό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης.

Στα αριστερά, διακρίνεται φυσικά και η γνώριμη εικόνα της Αγίας Σοφίας, αιώνια μήτρα της βυζαντινής κληρονομιάς της πόλης και εύλογο σημείο αναφοράς κάθε έλληνα επισκέπτη.

Φιλελεύθερος θύλακας

Περπατούσε εμφανώς ανακουφισμένη για το ότι αυτή τη φορά χρειάστηκε μόλις 10 λεπτά με το ταξί για να με συναντήσει και ο μονόλογος της ήταν ταυτόχρονα διδακτικός και μελαγχολικά ζωηρός. Επέμεινε ότι η αντίληψη των περισσότερων ευρωπαίων επισκεπτών ήταν λανθασμένη κι ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες το Καντίκιοϊ ήταν πια η αληθινή κοσμοπολίτικη καρδιά της Κωνσταντινούπολης κι όχι το θρυλικό Πέραν στην ευρωπαϊκή πλευρά.

Μου εξήγησε ότι πολλές μεσοαστικές και μεγαλοαστικές οικογένειες της ευρωπαϊκής πλευράς επέλεξαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες να περάσουν απέναντι. Κάποιες γιατί δεν άντεχαν τους πολλούς τουρίστες, άλλες γιατί ήθελαν κάπως να ξεφύγουν από το κυκλοφοριακό χάος και την πυκνή δόμηση αλλά κυρίως γιατί η ευρωπαϊκή πλευρά άρχισε να μεταμορφώνεται σε κάτι τότε ακόμα άγνωστο αλλά πλέον, στα χρόνια του Ταγίπ Ερντογάν, σε κάτι φοβερά εμφανές.

Ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, η σταδιακή μείωση του πληθυσμού των μειονοτήτων που ιστορικά κατοικούσαν εκεί (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.ά) άρχισε να αφήνει το αποτύπωμά της στην αλλοίωση της ταυτότητας της πόλης. Οι σημαντικές αλλαγές όμως έλαβαν χώρες λίγες δεκαετίες αργότερα, όταν η οικονομική ευμάρεια της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης άρχισε να προσελκύει φθηνό εργατικό δυναμικό από όλη την τουρκική ενδοχώρα − και κυρίως από τη συντηρητική περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Οι περισσότεροι από τους εκατομμύρια νεοφερμένους κατοίκους της πόλης προέρχονταν από φτωχότερα και περισσότερο θρησκευόμενα λαϊκά στρώματα, χωρίς την παραμικρή εξοικείωση με τον κοσμοπολίτικο, φιλοδυτικό και φιλελεύθερο τρόπο ζωής των ομοεθνών τους.

Με τα φέριμποτ του Βοσπόρου να μη χρειάζονται περισσότερα από 20 λεπτά για να φτάσουν από το Καράκιοϊ ή το Εμινονού, το Καντίκιοϊ μετεξελίχθηκε σταδιακά στο καταφύγιο όλων όσων δεν ήθελαν να μάθουν να ζουν αλλιώς στην πόλη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Τα κορίτσια δεν ήθελαν ξαφνικά να φοράνε μακρύτερες φούστες, τα αγόρια δεν ήθελαν να διστάζουν να φιλούν τα κορίτσια δημόσια και οι κάθε λογής μειονότητες δεν ήθελαν να προσαρμοστούν στα νέα ήθη και έθιμα για να επιβιώσουν. Κι έτσι πέρασαν απέναντι.

Πέραν 2008, Καντίκιοϊ 2018

Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη το 2008 και στην πρώτη βραδινή βόλτα στο Πέραν εντυπωσιάστηκα αμέσως από τον ανοιχτόκαρδο και κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής των κατοίκων της. Στα δρομάκια γύρω από την Ιστικλάλ, η Κωνσταντινούπολη έμοιαζε αληθινά με μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ.

Οι νέον πινακίδες των μοντέρνων μπαρ φρόντιζαν για τον φωτισμό των στενών και οι μεϊχανέδες ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που γελούσαν γάργαρα, τσακώνονταν δυνατά και συμφιλιώνονταν ακόμα πιο δυνατά. Πολυάριθμοι καλλιτέχνες του δρόμου προσέθεταν τη μουσική τους στην ατμόσφαιρα της νύχτας και τα πολυάριθμα fast food βρίσκονταν σε απόλυτη ετοιμότητα υποδοχής των πεινασμένων ξενύχτηδων. Σε αντίστοιχη εγρήγορση βρίσκονταν φυσικά και τα ψιλικατζίδικα, με τη στερεοτυπική εικόνα των ιδιοκτητών τους να παρακολουθούν την κίνηση ενώ απολαμβάνουν την υποτιμημένη άνεση της φημισμένης μεσογειακής πλαστικής καρέκλας, τοποθετημένης τελετουργικά ακριβώς δίπλα στην είσοδο του καταστήματος τους.

Όταν πριν από μερικά χρόνια άρχισα να επισκέπτομαι ξανά τακτικά το Πέραν, διαπίστωσα ότι σχεδόν τίποτα από όλα αυτά δεν είχε απομείνει. Το όραμα του Ταγίπ Ερντογάν για μια διαφορετική Τουρκία, πιο συντηρητική, πιο φοβική και σημαντικά λιγότερο δυτικότροπη είχε πια αποτυπωθεί και στο αστικό πεδίο. Με νεόδμητα τζαμιά και κακόγουστα εμπορικά κέντρα. Με λιγότερο αλκοόλ και περισσότερες μαντίλες. Με πολλά κλειστά μπαρ και ισχυρή αστυνομική παρουσία στους κεντρικούς δρόμους − ιδιαίτερα μετά τις βομβιστικές επιθέσεις των τελευταίων ετών.

Παρασυρμένος κι εγώ από την υπερχειλίζουσα μελαγχολία των δυτικών ελίτ της πόλης, είχα πειστεί ότι εκείνη η Κωνσταντινούπολη που γνώρισα είχε πια χαθεί. Μέχρι που άρχισε να πέφτει ο ήλιος στο Καντίκιοϊ.

Ρακί, σούσι, κοκορέτσι και συμπάθεια

Όταν έφτασα μπροστά στο μικρό αστικό ξενοδοχείο που θα με φιλοξενούσε, στιγμιαία αναρωτήθηκα αν η τιμή ήταν φοβερά χαμηλή λόγω της κατάρρευσης της τουρκικής λίρας ή λόγω της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η είσοδος ήταν φοβερά στενή, τόση που απ' έξω μπορούσες μονάχα να δεις το στενό έπιπλο, πίσω από το οποίο ο ευτραφής ρεσεψιονίστ επιχειρούσε να κρύψει τη βαριεστημάρα του.

Η απουσία ανελκυστήρα ενίσχυσε την καχυποψία μου για την ποιότητα του ξενοδοχείου, ειδικά καθώς σκαλί-σκαλί διαπίστωνα ότι η φυσική μου κατάσταση ήταν εξίσου προβληματική με την πορεία της τουρκικής οικονομίας. Όταν όμως έφτασα επιτέλους στο δωμάτιο μου, όλα άλλαξαν. Τα δυο μεγάλα του παράθυρα ήταν ήδη ανοιχτά και ο χώρος ξεχείλιζε από τον χαμηλό φωτισμό και τους δυνατούς ήχους της νύχτας στους πεζόδρομους του Καντίκιοϊ. Καθιστός στο κρεβάτι, με τη βαλίτσα στα πόδια μου ακόμα κλειστή, άκουγα τα καρέκλες και τραπέζια πότε να σέρνονται και πότε να μετακινούνται, τα «σερεφέ» να προηγούνται λίγο πριν τον ήχο του τσουγκρίσματος αλλά και ζάρια να χτυπούν σε ξύλινες επιφάνειες προκαλώντας άλλοτε γέλια κι άλλοτε αγανάκτηση.

Κάθε τόσο μια σειρήνα ή το μαρσάρισμα ενός αυτοκίνητου υπερκάλυπταν κάθε άλλο ήχο άλλα, όταν για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου μια κάποια ησυχία επικρατούσε, συνειδητοποιούσες ότι κάπου στο βάθος έπαιζε κι ένα μελαγχολικό ανατολίτικο τραγούδι, από αυτά που παραδοσιακά αποτελούν το soundtrack των μεϊχανέδων. Οι γοητευτικά ακατάληπτοι ήχοι που έφταναν από τα ανοιχτά παράθυρα, ως βρυχηθμός ζωής μιας πόλης που δεν το έβαλε κάτω, με έκαναν να ξεχάσω γρήγορα την ταλαιπωρία της μεσημεριανής μετάβασης από το Σαράγεβο στην Κωνσταντινούπολη και σκαλί-σκαλί βρέθηκα ξανά μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου.

Υπήρχαν μέρη για όλα τα γούστα. Από παραδοσιακά τουρκικά καφενεία μέχρι βρετανικού τύπου pub κι από... διανυκτερεύοντα tattoo studio μέχρι μπιλιαρδάδικα. Εστιάτορες με παχύ μουστάκι και λαχταριστό κοκορέτσι στη βιτρίνα τους και παραδίπλα Γιαπωνέζοι με μοντέρνους μαγειρικούς σκούφους κι άφθονο σούσι. Κάπου ανάμεσά τους και ο εμβληματικός κινηματογράφος Rexx, με τη δική του συμβολή στην ιστορική αφήγηση της πόλης.

Το Καντίκιοϊ δεν έμοιαζε να νυστάζει. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι και δεν χρειαζόταν να είσαι ιδιαίτερα παρατηρητικός για να προσέξεις το νεαρό της ηλικίας των διερχομένων. Με λίγη μονάχα παραπάνω προσοχή, μπορούσες μάλιστα να διακρίνεις ότι στα βλέμματα τους έλαμπε στριμωγμένη μια αίσθηση νίκης. Γιατί όντως είχαν νικήσει.

Τα κορίτσια εδώ δεν φόρεσαν ποτέ μακρύτερες φούστες, ίσως μάλιστα από αντίδραση να ντύνονται ακόμα πιο προκλητικά. Τα αγόρια δεν σταμάτησαν να αγκαλιάζουν τα κορίτσια. Συνέχισαν να ζουν όπως και πριν. Οι οραματιστές, οι ονειροπόλοι, οι ονειροπαρμένοι, οι διαφορετικοί, οι τυχοδιώκτες, οι περίεργοι, οι πολύχρωμοι. Όλοι τους. Ήταν βράδυ και δεν ήταν ξεκάθαρο αλλά και εδώ τα δέντρα έμοιαζαν να χαμογελούν. Όπως και στο Γκεζί.

Οδός Νοσταλγίας και Ναζίμ Χικμέτ

Η τελευταία μου μέρα ξεκίνησε όπως και οι προηγούμενες, δηλαδή με τούρκικο πρωινό με θέα τον Βόσπορο, στην κομψή ταράτσα του μικρού αλλά τελικά φοβερά ζεστού ξενοδοχείου που με φιλοξενούσε. Μπροστά στην είσοδο του κτιρίου δεν ήταν πια τα τραπεζάκια του διπλανού ουζερί αλλά η νοσταλγική πραμάτεια ενός πολύχρωμου καταστήματος με αντίκες.

Συνειδητοποίησα ότι τόσες μέρες βρισκόμουν στο στενάκι με τα παλιατζίδικα, τα οποία κάθε πρωί επεκτείνονταν στα πεζοδρόμια, ομορφαίνοντας τη γειτονιά. Συμπωματικά, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε κι ένας ηλικιωμένος κύριος πάνω σε ένα το τρίκυκλο, γεμάτο θησαυρούς, προφανώς φιλοδοξώντας να ενισχύσει την πραμάτεια των παρακείμενων καταστημάτων με όλα όσα συνέλεξε από τις βόλτες του στην πόλη.

Για το τελευταίο τσάι στην πόλη περπάτησα λίγο πιο πέρα, μέχρι τον πολιτισμικό χώρο «Ναζίμ Χικμέτ». Πρόκειται για έναν καταπληκτικό κήπο, αφιερωμένο στον σπουδαίο τούρκο ποιητή, έργα του οποίου απέδωσε στα ελληνικά ο Γιάννης Ρίτσος. Με την αποστροφή του Ταγίπ Ερντογάν σε καθετί το προοδευτικό να είναι πλέον γνωστή στα πέρατα της οικουμένης, οι δεκάδες άνθρωποι που απολάμβαναν εκεί το τσάι τους, μεταξύ επιγραφών με τους επαναστατικούς στίχους του αριστερού Χικμέτ, ήταν η ζωντανή απόδειξη του ότι το Καντίκιοϊ συνέχιζε να αντιστέκεται. Περήφανα και δημόσια.

Αποφώνηση

Η πτήση για την Αθήνα θα αναχωρούσε από το αεροδρόμιο Ατατούρκ της ευρωπαϊκής πλευράς, του οποίου η λειτουργία αναμένεται σύντομα να τερματιστεί υπέρ ενός καινούριου, γιγαντιαίου, αεροδρομίου. Είναι εξαιρετικά πιθανό το νέο αεροδρόμιο να ονομαστεί «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», κάτι που, αν συμβεί, θα αποτελέσει την τέλεια σύνοψη της προσπάθειας του σημερινού Προέδρου της Τουρκίας να περάσει στην ιστορία ως ο «αντί-Ατατούρκ».

Στον δρόμο για το αεροδρόμιο επέλεξα να μην πάρω ξανά το φεριμπότ για την ευρωπαϊκή πλευρά αλλά να δοκιμάσω το δίκτυο του μετρό, περνώντας για πρώτη φορά από την υποθαλάσσια σήραγγα του Βοσπόρου που κυριολεκτικά ενώνει δυο ηπείρους. Η μακρά διαδρομή ήταν ιδανική για μια πρώτη αποτίμηση του ταξιδιού.

Ελαφρώς ξεμυαλισμένος από τον εκπληκτικό κήπο του Ναζίμ Χικμέτ, σκεφτόμουν ότι στο Καντίκιοϊ πράγματι συχνάζουν πολλοί από εκείνους που «ό,τι και να είναι τα άστρα», αυτοί τη γλώσσα θα τους βγάζουν. Αλλά κυρίως ότι κάποιοι φοβούνται τα τραγούδια τους.Μην τους τσακίσουν.

«Στο είπα, εδώ είναι το τελευταίο μας καταφύγιο».