Ταξιδια

Ο Όλυμπος του Κωσταντίνου Ματσούκα

Ο κόπος της ανάβασης, τα πόδια που πια τρέμουν, ήδη συνθέτουν μια προσευχή.

Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 444
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Κωσταντίνος Ματσούκας γράφει στην ATHENS VOICE: Ανάβαση στον Όλυμπο.

Όλυμπος, 1000 μέτρα: Οι βουνοπλαγιές ασφυκτικά διακοσμημένες με πράσινους πολυελαίους, έλατο, ρόμπολο, και με τα ακρόπρωρα της οξιάς που ανεβοκατεβαίνουν σε ήσυχο κυματισμό. Στα κατάρτια τους, πού και πού, ασεβείς, σκουρόχρωμοι σκίουροι με σώματα από καουτσούκ... Για να τους περιεργαστείς σταματάς, όσο κινείσαι πρέπει να έχεις τα μάτια καρφωμένα στο Μονοπάτι που σε περιγελά, ενθαρρύνει, προκαλεί, απελπίζει. Του έχεις παραδώσει την επιλογή και, όπως στο όνειρο, πας όπου σε πάει.

Η ομίχλη κάνει βολ πλανέ, παιχνιδιάρικο τέρας που δεν μπορεί να αποφασίσει αν θα σε καταβροχθίσει ή αν θα σε αφήσει για αργότερα. Σε μια στιγμή αποσύρεται για να εμφανίσει ένα νεκροταφείο δέντρων, συνοθύλευμα από μπλεγμένους κορμούς που ασπρίζουν σαν οστά, σωριασμένοι από το χιόνι και τον άνεμο σε μια στροφή του ποταμού Ενιπέα. Στήνεις αυτί μέσα στην ησυχία για να πιάσεις τον απόηχο από τους τριγμούς και τις οιμωγές μιας τέτοιας καταστροφής. Αντί γι’ αυτό, ακούς σήμαντρα.

Είναι τα μουλάρια που κουβαλούν προμήθειες στον Σπήλιο Αγαπητό, το μυθικό ορεινό καταφύγιο που όσο το πλησιάζεις, τόσο αυτό υποχωρεί. Βιάζεσαι να βρεις μια πιθαμή γης για να βγεις από το δρόμο των ζώων, όμως κανείς δε σ’ έχει ειδοποιήσει να κρύψεις το μπουκάλι νερό που κρατάς. Ένα μουλάρι λοξοδρομεί για να έρθει ίσια καταπάνω σου, μια αθώα, κουδουνιστή φονική μηχανή που μόλις και βρίσκεις τρόπο να αποφύγεις. Όταν, αμέσως μετά, σε πιάνουν τα γέλια, ανακαλύπτεις πως σου είναι αδύνατον, πως δεν θέλεις να σταματήσεις. Είναι μια στιγμή ατόφιας αιωνιότητας όπου, επιτέλους, έχεις καταλάβει! Μαζί με την καρδιά που βροντοχτυπάει, τις γάμπες που καίνε και τον ιδρώτα, σε κατακλύζει μια ανεξήγητη ευωχία. Όπου υπάρχει στητικός ιστός στο σώμα τον νιώθεις βαρύ και ράθυμο, σα να ’χει μόλις ευεργετηθεί με μια δυσεύρετη πλήρωση.

2000 μέτρα: Η ομίχλη προσποιείται την αβέβαιη, κατακλύζοντας στα μουλωχτά τη σκηνή όλο και περισσότερο, μπερδεύοντας την προοπτική και αναιρώντας την ώρα της ημέρας. Αθέατες τροχαλίες μετακινούν το τοπίο λίγο διαγώνια, έτσι που δεν ξέρεις πια τι είναι αυτό που αντικρίζεις και πώς να το αποτιμήσεις. Νεκρό δέντρο ή απολιθωμένη δρυάδα; Βράχινη λοφοπλαγιά ή ζωγραφισμένα τοιχώματα θαλάσσιας σπηλιάς; Όλος ο τόπος μυρίζει άγριο τσάι. Είναι η ώρα άφιξης των ντόπιων θεών. Ή, μήπως, έχουν πάρει από ώρα τις θέσεις τους και σε παρακολουθούν; Βρίσκεσαι πάντως, σίγουρα, σ’ έναν υπαίθριο ναό. Ο κόπος της ανάβασης, τα πόδια που πια τρέμουν, ήδη συνθέτουν μια προσευχή. Μένει να αποφασίσεις τι θα ζητήσεις. Έμπνευση ή προστασία;

Μηδέν Υψόμετρο: Ώρες αργότερα, στον παραλιακό δρόμο του Λιτόχωρου, οδηγώντας παράλληλα με τον πολύκορφο όγκο, διακρίνεις τα Πριόνια, την κομμένη πλαγιά όπου ανελήφθης για λίγο. Το βλέμμα την αγκαλιάζει σαν να υπογράφει ένα συμβόλαιο οικειότητας. «Τώρα σε ξέρω», λες κρυφά, με μια αίσθηση προνομίου. «Παρομοίως», η απάντηση.


*Ο Κωσταντίνος Ματσούκας είναι συγγραφέας