Ταξιδια

Πώς είδαν τα μάτια μου τη ζωή στη Νορβηγία σε 5 μέρες και νύχτες

Ένα ταξίδι στη μαγευτική και παραμυθένια χώρα

Δήμητρα Τσάντα
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μωρέ, θα πας εκεί πάνω; Θα αντέξεις εκεί πέρα; Πόσο θα κάτσεις; Εκεί κάνει ψόφο, έχει χιόνια! Είναι ακριβά. Αυτές και άλλες πολλές ήταν κάποιες λέξεις και αντιδράσεις όσων άκουσαν ότι θα πάω στη Νορβηγία να δω μια φίλη μου. Εντάξει, λίγο υπερβολικοί. Δεν θα πήγαινα στην Αλάσκα! Κάποιοι χάρηκαν και με ενθάρρυναν, κάποιοι άλλοι ήταν λίγο πιο δύσπιστοι και προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν λιγάκι, όμως δεν τα κατάφεραν και έτσι εγώ απέδειξα ότι μπορώ να το κάνω, γιατί, ως γνωστόν, όταν έχεις θέληση, όλα γίνονται. Η αλήθεια είναι ότι δεν πας εύκολα εκεί πάνω, γιατί δεν θεωρείται και από τις πρώτες επιλογές για τους περισσότερους, νομίζω, και εγώ δεν περίμενα ποτέ ότι θα πήγαινα σε αυτή τη χώρα κυρίως λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι όμως πραγματικά ένας προορισμός ιδιαίτερος και ένα από τα ταξίδια ζωής που αξίζει να κάνεις.

Θέλει κότσια και αντοχή κυρίως λόγω κρύου, αν δεν είσαι από αυτούς που το αντέχουν, όμως είναι μια εμπειρία που θα σου μείνει αξέχαστη. Τον χειμώνα το κρύο είναι τσουχτερό, όμως, αν ντυθείς καλά, το αντέχεις άνετα, γιατί το κλίμα και το κρύο εκεί είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Το μάτι σου θα χορτάσει χιόνι για να «βάλεις και στις τσέπες», που λέμε. Λοιπόν, εγώ πήρα το ρίσκο και έκανα αυτό το ταξίδι! Είπα πως θα τα καταφέρω και θα φτάσω εκεί και θα ξεπεράσω τον εαυτό μου και τους φόβους μου. Άλλωστε το να ταξιδεύεις και να μαζεύεις εμπειρίες είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να κάνεις για τον εαυτό σου και κάποιες από αυτές μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή προς το καλύτερο αλλά και προς το χειρότερο. Ανοίγει το μυαλό σου και αρχίζεις να βλέπεις πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Αν έχεις και κάποιον δικό σου άνθρωπο κάπου, τότε σίγουρα είναι πολύ πιο εύκολο να πας, γιατί ξέρεις ότι θα είναι πολύ πιο εύκολη η διαμονή και η ξενάγηση. Το ταξίδι λοιπόν για τη Νορβηγία ξεκίνησε.

Έφυγα από εδώ με πολύ ενθουσιασμό και χαρά, καθώς ήταν και το δεύτερο ταξίδι μου στο εξωτερικό. Τέσσερις ώρες η πτήση, ήταν λίγο κουραστικό αφού είμαι και λίγο φοβητσιάρα με τα αεροπλάνα, κούναγε και λιγάκι  και όσο να ’ναι δεν ήταν και το καλύτερό μου να βρίσκομαι εκεί μέσα τόσες ώρες, αλλά το ξεπεράσαμε και αυτό. Και να που επιτέλους έφτασα στο αεροδρόμιο του Όσλο. Από εκεί όμως έπρεπε να πάρω το τρένο για να πάω στο Τόνσμπεργκ, όπου είναι η πόλη που μένει η φίλη μου. Το Τόνσμπεργκ βρίσκεται στη νότια Νορβηγία. Είναι περίπου μιάμιση ώρα με το τρένο από το αεροδρόμιο του Όσλο, μία ώρα από το κέντρο του και θεωρείται η πιο παλιά σκανδιναβική πόλη της Νορβηγίας.

Με τόση κούραση από το ταξίδι, μόλις έφτασα στο σπίτι, έπεσα απλά για ύπνο γιατί είχε αρχίσει κιόλας να ξημερώνει. Πρώτη μέρα λοιπόν ξυπνάω και τι να δω; Είχε ήλιο έξω! Φυσικά αυτό έπρεπε να το εκμεταλλευτώ και έτσι, αφού φάγαμε το πρωινό μας και ήπιαμε τον καφέ μας, ετοιμαστήκαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο, βάλαμε τέρμα τη μουσική και ξεκινήσαμε για μια υπέροχη ηλιόλουστη βόλτα. Ο αέρας που μας χτυπούσε ήταν τόσο καθαρός και η διαδρομή μοναδική. Ο προορισμός μας ήταν το Verdens Ende («Το Τέλος του Κόσμου»). Είναι ένα μέρος που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του Τόνσπεργκ και είναι προστατευόμενη περιοχή περίπου 250 στρεμμάτων. Έχει διάφορα μικρά νησάκια και βράχους και είναι ένα από τα πιο δημοφιλή και γραφικά σημεία της περιοχής. Εκεί υπάρχει ένας χαρακτηριστικός μύλος από πέτρα και πάνω του κρεμόταν ένα καλάθι και μέσα είχε σφαίρες. Απίστευτο! Αυτό είναι σημείο αναχώρησης για εκδρομές και κρουαζιέρες και θεωρείται ένας πολύ δημοφιλής καλοκαιρινός προορισμός, αφού πάνε και για μπάνιο και για ψάρεμα εκεί πέρα και κάθονται στα βραχάκια. Λέγεται «Το Τέλος του Κόσμου», γιατί λένε ότι μετά τη θάλασσα και τα βραχάκια δεν υπάρχει τίποτα άλλο και η πόλη -και καλά- τελειώνει εκεί. Όσο ανέβαινα προς τα πάνω και από κάτω έβλεπα τα βράχια, έλεγα «Παναγίτσα μου, πού έχω έρθει», όμως η θέα ήταν τρομερή. Στην αρχή του λόφου υπάρχει ένα εστιατόριο που μπορείς να κάτσεις και να απολαύσεις το φαγητό σου ή τον καφέ σου ατενίζοντας την απέραντη θάλασσα, ενώ η μυρωδιά της σε ταξίδευε. Κατεβήκαμε λίγο πιο χαμηλά στα βραχάκια, βγάλαμε φωτογραφίες και μετά φύγαμε.

Στην επιστροφή, κάπου στα μισά της διαδρομής, παρατηρήσαμε με ενθουσιασμό κάποια άλογα να τριγυρνάνε και έτσι σταματήσαμε να τα χαζέψουμε! Τελικά εκεί υπήρχε ένας χώρος για ιππασία και κάποιοι έκαναν κάτι σαν προπόνηση πάνω στα άλογα. Εγώ ενθουσιάστηκα φυσικά (όχι που δεν θα ενθουσιαζόσουν, θα μου πεις) και ήθελα να κάνω ιππασία, αλλά από την άλλη σκέφτηκα ότι δεν ήθελα να γίνω ρεζίλι και εκεί, οπότε κάτσαμε και παρατηρήσαμε για λίγο και μετά φύγαμε.

Αφού γυρίσαμε πια στο σπίτι και ήμασταν λίγο πτώματα, αράξαμε στον καναπέ και βάλαμε ταινιούλα τρώγοντας την κλασική πίτσα για συνοδεία. Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε και απλά χαζολογάγαμε, αφού το βράδυ θα μαζευόμασταν στο σπίτι κάποιοι φίλοι για ένα μίνι παρτάκι για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της φίλης μου. Πήγαμε και ψωνίσαμε φαγώσιμα και ποτά, εγώ βέβαια είχα κάνει τα κουμάντα μου και είχα πάρει μαζί ένα μπουκάλι ούζο (καταλαβαίνετε τι έγινε), φυσικά την τούρτα και διάφορα άλλα αξεσουάρ που συνηθίζουμε να έχουμε στα πάρτι. Κάναμε τις ετοιμασίες μας λοιπόν και το βράδυ ήρθαν οι φίλοι. Ήταν ένα international πάρτι, θα έλεγα, αφού ήμασταν άτομα από 4 χώρες και έτσι ήταν ακόμα πιο διασκεδαστικό το κομμάτι της διασκέδασης και χορεύαμε τραγούδια της κάθε χώρας. Εμείς σαν Ελληνίδες δείξαμε με όλη μας την τρέλα φυσικά πώς διασκεδάζουμε! Σε αυτή την περίπτωση αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που λένε ότι ξεσαλώνεις ένα βράδυ και θες δυο για να συνέλθεις, αφού γίναμε ντίρλα από τα ούζα και τα άλλα ποτά και έτσι ξυπνήσαμε με ένα ελαφρύ hangover.

Την επόμενη μέρα συνεχίσαμε την ξενάγηση. Ξεκινήσαμε για βόλτα με τα πόδια και ανακαλύψαμε ένα μέρος απίστευτο. Ένα δάσος με γρασίδι καταπράσινο, δέντρα πανύψηλα και μικρά παγκάκια γύρω-γύρω ιδανικά για πικνίκ. Ένα μαγευτικό τοπίο, αφού νόμιζες ότι ήσουν στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι». Γυρίσαμε στο κέντρο για να πάμε σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της πόλης, το Castel Rock Tower, ένας πύργος που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο στο Tόνσμπεργκ με θέα όλη την πόλη. Είναι ένας ωραίος περίπατος, ίσως λίγο κουραστικός, γιατί έχει ανηφόρες, αλλά όταν φτάσεις στον πύργο η θέα θα σε αποζημιώσει. Ο πύργος αυτός κρύβει μια πολύ όμορφη και ρομαντική ιστορία της πριγκίπισσας Κριστίνα, η οποία ζούσε κάποτε εκεί. Είναι ένα ιδανικό μέρος για να ηρεμήσεις. Το βράδυ είναι ακόμα καλύτερα, αφού ο πύργος είναι φωτισμένος, όπως και όλη η πόλη, οπότε τη βλέπεις με άλλη ματιά. Το ίδιο βράδυ είδαμε το Τόνσπεργκ by night. Πήγαμε σε ένα τύπου μπαράκι που γίνεται κλαμπ και καλά τα Σάββατα, αφού εκεί όλα αυτά δουλεύουν σαν κλαμπάκια μόνο τα Σάββατα και, μη φανταστείτε, στις 2:30 κλείνουν. Καμία σχέση με εμάς φυσικά.

Η επόμενη μέρα δυστυχώς είναι η μέρα της επιστροφής και έτσι κάπου εδώ το υπέροχο αυτό ταξίδι φτάνει στο τέλος του. Δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός ότι σκεφτόμουν πολλές φορές και σχεδόν κάθε μέρα να μη γυρίσω πίσω και να μείνω λίγες μέρες ακόμα ή και για πάντα (εντάξει, δεν γινόταν αυτό από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά ποτέ δεν ξέρεις)! Έτσι λοιπόν το πρωί φάγαμε το πρωινό μας και ήπιαμε τον καφέ έξω στην αυλή του σπιτιού για να απολαύσουμε τον ήλιο. Εδώ πρέπει να αναφέρω πως αυτό που με ενθουσίασε πάρα πολύ είναι τα σπίτια τους! Είναι όλα μονοκατοικίες διώροφες χωρίς μπαλκόνια, άσπρες ή χρωματιστές, με τρίγωνη σκεπή, όλα ξύλινα και γι’ αυτό ζεσταίνονται πολύ εύκολα τον χειμώνα παρόλο το κρύο που έχει έξω.

Πέρα από όλα αυτά όμως έκανα και πολλές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις κάποιες παράξενες και κάποιες λογικές. Οι περισσότεροι με ρωτούσαν αν όντως είναι «κρύοι» και «ξινοί» άνθρωποι οι Νορβηγοί. Εγώ δεν το διαπίστωσα αυτό. Δεν είναι και αυτό που λες «η χαρά της ζωής», όμως είναι πολύ ευγενικοί και εξυπηρετικοί  άνθρωποι, μιλάνε αγγλικά και μάλιστα πάρα πολύ καλά χωρίς κόμπλεξ, ενώ αγγλικά μιλάνε και οι άνθρωποι πιο μεγάλης ηλικίας. Οι διαφορές που έχουμε βέβαια είναι αρκετές. Άλλες καλές και άλλες κακές. Για παράδειγμα, το κάπνισμα. Αυτοί δεν καπνίζουν πουθενά σε κλειστούς χώρους που αυτό είναι και το σωστό εδώ που τα λέμε, αλλά σπάνια έβλεπες και στον δρόμο να περπατάνε ή να κάθονται κάπου και να καπνίζουν. Φυσικά, όπως είπα και πριν, η μεγάλη διαφορά είναι στη διασκέδαση και στα μαγαζιά. Πέρα όμως από τα κλαμπ και όλα αυτά τα γνωστά, δυστυχώς είδα ότι ούτε εκεί υπάρχουν καφετέριες και γενικά καφέδες ούτε να κάτσεις κάπου να πιείς ούτε το take away που έχουμε εμείς, παρά μόνο κάποια ροφήματα τα οποία δεν είχαν καμία σχέση και απλά σε «ξεγελάνε» για να πεις και καλά ότι πίνεις κάτι σαν καφέ. Και αυτό η αλήθεια είναι ότι μου στοίχισε περισσότερο από τα άλλα, όπως θα έλειπε και στον καθένα που πίνει σχεδόν κάθε μέρα καφέ. Επίσης ντελίβερι  παίζει να μην ξέρουν τι είναι. Το μόνο μαγαζί που έκανε ντελίβερι ήταν μια πιτσαρία  και με εντυπωσίασε το γεγονός ότι ντελίβερι κάνανε με αμάξι και όχι με μηχανάκι, όπως είναι το αναμενόμενο, και μάλιστα ήταν και γυναίκες ως delivery girl.

Και μιας και αναφέρθηκα σε αυτό, εδώ να προσθέσω πως μηχανάκια ούτε για δείγμα! Δεν είδα ποτέ πουθενά να κυκλοφορούν γιατί θα μου πεις με τόσο κρύο πού να πάνε με τις μηχανές. Το ωραίο όμως ήταν ότι κυκλοφορούσαν με ποδήλατα όλες τις ώρες μικροί και μεγάλοι. Από νωρίς το πρωί μέχρι και αργά το βράδυ έβλεπες πολλούς να είναι με τα ποδήλατα τους έξω. Γενικά η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν νορμάλ. Οδηγούσαν ήρεμα και φυσιολογικά. Δεν άκουγες ούτε κόρνες, ούτε βρισιές, ούτε να έχει δημιουργηθεί ουρά από την κίνηση. Δεν έβλεπες γενικά να τρέχουν οι άνθρωποι σαν τρελοί για να πάνε στις δουλειές τους ή για να προλάβουν λεωφορεία κ.τ.λ. Έχουν μια ηρεμία και μια γαλήνη που ακόμη και τα αμάξια που πέρναγαν έξω από το σπίτι δεν τα άκουγες, νόμιζες πως δεν βρισκόσουν σε πόλη, αλλά κάπου στην εξοχή. Καθόμουν έξω στην αυλή σε ένα ξύλινο παγκάκι και απολάμβανα αυτήν την ησυχία που υπήρχε και σκεφτόμουν πόσο μου λείπει όλο αυτό και πως ήταν ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσα πολύ άνετα να ζήσω εκεί. Η μέρα δε ήταν ατελείωτη. Νύχτωνε μετά τις 10 το βράδυ και άρχιζε να ξημερώνει γύρω στις 5 το πρωί. Το περίεργο όμως ήταν ότι το βράδυ, λίγο μετά τις 10 βαριά, δεν έβλεπες ψυχή ζώσα έξω. Ήταν όλα κλειστά και δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος. Έλεγες, καλά πού είναι όλοι; Δεν βγαίνουν έξω; Δεν κάνουν βόλτες έστω; Τίποτα!

Το σίγουρο είναι πως μπορεί να είμαστε τόσοι διαφορετικοί σαν άνθρωποι και σαν λαοί, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ίδιοι. Έχουμε πολλά κοινά, τα οποία μπορεί να μη φαίνονται εύκολα, και όμως υπάρχουν. Σίγουρα πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής και νοοτροπίας, αλλά στην ουσία δεν διαφέρουμε και τόσο τελικά.

Αυτό ήταν ένα ταξίδι το οποίο εννοείται θα ξαναέκανα και θα ξανακάνω σίγουρα στο μέλλον και δεν θα το άλλαζα με τίποτα και κανένα άλλο. Γι’ αυτό σας το προτείνω ανεπιφύλακτα και δεν θα χάσετε!