Ταξιδια

Τελεφερίκ για Πάρνηθα, δεσμώτες του ιλίγγου!

Μια ιστορία-ρεπορτάζ-εκδρομή για όσους δεν φοβούνται τα ύψη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 647
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ATHENS VOICE ανέβηκε στο τελεφερίκ της Πάρνηθας. 

Θυμάσαι τον Τζέιμς Στιούαρτ και την υψοφοβία του στον χιτσκοκικό «Δεσμώτη»; Έτσι ένιωσα, και προσοχή: αν διαβάζοντας αυτό το ρεπορτάζ αποφασίσεις να ακολουθήσεις την προτροπή και πας να κάνεις κι εσύ τη διαδρομή για Μον Παρνές διά της εναερίου, να προσέχεις. Σε περίπτωση που είσαι υψοφοβικός. Ή, και να μην είσαι, ρώτα καλού κακού και το ταίρι ή την παρέα σου, αν είναι αυτή/τοί. Τι εννοείς πως λειτουργεί τέλεια ακόμα και με ανέμους ταχύτητας 120 χιλιομέτρων την ώρα; «Να» μας πήγε κι ας είχε άπνοια το προηγούμενο Σαββατοκύριακο που είπαμε να χτυπήσουμε στο Μον Παρνές. Σκαρφαλώνοντας την επτάλεπτη διαδρομή για το Regency Casino με το τελεφερίκ μια μέρα που ο ήλιος έλαμπε κι η Αθήνα βίωνε μια μίνι χειμωνιάτικη Αλκυονίδα καλοκαιρία, δεν υπήρχε υποψία αέρα στην ατμόσφαιρα, κι όλα έδειχναν τόσο μειλίχια και ήρεμα. Έδειχναν. 

Ανεβήκαμε από τον σταθμό αφετηρίας, πολιτισμός με τα όλα του: άνετο πάρκινγκ 1.500 θέσεων κι ένα εντυπωσιακό κτίριο - entrance για τον σταθμό «απογείωσης», όπου το πρώτο που σου κάνει εντύπωση, πέρα από τη λιτή μα μεγαλοπρεπή αρχιτεκτονική, από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα των τελευταίων δεκαετιών στην Αττική, είναι ένας εντυπωσιακός πολυέλαιος ύψους 10 μέτρων. Σύνθεση από 8.500 κομμάτια φυσητού γυαλιού. Δεσπόζει, αδύνατον να μην κολλήσει το βλέμμα σου. Πήραμε τις κυλιόμενες και βγήκαμε στον χώρο υποδοχής κλωβών επιβίβασης. 21 καμπίνες συνεχούς ροής ολόκληρο το 24ωρο, άνετα, μαλακά καθίσματα, ελεύθερη είσοδος, enjoy your ride, no ticket, 2.000 άτομα, λέει, την ώρα μπορούν να απολαύσουν τη διαδρομή. 

Μπαίνουμε στην καμπίνα, λοκάρει η είσοδος, ξεκινάει μαλακά, ρολάρει στο ξεκίνημα σαν να γλιστρά σε βούτυρο. Τι ωραία, τι καλά, σχίζει η καμπίνα τα αέρινα νερά, κι απαλή, κι απαλή, τρέχει σαν πουλί. Ή και… βροοουυυμμμ, δίνει μια και ίπταται στον αέρα. Κρατιέται μόνο από τα σύρματα, κι εμείς  αιωρούμαστε σαν Δαίδαλοι. Το σωστό είναι ανηφορίζουμε σαν Δαίδαλοι. Το ακόμα σωστότερο είναι πως μοιάζει να οδεύουμε για μετωπική με την κορυφή του βουνού. Που στην τελική είναι και ο προορισμός μας. Εμείς τον διαλέξαμε. 

Και επιστρέφω στα περί «Δεσμώτη του ιλίγγου». Που αντί να με πιάσει εμένα το Vertigo, πιάνει την «Κιμ Νόβακ» συνοδό μου. Το καταλαβαίνω από τα νυχάκια της: στην αρχή μου τσιμπούν το δέρμα του χεριού μου, γλυκά. Σαν ερωτικό υπονοούμενο. Αμ δε. Αρχίζουν, όσο περνούν τα λεπτά και το βουνό έρχεται κατά πάνω μας ενώ πίσω μας η γη απομακρύνεται, να μπήγονται βαθιά. Βράχια, πεύκα, πεύκα, βράχια, δείχνουν επικίνδυνα, μαμά μου, η στιγμή δηλαδή που συνειδητοποιείς πως το κορίτσι φοβάται. Κι εσύ επιβάλλεται να το παίξεις κουλ και ιπποτικά καθησυχαστικός, ασχέτως αν από μέσα σου τα χρειάζεσαι κι εσύ τα αντικαταθλιπτικά/δραμαμίνες σου! Ευτυχώς που στην καμπίνα είμαστε οι δυο μας. Και με τις αντιδράσεις μας προφανώς γελούσε μόνο ο φύλακας-παρατηρητής που μας κοιτούσε από την οθόνη του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Ναι, και στο σταθμό ανόδου, μα και στο σταθμό καθόδου, είμαι σίγουρος πως οι δύο παρατηρητές/ελεγκτές της «πτήσης» καθημερινά βλέπουν τέτοιες ιστορίες σαλταρίσματος και freak outs. Κράτησε 7 λεπτά η διαδρομή, μα ο χρόνος, διεσταλμένος θαρρείς, δεν τελείωνε με τίποτα. Δέος, σίγουρα θα το ένιωσες κι εσύ, αν το δοκίμασες.

Και φόβος αναίτιος: η αυστριακή εταιρεία Doppelmayer, που το έστησε, είναι η μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής τελεφερίκ στον κόσμο με περισσότερα από 8.000 έργα αντίστοιχα και στις πέντε ηπείρους. Και το τελεφερίκ της Πάρνηθας είναι καλοσυντηρημένο, μιας και κάθε Τρίτη από 7.30 εως 14.30 του κάνουν τσεκ απ εύρυθμης λειτουργίας των «αρτηριών». Ασχέτως εάν οι καρδιακές αρτηρίες μας, ε, μια μικρή εμπλοκή την έπαθαν από την αγωνία και τη συνεχή σκέψη περί του τι θα γίνει όμως αν...; Φυσικά πράγματα, λογικές επιφυλάξεις, μη σκιάζεστε. 

Φτάσαμε στον σταθμό ανόδου, είπαμε ουφ, σώοι, κι ύστερα βγαίνοντας, τραβήξαμε για τη θέα. Τη θέα στον εθνικό δρυμό αλλά και τα σημασμένα μονοπάτια. Από τους συναδέλφους εκδρομείς πάλι, άλλοι για τις ρουλέτες τράβηξαν, άλλοι για το καταφύγιο Μπάφι, κι άλλοι για το cafe restaurant «1055». Εμείς μείναμε καρφωμένοι στο Μαυροβούνι, συγκλονιστική η εικόνα: σύννεφα, ουρανός, πεύκα, έλατα, αχνή ομίχλη και βουνά μπλέκονται σε ένα Natura ταγκράμ. 

Η κάθοδος ήταν αλλιώς. Παλιοί πλέον, εξασκημένοι, πιο άφοβοι, εκπαιδευμένοι. Αυτά τα επτά λεπτά ήταν όντως πιο απολαυστικά. Επιτέλους παρατηρούμε την Αθήνα απέναντι να μας πλησιάζει χωρίς τις υστερίες ή τη φοβία της ανόδου. Προσγείωση και στάση σε μία από τις δεκάδες ταβέρνες που βρίσκονται στους πρόποδες. Όταν λέμε πολλές ταβέρνες, εννοούμε απίστευτα πολλές ταβέρνες, πάρα πολλές ταβέρνες,  τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε: από Δεσμώτες σε Πότες του Ιλίγγου καταλήξαμε, κι εκεί το κορίτσι δεν είχε πρόβλημα...