Ταξιδια

Aφιέρωµα Ταξίδι 258#7

Ο Σπύρος Πέγκας είναι κυνηγός πολύτιμων χαλιών κι εμπειριών

Σπύρος Πέγκας
ΤΕΥΧΟΣ 258
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Σπύρος Πέγκας ταξιδεύει στο παρελθόν της επαγγελματικής του ιστορίας.

Κυνηγός χαλιών

«Δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις για τους δικούς σου» είπα κάποτε σε ένα φίλο. «Δεν µπορείς να φανταστείς πόσο πιο δύσκολο είναι να δουλεύεις για έναν τρίτο, ξένο εργοδότη!» μου απάντησε. 

Όσο ενηλικιώνεται κανείς και προχωράει επαγγελµατικά, τόσο λιγότερο αναγκάζεται να προσαρµόζει το χαρακτήρα του στις ανάγκες της δουλειάς και τόσο περισσότερο κατορθώνει να φέρνει τη δουλειά του πιο κοντά στο δικό του χαρακτήρα.

Με βάση αυτά τα δύο στοιχεία ταξιδεύω στο παρελθόν της δικής µου επαγγελµατικής ιστορίας. Θυµάµαι τις δυσκολίες προσαρµογής που είχα στην αρχή και την ανάγκη να αποδράσω από τη στενόχωρη ελληνική αγορά. Την ανάγκη αυτή συνέδεσα µε τη δουλειά µου και αποφάσισα να βγω έξω στον άγνωστο κόσµο της Ανατολής, να κάνω την τύχη µου κυνηγώντας τα καλύτερα και σπανιότερα είδη χειροποίητων χαλιών. Μαγεµένος από την ιστορία του Σταύρου Τοπούζογλου, «κυνηγού χαλιών» στο µυθιστόρηµα του Ηλία Καζάν «Πέρα από το Αιγαίο», έφυγα µόνος και άγνωστος στη µακρινή Κίνα. Θυµάµαι τότε την ουρανογραµµή της Pudong πληµµυρισµένη από γερανούς. Το τζετ λαγκ µε ανάγκαζε να ξυπνώ από τα χαράµατα και να παρακολουθώ τα πάρκα να πληµµυρίζουν από ασκούµενους Κινέζους κάθε ηλικίας. Στη συνέχεια έβαζαν τις προστατευτικές µάσκες τους, καβαλούσαν τα ποδήλατά τους και ξεχύνονταν στους δρόµους της Σαγκάης. ∆έκα µόνο χρόνια αργότερα εντυπωσιαζόµουν το ίδιο από τις γρανιτένιες πόλεις που ξεφύτρωναν µέσα από τις ερήµους Τακλαµακάν και Γκόµπι στη δυτική επαρχία Σιτζιάνγκ. Ακολουθώντας τον κινέζικο ∆ρόµο του Μεταξιού και βαδίζοντας στα χνάρια των αγαπηµένων µου εξερευνητών του 19ου αιώνα, του Σουηδού Σβεν Χέντιν, του Άγγλου Στάιν και του Γερµανού Λε Κοκ, µπορεί να µην έβρισκα πια τα αυθεντικά και περίφηµα χαλιά µε τα ρόδια, Γιαρκάντ και Κοτάν, συναντούσα όµως την καλπάζουσα κινέζικη ανάπτυξη, που ρουφούσε όλα τα παλαιά πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής στο διάβα της. Μόλις περάσει κανείς στη γειτονική Κιργισία ανακαλύπτει άλλους, βραδείς ρυθµούς ανάπτυξης. Το Μπίσκεκ, η πρωτεύουσα, αλλά και ολόκληρη η χώρα, έχει να εξελιχθεί από τη µετα-σταλινική εποχή: block houses και λαϊκές αγορές γύρω γύρω, εγκατάλειψη και κάρα µε άλογα στην επαρχία, αλλά και (πρώην) υπερπολυτελή ξενοδοχεία µε πισίνες, µε ψηφιδωτά λουλούδια στη λίµνη Ίζικ - Γκουλ για τα µεγαλοστελέχη του κόµµατος. Αντίθετα, το Ουζµπεκιστάν αποτελούσε την πολιτιστική βιτρίνα της Σοβιετικής Ένωσης. Η γαλάζια Σαµαρκάνδη, η καφετιά Μπουχάρα, η πλήρως ανακατασκευασµένη αρχαία Χίβα αποτελούσαν τα στολίδια της σοβιετικής αρχαιολογίας. Ακόµα και σήµερα η ενέργεια που εκπέµπουν αυτά τα ιστορικά µέρη είναι απερίγραπτη. Προσκυνάς τον τάφο του Ταµερλάνου, επισκέπτεσαι το τριώροφο αστεροσκοπείο του εγγονού του, Ουλουκµπέκ, χτισµένο το 1420 µ.Χ., και «χάνεσαι» στο ατελείωτο γαλαζοπράσινο των πλακιδίων του Ρεγκιστάν, του εκπληκτικότερου συµπλέγµατος µνηµείων σε ολόκληρη την Ανατολή, και έτσι συγχωρείς τη χώρα που έχει πάψει προ πολλού να παράγει τις περίφηµες τουρκοµανικές της Μπουχάρες.

Κυνηγός χαλιών

Ο σύγχρονος κυνηγός χαλιών κάνει την πραγµατική του δουλειά στις τρεις ισχυρότερες χώρες της περιοχής: στο Ιράν, στην Ινδία και στο Πακιστάν. Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς τη ριζοσπαστικοποίηση της «χώρας των φωτισµένων», του Πακιστάν. Έχω δύο χρόνια  να επισκεφτώ την καταπληκτική, αυτοκρατορική Λαχώρη µε τις µεγάλες λεωφόρους, τα πάρκα της και τις πολυκατοικίες (ο Αλλάχ να τις κάνει…)-παζάρια της, όπου µε το φίλο µου Φαχίρ ανακαλύπταµε πραγµατικούς θησαυρούς φερµένους από όλες τις άκρες της µεγάλης κεντρο-ασιατικής στέπας. Οι τουρκοµάνοι, Παστούν και Χαζάρα έµποροι ποτέ δεν ισχυρίστηκαν µια κοινή αφγανική ταυτότητα. Αλλά και ποτέ δεν άκουσα κάποιον να µη νοσταλγεί την ειρηνική επιστροφή στο Αφγανιστάν. Το Πέσαβαρ είναι µια άλλη πόλη-σταθµός για το εµπόριο των «κόκκινων χαλιών», που υφαίνουν οι τουρκοµάνοι Αφγανοί αλλά εξάγουν οι «ξύπνιοι» Πακιστανοί. Οι διαδηλώσεις ισλαµιστών γύρω από το παλιό βρετανικό κάστρο, για επιβολή της σαρία στην περιοχή, οι πινακίδες “Parking on your own risk” και “Please, leave your guns out of the hotel” στο περίφηµο Continental Hotel δεν αφήνουν περιθώρια για επαγγελµατική χαλάρωση και την παρουσία δυτικών στην πόλη. Το Καράτσι είναι, πάλι, µια πόλη επιθετική και γκρίζα, µε οδοφράγµατα και γεµάτη αστυνοµική, στρατιωτική, παραστρατιωτική, rangers παρουσία, στον ουρανό της οποίας πετάνε τεράστια, µαύρα όρνεα περιµένοντας το επόµενο βοµβιστικό χτύπηµα. Όταν και ο «αστός» Φαχίρ µού εξοµολογήθηκε ότι φέρνει στις πέντε το πρωί θρησκευτικό δάσκαλο στο σπίτι, γιατί οι γιοι του δεν µαθαίνουν σωστά το Κοράνι στο σχολείο, κατάλαβα, ότι το Πακιστάν τελείωνε για µένα.  

Η Ινδία είναι µια χώρα που πρέπει ο καθένας να επισκεφτεί τουλάχιστον µία φορά στη ζωή του. Πολλοί στην Ελλάδα ταυτίζουν τη χώρα µε το νότιο, ήπιο κοµµάτι της. Με τη χίπικη Γκόα, τα άσραµ γιόγκα, τους φοίνικες και την ινδική Silicon Valley γύρω από την Μπάνγκαλορ. Η πραγµατική Ινδία όµως, η ψυχή της ινδικής ηπείρου, βρίσκεται στην επαρχία Ρατζαστάν, στο βορρά. Οι εφτά πόλεις του ∆ελχί, η τριανταφυλλένια πόλη της Τζαϊπούρ, το µαυσωλείο του έρωτα, το µνηµειώδες Ταζ Μαχάλ, οι ερωτικοί ναοί του Καζουράχο και, τέλος, η ιερή πόλη των Ινδουιστών, η Ιερουσαλήµ της Ινδίας, το Βαρανάσι. Η επαρχία των Ρατζπούτ και των Μούγκαλ αυτοκρατόρων είναι η “heartland” ολόκληρης της ινδικής ηπείρου. Οι εικόνες στον ιερό ποταµό Γάγγη µε τους πιστούς να προσεύχονται, να πλένονται και να καίγονται εντυπώνονται στην ψυχή του κάθε επισκέπτη. Το ανακάτεµα ζωντανών και νεκρών, αγελάδων και µαϊµούδων, ιερών «σαντού» και πάµφτωχων πενήτων σε αναγκάζει να επαναπροσδιορίσεις τον αξιακό σου κόσµο ξανά και ξανά. Η τελευταία µου επίσκεψη εκεί και το ταξίδι µε το σοφέρ του συνεργάτη µου Βισάλ –κανένας Ινδός των δύο ανώτερων καστών δεν οδηγεί ο ίδιος– από τη Μιρζαπούρ των κιλιµιών ντούρις και το Μπαντόι των φλοράλ χαλιών προς το Βαρανάσι µε γέµισε µε ατελείωτες εικόνες ινδικής καθηµερινής ζωής. Τα πορτοκαλί, σαφράν χρώµατος σάρι, που ανέµιζαν στον αέρα, στοιχειώνουν το δικό µου αξιακό κόσµο και µε «υποχρεώνουν» να ανακαλύπτω συνέχεια την οµορφιά και στα µικρότερα και ταπεινότερα πράγµατα.

Κι αν η Ινδία σε κάνει λυρικό, το µαγικό Ιράν σε κάνει υπερήφανο, θυµωµένο, στοχαστικό, καλύτερο άνθρωπο. Η Περσία είναι πια η δεύτερή µου χώρα, η Τεχεράνη είναι η πόλη που θα µπορούσα να ζήσω. Πιο άνετα από ό,τι στο Λονδίνο. Η Περσία είναι ένα ταξιδιωτικό κεφάλαιο από µόνη της, που δεν χωράει σε µια γενική ταξιδιωτική αφήγηση.

Τα «Μονοπάτια της Ανατολής» είναι το κοµµάτι αυτό που εκφράζει την προσαρµογή της δουλειάς µου στις προσωπικές µου επιθυµίες. Το «κυνήγι των χαλιών» είναι το συναρπαστικότερο κοµµάτι της εµπορίας χειροποίητων χαλιών. Μέρος αυτού του ειρηνικού κυνηγιού µοιράζοµαι µε τους συνταξιδιώτες µου στα ταξίδια που οργανώνουµε µε τη ΜΚΟ «Μονοπάτια». Κάθε χρόνο επιλέγουµε έναν προορισµό της Ανατολής, παίρνουµε πρόθυµους φίλους και γνωστούς µαζί και για κάποιες µέρες «χανόµαστε» στη Μέση Ασία. Επόµενος προορισµός είναι η Αρµενία. Για αυτούς που αδυνατούν να ακολουθήσουν, υπάρχει πάντα η δυνατότητα του ταξιδιού µέσα από τις αφηγήσεις ενός µικρού ή µεγάλου χειροποίητου χαλιού της Ανατολής.

Ο Σπύρος Πέγκας, µπροστά στο Ταζ Μαχάλ

Ο Σπύρος Πέγκας, κυνηγός πολύτιµων χαλιών κι εµπειριών, µπροστά στο Ταζ Μαχάλ  

Φωτο: ΜΥΡΣΙΝΗ ΑΡΙΣΤΙ∆ΟΥ & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ∆ΡΑΚΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “MOTHER INDIA”, Εκδ. ATHENS VOICE BOOKS