Πολεις

Στη λιτανεία του Αγίου Δημητρίου

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι σαν χρονοκαψούλα, μέσα του συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και νοηματοδοτούν η μια την άλλη οι μεγάλες ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τη Θεσσαλονίκη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη λιτανεία της εκκλησίας του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου

Ηλικιωμένες κυρίες που σταυροκοπιούνται τρεις φορές, καθώς ενώπιόν τους περνά η πομπή με τους ναύτες και τις κυρίες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ο Γκιουλέκας, ο Καλαφάτης και ο Κούβελας τζούνιορ πορεύονται δίπλα δίπλα, δεσποτάδες και παπάδες, καλόγριες και πρόσκοποι, στρατός, κειμήλια και άγιες εικόνες, βυζαντινά λάβαρα, δικέφαλοι αετοί, μέγα πάθος, μέγα πλήθος. Άγιος Δημήτριος και Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δύο γιορτές μαζί σε μία σήμερα. Παρακολουθώ την πρασινοφορεμένη μπάντα του δήμου να παιανίζει, με έβγαλε ο δρόμος στην Αγίου Δημητρίου την ώρα που το ανθρώπινο ποτάμι ολοκλήρωσε την περιφορά και κατευθυνόταν εντός του ναού για να ακουστεί ο πανηγυρικός της μέρας και στάθηκα. 

«Εγώ δεν πιστεύω ότι χάθηκε η παλιά Θεσσαλονίκη. Δηλαδή η λογική μου λέει ότι έχει χαθεί, αλλά μέσα μου έχω την πίστη ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί εκείνη η παλιά μορφή της πόλεως και οι παλαιότεροι τύποι των ανθρώπων. Αυτό το αίσθημα το έχω κυρίως όταν κοιτάζω την Αγίου Δημητρίου, η οποία ώρες ώρες μου φαίνεται ότι είναι ένας δρόμος παρά πολύ κοινός… Αλλά πάλι μέσα μου ξεπροβάλλει η παλιά μορφή του πλακόστρωτου δρόμου και η ψευδαίσθηση αυτή μου δίνει παρηγοριά». Τάδε έφη Γιώργος Ιωάννου. Το πατρικό του βρισκόταν στην οδό Ευριπίδου, στενάκι κάθετο στον δρόμο του Άγιου, και εγώ συνεχίζω να παρατηρώ «εκείνη την παλιά μορφή της πόλεως και τους παλαιότερους τύπους ανθρώπων», σέρβους μοναχούς με κομποσκοίνια, ζητιάνους που εκλιπαρούν ελεημοσύνη, κοτσονάτους συνταξιούχους με καβουράκι μετά των καλοστεκούμενων κυριών τους (τα πρόσφατα φτιαγμένα μαλλιά τους στο κομμωτήριο, ένεκα της επισημότητας και της περιστάσεως της μέρας, κάνουν το ξανθό τους να αστράφτει ξανθότερο, λουσμένο από τον γλυκό μεσημεριάτικο ήλιο του Οκτώβρη!). 

Καθώς η πομπή-περφόρμανς με αργά βήματα προχωρά και ο κόσμος ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας, συνειδητοποιώ ότι νιώθω μέρος αυτής της κοινής συναισθηματικής ατμόσφαιρας που μοιράζονται ανάμεσά τους. Ούτως ή άλλως, ο ναός του Αγίου Δημητρίου φαντάζει στα μάτια μου σαν χρονοκαψούλα, όπως μέσα του συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και νοηματοδοτούν η μια την άλλη οι μεγάλες ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν τη Θεσσαλονίκη: ρωμαϊκές εποχές και πρωτοχριστιανικοί χρόνοι, Ενετοί και Βυζάντιο, Τουρκοκρατία και Απελευθέρωση, μια πόλη κάτω από το βλέμμα του, μια πόλη που δεν φοβάται τίποτα, γιατί ο Μυροβλήτης και οι λογχοφόροι πολεμιστές του την προφυλάγουν από το κακό. 

Ακολουθώ το ρέιβ της πίστης, μπαίνω μαζί τους στο ναό, παρατηρώ τα διασωθέντα ψηφιδωτά από τις πυρκαγιές και τους αγγέλους, το σκήνωμα του αγίου που φυλάσσεται στην αργυρή θήκη του ναόσχημου μαρμάρινου κιβώριου, φτιαγμένου από τον οίκο Φιλιππότη της Τήνου. Τα λείψανα του αγίου τα αφαίρεσαν οι Νορμανδοί κατά την άλωση το 1185. Εντοπίστηκαν στο Κάμπιο της Βόρειας Ιταλίας, στο Μοναστήρι του Σαν Λορέντζο, και επιστράφηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1978. Λίγο πιο πριν, στην ίδια μεριά του κλίτους, στον βόρειο τοίχο, θαυμάζω τον τάφο του Λουκά Σπαντούνη, πλούσιου άρχοντα της Θεσσαλονίκης που τάφηκε προνομιακά στον ναό το 1481. Ήταν ο πρώτος αιώνας της οθωμανικής κατοχής και ο Σπαντούνης ανέλαβε να πληρώνει για εξήντα χρόνια τη βαριά φορολογία προκειμένου η εκκλησία να παραμείνει χριστιανική. Το κιβούρι του, ταφικό μνημείο αναγεννησιακής τέχνης, φτιάχτηκε στη Βενετία. 

Βγαίνω ξανά στον δρόμο και κατηφορίζω την Αγνώστου Στρατιώτου, όπου παραδοσιακά κάθε χρονιά στήνονται οι πάγκοι της εμποροπανήγυρης. Διασχίζοντας τις σειρές με τους μικροπωλητές, Σενεγαλέζες που ντιλάρουν Λουί Βουιτόν μαϊμούδες, αθίγγανους που πουλούν κάλτσες και φόρμες και χαλβάδες Φαρσάλων. Σταματώ μπροστά στο διάσημο εργαστήρι βυζαντινής αγιογραφίας «Δια χειρός Μανταρλή» και χαζεύω τις εικόνες, οι καμπάνες συνεχίζουν να κρούουν χαρμόσυνες. Τέλοντας ακόμα υπό την επήρεια των κεριών, των λιβανιών και των ψαλμών, στρέφω το βλέμμα στον ουρανό και βλέπω να πετάει πάνω από το κεφάλι μου ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης καβάλα σε έναν Βυζαντινό δικέφαλο αετό αλαλάζοντας. Μου λέει: «Σε σχετική μισοσβησμένη απεικόνιση, σ’ ένα από τους πεσσούς της τριλόβου εισόδου από το νάρθηκα στο κεντρικό κλίτος του κυρίως ναού του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου, στη θέση των καταβροχθιζόντων το δένδρο της ζωής καλικαντζάρων, εικονίζονται ένα άσπρο και ένα μαύρο ποντίκι». Θεσσαλονίκη, χρόνια μας πολλά!