Πολεις

Κάθε Σαββατοκύριακο η Θεσσαλονίκη είναι έξοχη και θαυμαστή! 

Και το χρωστάει στους επισκέπτες της

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η γοητεία της Θεσσαλονίκης του Σαββατοκύριακου, μέσα από τα μάτια των ελλήνων επισκεπτών της

Τα Σαββατοκύριακα η Θεσσαλονίκη μου φαντάζει με λίμνη. Εκβάλλουν εντός της ανθρωποποτάμια από τη Νάουσα και την Ξάνθη, τις Σέρρες και τις Βέροιες, την Καβάλα και τη Δράμα. Κάτοικοι περιφέρειας, από όλο το εύρος της μακεδονικής ενδοχώρας, καταφθάνουν για να ξεφύγουν από τα ρουτινιάρικα γουικέντ του τόπου τους, Μακεδόνες που προσμένοντας να ζήσουν ζωή χαρισάμενη διαρκείας 48 ωρών, επιδίδονται σε ανελέητο shopping, καταναλώνουν βαφλιάρικα μπραντς, χτυπούν unstoppable καφεδιλίκι με θέα τη θάλασσα. Λατρεύω το αντάμωμα και τη διασταύρωση ημών των μόνιμων με τους ξέγνοιαστους έποικους του Σαββατοκύριακου και ας προκαλούν συνωστισμό ή κυκλοφοριακά εμφράγματα, καθότι δεν κατέχουν από μητροπολιτική οδήγηση και σαβουάρ βιβρ, ειδικά όταν χάνονται στους λαβύρινθους των στενών πάνω από την Εγνατία. 

Έχουμε ανάγκη τη ματιά, τον ενθουσιασμό και τη χαρά των περιφερειακών, και να συμπληρώσω εδώ, ότι, εκτός από τους Μακεδόνες, μιλιούνια σκάνε και Θεσσαλοί εκ Βόλου και Λαρίσης. Αυτά τα ηδονιστικά Σαββατοκύριακα, τα πέριξ της Αριστοτέλους και της Νέας Παραλίας πηγαίνουν τούμπανο. Στα μάτια των επισκεπτών η πόλη με τα μύρια στραβά της παραμένει μια κραταιά επιθυμία, ένα όνειρο, μια φαντασίωση ευδαιμονικής vida loca. Η περιπλάνησή τους με τρόπο θαυμαστικό στο ανοιχτό αστικό μουσείο (η αψίδα της Καμάρας προκαλεί το ίδιο δέος με τη βιτρίνα του Attica και ένα καλοφτιαγμένο νεγκρόνι στο Tribeca παράγει ισόποση συγκίνηση με τη Χρυσή Εποχή του Κωνσταντίνου Ρήγου που είδαν χθες στο Θέατρο της ΕΜΣ) είναι αντίδοτο στην γκρίνια, την αμφιθυμία, την κλάψα και την κουρασμένη ματιά πολλών από εμάς. 

Κουρασμένοι από την γκρίζα καθημερινή της βιωτής (δε βγάζω την ουρά μου απόξω), είναι μεγάλη η μερίδα αυτών που αδυνατεί, έστω και στιγμιαία, να ενθουσιαστεί από τα θέλγητρα της πόλης που μας έλαχε. Κόσμος καρμίρης που εμμένει σε στριφνά και ξινισμένα «ναι και εντάξει», σε σνομπ απορρίψεις και αριστεροφρενή δυστοπικά δράματα περί απάνθρωπης πόλης. Εξού και κάθε που η κουβέντα πάει στο «τι λέει;», απαντούν με μιζέρια και (καλοκουρδισμένα μελετημένη!) «απελπισιά» στο πιο έντεχνο. 

Έχουμε ανάγκη, επομένως, τους επήλυδες του Σαββατοκύριακου! Ο ενθουσιασμός τους παραδίνει απλά μαθήματα επαναμάγευσης, επανεφεύρεσης, επαναφοράς και επαναφόρτισης της χαμένης μητροπολιτικής γοητείας. Και πόσο εκνευρίζομαι όταν ακούω «Πω πω, πλάκωσαν τα βλαχαδερά, και ωιμέ είναι αδύνατο να κατεβείς κέντρο τα Σαββάτα»! Ο ξένος, ο για λίγο εδώ, αυτοί που σπούδασαν κάποτε στο ΑΠΘ και οπότε επιστρέφουν αντιλαμβάνονται άμεσα πόσο ωραία εξελίσσεται η Θεσσαλονίκη, έχουν χάρισμα να τη βλέπουν με κινηματογραφική ματιά νοσταλγικής ταινίας του Ρομέρ. Μαζί τους και οι πιτσιρικάδες που έρχονται προσκυνηματικά στη σπιντάτη πόλη του ΛΕΞ ή της Ladele. 

Οι επισκέπτες του Σαββατοκύριακου είναι αυτοί που εστιάζουν στα ωραία και τα σέξι μας, νετάρουν στις αξιοπρόσεκτες δημιουργικά σκηνές (νέα γαστρονομία, κόζι μπουτίκ υπνωτήρια), μοντάρουν την 48ωρη αστική περιπλάνησή τους τελώντας διαρκώς υπό την επήρεια της ντοπαμίνης που παράγεται από συνδυασμό λόγων και αιτιών. Στο βάθος όμως ίσως και τον εξής έναν: για τους Βορειοελλαδίτες, η Θεσσαλονίκη θα είναι η κατεξοχήν συντομότερη απόδραση από το μικρό του τόπου τους στη ζωογόνα επικράτεια των θαυμάτων και των μύθων.