- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σκέψεις που κάνω όταν στέκομαι απέναντι από το άγαλμα του Βιζυηνού στις 40 Εκκλησιές
Ο αδιέξοδος έρωτάς του για την Μπετίνα Φραβασίλη
Μπροστά στον ανδριάντα του Γεώργιου Βιζυηνού στην αρχή του δρόμου που οδηγεί στις 40 Εκκλησιές.
«Και από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου»: Κάθε φορά που με μαγκώνει το φανάρι της Ευαγγελίστριας (τσιγαροφάναρο, κρατάει πολύ, άνετα κάνεις ένα), κοιτάζω το άγαλμα του Γεώργιου Βιζυηνού, άγρυπνου φρουρού του περάσματος για 40 Εκκλησιές, και ανατρέχω στην παράφορη αγάπη που τον κυρίευσε για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη. Ήταν ένας έρωτας μονόπλευρος και μάταιος, που τον έστειλε στο Δρομοκαΐτειο, αίσθημα που τον έκανε να πλάθει παράφορα όνειρα γάμου, καίτοι η διαφορά ηλικίας μεταξύ του ποιητή και της μικρής πιανίστριας ήταν τεράστια.
Και στα χρόνια της Αθήνας, όταν ο δρόμος με έβγαζε στη γωνία Δημοκρίτου με Σόλωνος, στο σπίτι που έμενε η εννιάχρονη Μπετίνα (εκεί έπιασε κάμαρα ο Βιζυηνός, μένοντας με την οικογένειά της), πάλι αυτόν τον δαίμονα-έρωτα σκεφτόμουνα. «Ήταν στην όψη ωχρός, είχε μια φυσιογνωμίαν αγριωπά αλλοιωμένην, στα μαύρα μάτια του σαν κόσμος ξωτικός να σπιθοβολούσε και να ζητή να τον αφήσουν μόνον να πάγη στην παρθένα ερωμένη του και να στιχουργή πρόχειρους στίχους, να ζητή άνθη, πολλά άνθη να ράνει, να στεφανώσει τους γάμους του», γράφει ο Νικόλαος Βασιλειάδης στο Εγκώμιον Γ. Βιζυηνού.
Έξι μήνες μετά τον θάνατο του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο και τέσσερις μόλις μέρες μετά τον γάμο της με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, η Μπετίνα Φραβασίλη πέθανε από σακχαρώδη διαβήτη, την ώρα που έπαιζε στο πιάνο τη λυπητερή σονάτα Marche Funebre του Σοπέν. Ήταν είκοσι έξι χρονών και ακόμα και σε κατάσταση προχωρημένης ασθένειας η ομορφιά της μάγευε απαράλλαχτη με τα λίγα χρόνια πριν, όταν την απαθανάτισε σε ελαιογραφία ο Νικηφόρος Λύτρας. «Τα μάτια σου τα μαύρα, φως μου, όποιος τα ιδή, τόσες γλυκάδες και φωτιές γεμάτα, αν είναι και το γνωστικότερο παιδί, θε να βγη από την ίσια του την στράτα».
Ανάβει το πράσινο, στρίβω από Ευαγγελίστρια αριστερά για Ολυμπιάδος και Άνω Πόλη και αφήνω τον έρμο τον Βιζυηνό να υποδέχεται το λεωφορείο 15 (Σαράντα Εκκλησιές - Ιστορικό Κέντρο) με εκείνο το συγκινητικό που είναι λαξεμένο στη βάση του ανδριάντα του: «Έτσι ανθούν και χλωμιάζουν στην ξένη την γη, τα φτωχά της καρδιάς μου λουλούδια, και μονάχα αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά τα πικρά μου τραγούδια».