Πολεις

Από το καφενείο του Κιοσσέ, στο ουζερί Τσινάρι και στον θρύλο της Μαύρης Πέτρας

Ιστορίες με άρωμα ούζου και καφέ

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το καφενείο του Κιοσσέ, το ουζερί Τσινάρι και ο θρύλος της Μαύρης Πέτρας στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης.

Η δοξασία λέει πως κάθε δεκαπέντε μέρες, στην οδό Μαύρης Πέτρας στην Άνω Πόλη, μόλις χτυπούν μεσάνυχτα, ανοίγει μια πύλη που είτε τη διαβείς επί τούτου ή κατά λάθος, χαιρέτα μας τον πλάτανο. Κανονικά. Γιατί ο θρύλος της Μαύρης Πέτρας λέει πως θα εγκλωβιστείς στη δίνη ενός ύπουλου χωροχρόνου που θα σε ρουφήξει αμετάκλητα, ποτέ δεν θα γυρίσεις πίσω.

Η δοξασία χρωστά τη γέννησή της σε ένα διήγημα του Παντελή Γιαννουλάκη, ερευνητή και συγγραφέα, μανούλα στο να σκαρώνει ιστορίες, λογοτεχνίες και δοκίμια που το παράδοξο, το μεταφυσικό, τα χρονομυστήρια και τα πήγαινε έλα σε κρυφούς κόσμους και αόρατα Μάτριξ είναι το φόρτε του. Από τη διαγαλαξιακή συμπαντολογία του Γιαννουλάκη πηγάζει ο αστικός θρύλος που θέλει την οδό Μαύρης Πέτρας να κρύβει εντός της μιαν αόρατη Πορτάρα που βγάζει στο μεγάλο πουθενά. Σε αντίθεση με τον καλοκάγαθο πλάτανο που τον χαιρετώ άφοβα κάθε πρωί στη διασταύρωση των οδών Κλειούς και Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου.

Η γωνία είναι πενταδιάσημη και τρισφωτογραφημένη, αφού εδώ βρίσκεται το ομώνυμο πανδιάσημο ινσταγκραμικά ουζερί Τσινάρι. Στο Τσινάρι, και το ουζερί αλλά και τη γειτονιά συνολικά, τα ιστορικά βάθη του θεσσαλονικιώτικου χωροχρόνου του χθες τέμνονται, συγκοινωνούν και συμβιώνουν αρμονικά, χωρίς να κρύβουν κινδύνους, με τις πολυποίκιλες συγκινήσεις του τώρα.

Δρόμος της παλαιάς Θεσσαλονίκης με φόντο την Άνω Πόλη, σε καρτ-ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα. / thessaloniki.gr

Λίγη λιθόστρωτη τοπιογραφία ακόμα για το Τσινάρι, που σημαίνει πλάτανος (Τσινάρ), καθότι επί οθωμανικών χρόνων τα πλατάνια αφθονούσαν εδώ που κατοικούσαν μουσουλμάνοι και ντονμέδες (εξισλαμισθέντες Εβραίοι). Η γειτονιά έμεινε ανέπαφη στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το εποίκισαν πολλά χρόνια μετά, το 1923, ίδια εποχή δηλαδή που ο διάσημος Κιοσσές με την ανταλλαγή των πληθυσμών επέστρεψε στην Τουρκία. Ποιος ήταν ο Κιοσσές που το 1885 άνοιξε το ξακουστό καφενείο του, με ναργιλέδες, λουκούμια, τσάγια και ηδύποτα σπέσιαλ; Λίγα πράγματα ξέρουμε για τον Τούρκο ιδιοκτήτη που έδωσε τη θέση του σε έναν Σμυρνιό, ασχέτως εάν το καφενείο του απαθανατίστηκε πάμπολλες φορές από τους περιηγητές της εποχής, όπως και από τους στρατιώτες της πολυεθνικής δύναμης του Α’ Παγκόσμιου που μαγεμένοι φωτογράφιζαν το οριεντάλ της Άνω Πόλης. Ο Σμυρνιός, όταν ανέλαβε τα ηνία, σέρβιρε ούζο, σε αντίθεση με τον Κιοσσέ που τηρούσε κατά γράμμα τον νόμο (το αλκοόλ για τους Μωαμεθανούς είναι απαγορευμένο), και φυσικά σμυρνέικα σουτζουκάκια σπέσιαλ, χωρίς να αλλάξει το ύφος του τουρκοκαφενέ. Η ξυλόσομπα στο κέντρο, το γωνιακό μπαλκονάκι με την ακακία, τα κεραμίδια, τα καΐτια στα τζάμια και το πλακοστρωμένο πάτωμα, παραμένουν ανέπαφα ως και σήμερα στο ουζερί Τσινάρι.

Μπορεί από τον Σμυρνιό και μετά το μέρος, σκυταλοδρομικά ανά τα χρόνια, να πέρασε σε άλλους ιδιοκτήτες, όμως όλοι σεβάστηκαν την ιστορία. Για αυτό διατείνομαι ότι, σε αντίθεση με την οδό της Μαύρης Πέτρας και τον θρύλο της χωροχρονικής δίνης που ρουφά τον διαβάτη, στο Τσινάρι η περιδίνηση συμβαίνει φιλειρηνικά. Οι περασμένοι αιώνες τσουγκρίζουν ποτήρι με το τώρα, το παρελθόν αυξάνεται και το μέλλον επωάζεται χωρίς κανένας μας να κινδυνεύει με απαγωγή από Μαύρη Τρύπα.