Πολεις

Νά για ποιον λόγο δεν θέλω να ξεχωρίζω

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Το να αποστρέφεται κανείς την ατομικότητα είναι ανάλογο του να αποστρέφεται τα δέντρα, ή τα βράχια. Ή τον αέρα των τεσσάρων Μποφόρ. Δεν μπορείς να το κάνεις, κανείς δεν θέλει να είναι ένα ακόμη τούβλο στον τοίχο. Και η αλήθεια είναι πως ο κόσμος (ο κανονικός, ο νορμάλ, όχι οι μουλάδες, οι κουλάκοι και κάτι άλλοι τέτοιοι) αγαπά την ατομικότητα, και η επιθυμία να ξεχωρίζεις, να φαίνεσαι, να διαφέρεις, είναι όμορφη και κοινή, σχεδόν καθολική.

Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τα χιλιάδες σχετικά βιβλία αυτοβοήθειας το ξέρουν αυτό, εξ ου και το μήνυμα που εκπέμπουν είναι σαφές: Ξεχωρίστε, γίνετε μοναδικοί, χαράξτε το δικό σας μονοπάτι. Όμως φωλιάζει μια μεγάλη, πλουμιστή ειρωνεία εδώ πέρα: ένα σπάνιο πουλί. Το να θέλεις να είσαι ξεχωριστός είναι, στην πραγματικότητα, μια από τις πιο κοινές φιλοδοξίες όλων των ανθρώπων. Θέλω να πω, στην προσπάθειά μας να είμαστε «εξαιρετικοί», «διακριτοί», τυχαίνει να παραβλέπουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ίδια η επιθυμία να ξεχωρίζουμε είναι που μας κάνει τόσο συνηθισμένους. Σχεδόν βαρετούς. Μία από τα ίδια.

Το να θέλεις —ξαναλέμε— να ξεχωρίζεις από το πλήθος είναι, από μόνο του, καλό. Είναι σπουδαίο. Το φωνάζουμε άλλωστε από πάντα: Τι κάνουν/λένε/αγαπούν/διαβάζουν/βλέπουν κ.τ.π. οι άλλοι; Αυτό. Ε, εσύ κάνε το αντίθετο. Υπάρχει λόγος, και ο λόγος είναι πως οι πολλοί έχουν την τάση να κάνουν/λένε/αγαπούν/διαβάζουν/βλέπουν κ.τ.π. αγεληδόν. Πράγμα no-no. Οπότε, ναι: η ανάγκη να ξεχωρίζεις δεν είναι εγγενώς αρνητική: μας βοηθά να αναπτυχθούμε, να ανακαλύψουμε την καλύτερη (ή έστω: μιαν άλλη) εκδοχή του εαυτού μας, και να στραφούμε προς τα (δικά μας) άστρα. Όμως —νά το το όμως— υπάρχει ένα παράδοξο εδώ: όσο περισσότερο κυνηγάμε τη μοναδικότητα, τόσο περισσότερο μπλέκουμε στον αχανή ωκεανό των άλλων που κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Κι αυτοί είναι πολλοί. Μάζα. Λεγεών.

Σοβαρά τώρα: ξέρετε κανέναν που να θέλει να είναι «όπως οι άλλοι»; Όχι, κανέναν. Οι πάντες λαχταράνε να είναι διαφορετικοί, με αυτό ή εκείνο το αληθινό ή ψεύτικο ταλέντο. Με τη διαφορά πως, όταν οι πάντες έχουν τον ίδιο στόχο —να ξεχωρίσουν—, η «επιδίωξη της μοναδικότητας» γίνεται μια κοινή εμπειρία. Γίνεται κέτσαπ.

Ή, για να το πούμε αλλιώς: το να θέλεις να είσαι ξεχωριστός είναι σχεδόν παρακμιακά συνηθισμένο.

Σαν τους γυρίνους, η «μοναδικότητα» έχει πολλά αδέλφια. Αγαπά τις ίδιες τάσεις, υποστηρίζει την ίδια αισθητική, ακολουθεί τους ίδιους λογαριασμούς στο TikTok, και φορά τα ίδια ρούχα. Για να μην πούμε ότι εξαντλεί τους φορείς της, τόσο κατά τη φάση της προσπάθειάς τους να ξεχωρίσουν, όσο και αργότερα, όταν συνειδητοποιούν πως ίσως δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά. Μάλιστα, ίσως να μην τα κατάφεραν ΚΑΘΟΛΟΥ. Ίσως να έγιναν ένα με το πλήθος, με τους πολλούς. Ίσως να μην ξεχωρίζουν καν έστω για τους λάθος λόγους.

Υποθέτω πως όλοι θέλουμε, λίγο-πολύ, να αισθανόμαστε πως ανήκουμε κάπου, αφενός, και να μας αναγνωρίζουν σ’ αυτή την κοινότητα, αφετέρου. Συγγνωστό και ανθρώπινο· νιώθεται. Κι αν το πρώτο κουβαλά μια κάποια ιερότητα στις τσέπες του —δεν είμαστε νησιά, αλίμονο—, το άλλο… δεν ξέρω. Ίσως και να συνιστά μείζονα παγίδα. Μια καραμπινάτη λούμπα. Πότε; Όταν δεν γίνεται από μόνο του, όταν πασχίζεις να το καταφέρεις, όταν κάνεις ακόμα μία «καταστροφή» στο τζιν σου με το ψαλίδι.

Μά τον καλό Θεό, δεν ξέρω καλύτερη και πιο φυσική ομορφιά από το να είσαι συνηθισμένος. Να κάνεις συνηθισμένα πράγματα. Να βρίσκεις χαρά και νόημα στην πιο συνηθισμένη καθημερινότητα. Πώς το λένε; Να μην επινοείς κάποιου είδους αυθεντικότητα, αλλά να τη βιώνεις.

It’s a peaceful life.

ΥΓ. Ο άλλος λόγος που δεν θέλω να ξεχωρίζω είναι επειδή είμαι εστέτ, τουτέστιν ψώνιο.

* * *

ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ, ΑΜΕΕΕ-ΡΙ-ΚΑΝΟΙ!

Όλες/-οι στην πορεία προς την Αμερικανική Πρεσβεία που διοργανώνουν από κοινού ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά, το Κίνημα Δημοκρατίας, το ΜεΡα25, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις του τόπου, για πρώτη φορά σε συνεργασία με το ΚΚΕ, αλλά και με την Πλεύση Ελευθερίας, τη Νίκη, την Ελληνική Λύση, τους Σπαρτιάτες και άλλες συλλογικότητες, ενάντια στην ιταμή «λύση» του Μεσανατολικού από τον ιμπεριαλιστή επιχειρηματία Τραμπ με τον εκτοπισμό δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων από τις πατρογονικές τους εστίες και τη μετατροπή της γης τους σε «Ριβιέρα».

  • Δε θα τους περάσει.
  • Να μη λείψει καμιά/-νείς!
  • Μοιραστείτε το κάλεσμα της καθ’ ημάς Αριστεράς!

* * *

ΟΙ ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΦΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ FLEECE

Έβλεπα μια ρεκλάμα στο Facebook (εμείς οι μιας κάποιας είμαστε ακόμα στο Facebook και χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «ρεκλάμα» κ.ά.π.) που πούλαγε μια κουβέρτα φλις και είχε blurbs από ευχαριστημένους πελάτες, του στιλ, «Είναι η καλύτερη αγορά της χρονιάς!!! Έχει βελτιωθεί πολύ ο ύπνος μου. Θα την πρότεινα με χαρά σε όλους» Μαρία Ε., «Μα, είναι υπέροχη. Δεν ήξερα ότι μια κουβέρτα θα μπορούσε να μου αλλάξει τη ζωή» Κώστας Β., «Με μια λέξη: είναι καταπληκτική κουβέρτα. Πάρτε την και θα με... δείτε στα όνειρά σας» Ανδρομάχη Ζ., κλπ. κλπ.

Δεν ξέρω ποιον πείθουν (εγώ πάντως παρήγγειλα καλού-κακού μία κουβερτούλα, φτηνή ήταν), αλλά μού θύμισαν —και πώς αλλιώς— τις «κριτικές» που σηκώνουν νέοι «συγγραφείς» για τα βιβλία τους, που είναι τελείως από την κοιλιά τους και είναι γραμμένες όλες με τον ίδιο τρόπο: «Το καλύτερο βιβλίο που διάβασα την τελευταία δεκαετία. Εκπληκτικό» Διονυσία Π., «Είσαι ο καλύτερος, είσαι μοναδικός, με συγκινείς πάντα» Ορέστης Α., «Συνέχισε έτσι, η χώρα μόνο να κερδίσει έτσι από συγγραφείς σαν κι εσένα» Ξένια Α.

Οκέι, έχει πλάκα.

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για τον πανικό, και το άγχος — γνωστά μας πράγματα δηλαδή… Την ευχαριστούμε πολύ! Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.

Ο πανικός και η δυσκολία να εμπιστευτείς τη ζωή

Η Α. και ο Ν. είχαν προγραμματίσει μια όμορφη βραδιά, αλλά όσο πλησίαζε η ώρα ο Ν. άρχισε να νιώθει ένα κύμα άγχους να τον κατακλύζει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα χέρια του ίδρωναν, και μια ανεξήγητη αίσθηση πανικού τον παρέλυε.

«Κι αν χάσω τον έλεγχο;»

Η Α., βλέποντάς τον ανήσυχο, προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αλλά ο Ν. είχε ήδη παραδοθεί στις σκέψεις του.

Ο φόβος να αφεθούμε: αυτός ο φόβος δεν είναι καθόλου σπάνιος. Οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να απολαύσουν τη ζωή δεν το κάνουν επειδή δεν θέλουν να την απολαύσουν, αλλά επειδή νιώθουν πως, έτσι και αφεθούν, κάτι κακό θα συμβεί. Ο δε πανικός δεν είναι απλώς μια σωματική αντίδραση· είναι μια ψυχική κραυγή, μια αντανάκλαση της βαθιάς μας ανάγκης για έλεγχο και της δυσκολίας μας να εμπιστευτούμε τη ροή της ζωής.

Αυτά τα συναισθήματα συχνά έχουν ρίζες στην παιδική μας ηλικία. Αν μεγαλώσαμε σε περιβάλλον όπου η αποδοχή ήταν υπό όρους —αν έπρεπε να ήμαστε πάντα «σωστοί» και «ήρεμοι» για να είμαστε αγαπητοί—, τότε η χαλάρωση και η αυθόρμητη απόλαυση μπορεί να μας φαίνονται σήμερα επικίνδυνες. Αν μάθαμε πως η αδυναμία και η ευαλωτότητα είναι κάτι κακό, τότε κάθε στιγμή ανεξέλεγκτης χαράς θα συνοδεύεται στο εξής από έναν υπόγειο φόβο καταστροφής.

Ο δρόμος για να ξεπεράσουμε αυτούς τους φόβους βρίσκεται στην αποδοχή:

  1. Ο φόβος δεν είναι εχθρός. Αντί να τον πολεμάμε, μπορούμε να του δώσουμε χώρο να υπάρχει, χωρίς να τον αφήσουμε να μας ελέγχει.
  2. Η πραγματική ασφάλεια έρχεται όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν χρειάζεται να αποδεικνύουμε διαρκώς την αξία μας.
  3. Η ζωή είναι απρόβλεπτη και χαοτική. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να την ελέγξουμε, τόσο περισσότερο χάνουμε τη χαρά της.

ΥΓ. Βούτα στη ζωή. Η πρώτη κρυάδα είναι δύσκολη· μετά συνηθίζεις.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Βανέσα Τσαν, «Η θύελλα που σπείραμε» (μετάφραση Αριάδνη Αδαμαντία Μοσχονά, Εκδόσεις Ψυχογιός)

Νά ένα μυθιστόρημα «που δεν το περιμένατε». Μαλαισία, πριν από 80 και από 90 χρόνια (τότε η χώρα λεγόταν Μαλάγια), βρετανική κατοχή και κατόπιν ιαπωνική κατοχή, και μια γυναίκα: μια νοικοκυρά που θα γίνει κατάσκοπος. Και τα παιδιά της. Και μια προδοσία. Και ένα συγκλονιστικό χρονικό. Ένα ιστορικό θρίλερ, ένα πολεμικό/αντιπολεμικό μυθιστόρημα, μια άγνωστη περιοχή με μια ακόμη πιο άγνωστη ιστορία, αλλά με τόσο οικείους χαρακτήρες και τόσο οικεία σε όλους τους ανθρώπους συναισθήματα: αγάπη, συμπόνια, ενοχή, πίκρα. Εξαιρετική πρόζα, δεν πιστεύεις στα μάτια σου πως πρόκειται για ντεμπούτο. Πολύ μεγάλο μπεστ-σέλερ φυσικά. Θα διαβαστεί πολύ και σε εμάς.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

«Μη σταματά

ς» του είπε. Έκλεισε τα μάτια της κι ανακάλεσε την οργή του άντρα που την είχε πετάξει στον ρυπαρό τοίχο και είχε σφίξει τα δάχτυλά του γύρω απ’ τον λαιμό της, προσπαθώντας να επαναφέρει τον πόθο στο κορμί της και να αφεθεί. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καθώς το σώμα της προσπαθούσε να φτάσει στην κορύφωση, σχεδόν — σχεδόν. Άνοιξε τα μάτια της ακριβώς πάνω στην ώρα για να δει τον κυματισμό του δικού του οργασμού να διατρέχει το κορμί του, ενώ την άλλη στιγμή ήταν σωριασμένος επάνω της, αδύναμος, εξαντλημένος. Παρ’ όλα αυτά, σκεφτόταν, δεν ήταν και τόσο κακό το σεξ, και υπήρχαν φορές, αν έφερνε το σώμα της σε μια συγκεκριμένη γωνία, που σχεδόν ένιωθε κάτι. Και υπήρχε μια κάποια άνεση σ’ αυτή τη μετριότητα, το μπαλόνι τρυπούσε, η ένταση απελευθερωνόταν. Το σεξ έγινε μέρος της ρουτίνας τους. Η Σέσιλι του έδινε ό,τι αναφορά είχε καταφέρει να βουτήξει απ’ τα έγγραφα του Γκόρντον, ή του μετέφερε όποια χρήσιμη πληροφορία είχε κρυφακούσει από τον Γκόρντον ή τους ανωτέρους του. Έπειτα εκείνη και ο Φουτζιγουάρα ξεντύνονταν βιαστικά, χωρίς πολλά πολλά, κι έπεφταν στο κρεβάτι. Αφού εκείνος τελείωνε, ριγώντας απαλά από πάνω της, οι δυο τους, καταπονημένοι και ιδρωμένοι, έμεναν έτσι γυμνοί και συζητούσαν τα νέα από την Ιαπωνία. Έτσι είχε μάθει εκείνη για το συνεχιζόμενο τέλμα στο οποίο βρισκόταν ο Αυτοκρατορικός Στρατός στην Κίνα, για την αστάθεια της συμμαχίας με τη Γερμανία, για τις τροποποιήσεις που είχαν κάνει οι Ιάπωνες στις στρατιωτικές στολές προκειμένου να μπορούν να κινούνται πιο γρήγορα και πιο αθόρυβα μέσα στη ζούγκλα. Αυτές ήταν οι αγαπημένες στιγμές της Σέσιλι, κατά τις συναντήσεις τους. Να έχει το μάγουλό της πάνω στο στέρνο του Φουτζιγουάρα, να μυρίζει τον ανάμεικτο με μέντα ιδρώτα που αναδυόταν απ’ το κορμί του, να ακούει την ανάσα του, τα λόγια που της ψιθύριζε πάνω απ’ το κεφάλι της, την ήρεμη οικειότητα που απέπνεε όλο αυτό. Την αίσθηση πως ίσως, εντέλει, ήταν ισότιμοι.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Μαλάγια, υπό ιαπωνική Κατοχή, 1945. Η οικογένεια της Σέσιλι Αλκάνταρα διατρέχει τρομερό κίνδυνο: ο δεκαπεντάχρονος γιος της, Έιμπελ, έχει εξαφανιστεί, και η μικρή της κόρη, Τζάσμιν, πρέπει να κρύβεται στο υπόγειο, προκειμένου να μην καταλήξει σε κάποιον από τους λεγόμενους «σταθμούς ανακούφισης». Η μεγάλη της κόρη, Τζούτζουμπ, που δουλεύει σ’ ένα τεϊοποτείο όπου συχνάζουν μεθυσμένοι Ιάπωνες στρατιώτες, νιώθει όλο και πιο οργισμένη. Η Σέσιλι γνωρίζει δύο πράγματα: πως για όλα αυτά ευθύνεται η ίδια. Και πως η οικογένειά της δεν πρέπει να μάθει ποτέ την αλήθεια. Μία δεκαετία νωρίτερα, η Σέσιλι ήθελε απεγνωσμένα να γίνει κάτι παραπάνω, να μην είναι απλώς η σύζυγος ενός χαμηλόβαθμου υπαλλήλου της βρετανικής διοίκησης της Μαλάγιας. Μια τυχαία συνάντηση με τον χαρισματικό στρατηγό Φουτζιγουάρα την οδηγεί στην κατασκοπεία, στο κυνήγι του ονείρου για μια «Ασία για τους Ασιάτες». Αντί γι’ αυτό, όμως, η Σέσιλι συνέβαλε στην επιβολή μιας ακόμα πιο βάναυσης κατοχής της χώρας της, από τους Ιάπωνες. Τώρα, καθώς ο πόλεμος φτάνει στο απόγειό του, έρχεται η ώρα να πληρώσει το τίμημα των πράξεών της: η οικογένειά της βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής – κι εκείνη θα κάνει τα πάντα για να τη σώσει. Καλύπτοντας χρόνια οδύνης και θριάμβου, το μυθιστόρημα αυτό, που ξεδιπλώνεται μέσα από την οπτική τεσσάρων αλησμόνητων ηρώων, είναι ένα οικογενειακό έπος για τη φρίκη του πολέμου, για τη σχέση ανάμεσα στους κατοίκους των αποικιών και τους καταπιεστές τους, και για το πόσο δύσκολο είναι να διακρίνεις το σωστό από το λάθος, όταν διακυβεύεται η ίδια σου η επιβίωση.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό της συγγραφέως:

Η Βανέσα Τσαν μεγάλωσε στη Μαλαισία και τώρα ζει ως επί το πλείστον στο Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Η θύελλα που σπείραμε» έγινε μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Εκδότες απ’ όλο τον κόσμο διεκδίκησαν τα δικαιώματα για την έκδοσή του, και ήδη έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Vogue και Esquire, μεταξύ άλλων.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.