Πολεις

Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 19.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Χρειαζόμουν απλώς μια αφορμή για να ανασυνταχτώ. Και τη βρήκα στο βλέμμα που είχαν μόνιμα πια τα σκυλάκια μας, αυτή τη μελαγχολική κατάφαση. Συμφωνούσαν με όσα έκανα, κι ας μην τους άρεσαν. Συναινούσαν με βαριά καρδιά. Ήταν έτσι φτιαγμένα, δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Δεν άντεχαν εκεί μέσα, σε ένα σπίτι που έμοιαζε λεηλατημένο, και με τον άνθρωπό τους να μην τα φροντίζει καθόλου, να μην τους μιλά, να έχει τα πάντα ανακατεμένα και τον χώρο όπου ένιωθαν ασφάλεια ίδιο με ναρκοπέδιο. Δεν τους άξιζε να ζουν έτσι. Αλλά δεν θα το έλεγαν ποτέ. Θα προσποιούνταν πως όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν.

Κατά τις δώδεκα, κι αφού πέρασα ένα ανυπόφορο πρωινό μαζεμένος πάνω στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα σαν ετοιμοθάνατος, αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Σηκώθηκα με κόπο, έκανα μερικές διατάσεις ακούγοντας τις κλειδώσεις μου να τρίζουν και νιώθοντας πόνους σε όλους μου τους μυς, περπάτησα ώς την κουζίνα, έριξα στο στομάχι μου δύο μπάρες δημητριακών μαζί με ένα μισόλιτρο παγωμένο κατσικίσιο γάλα, και —ναι— αισθάνθηκα κάπως καλύτερα. Πήγα στο μπάνιο, έβγαλα από το ντουλάπι τη λεκάνη με τα καθαριστικά, και, παίρνοντάς το απόφαση, ανασκουμπώθηκα. Πέρασα τις επόμενες τρεις ώρες, ώς το μεσημέρι της Παρασκευής, καθαρίζοντας το σπίτι και τακτοποιώντας τις προμήθειές μας με ορθολογικό τρόπο. Όταν τελείωσα, ένιωσα σχεδόν ξεκούραστος, απολύτως ικανοποιημένος και, με έναν τρόπο, ξαλαφρωμένος και χαρούμενος. Ήταν τόσο απλό, τελικά. Πλύθηκα κι εγώ, άφησα το καυτό νερό να με εξαγνίσει, φόρεσα άνετα δροσερά ρούχα και έκανα μαζί με τα τρία σκυλάκια μας μία μεγάλη βόλτα, παρά τον ήλιο που θέριζε έξω. Εξαντλήθηκαν και εκείνα κι εγώ, αλλά όταν επιστρέψαμε στην παγωνιά του σπιτιού ήμασταν ανανεωμένοι και, θα έλεγες, σαν να ξεκινάγαμε κάτι από την αρχή. Πράγμα που ίσχυε, αν το καλοσκεφτόσουν. Ήταν περίεργο, ναι. Και ήταν όμορφο.

Φυσικά είχα αποφύγει το στενό —ποτέ ξανά δεν θα το πλησίαζα αν είχα δεμένα τα χέρια μου με λουριά και οδηγούς σκύλων—, όμως ένιωθα τη βουβή παρουσία του σαν έναν διαρκή βόμβο στην ατμόσφαιρα. Προς στιγμήν, σκέφτηκα πως ακόμα και για τα σημεία που έμοιαζαν να θολώνουν μπροστά μου όταν μισόκλεινα τα μάτια ευθυνόταν φυσικά εκείνο, και όχι η ζέστη ή η κουρασμένη όρασή μου. Όμως την ίδια στιγμή που το έλεγα από μέσα μου ήξερα πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια γελοία αντίδραση του μυαλού μου. Το εγκαταλειμμένο σπίτι, ό,τι κι αν ήταν, δεν μπορούσε βέβαια να αλλάξει τους νόμους της φυσικής. Αυτά ήταν πράγματα που είχα καταντήσει να φαντάζομαι εγώ· δεν ίσχυαν στην πραγματικότητα. Κι αν μπορούσε να τους αλλάξει… οκέι, δεν υπήρχε κάτι που να περνάει από τα χέρια μου τότε. Ούτε που με ένοιαζε. Ας αναλάμβαναν άλλοι. Ας αναλάμβανε ο στρατός, ή οι ιερείς. Ή όποιος ήθελε.

Άλλαξα το νερό και στα τρία μεγάλα μπολ του σπιτιού βάζοντας και παγάκια μέσα, ρύθμισα το κλιματιστικό σε μία καλή θερμοκρασία, συγύρισα λίγο ακόμη το σαλόνι όπου ήξερα πως θα κάτσουν όσο θα έλειπα περιμένοντάς με υπομονετικά και αγχωμένα να γυρίσω, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, τους έβαλα μια σιγανή τζαζ να ακούνε, χαμήλωσα τα παντζούρια, άνοιξα το φωτάκι πάνω από τον νεροχύτη και ένα φωτιστικό δαπέδου, είπα δυο κουβέντες στη γάτα μας που εμφανίστηκε σχεδόν μέσα από τον αέρα για να επιθεωρήσει τις αλλαγές στο σπίτι με το λοξό, γαλανό βλέμμα της, έπλυνα καλά το πρόσωπό μου, σκούπισα το στήθος και τους ώμους μου με την πετσέτα, άλλαξα πάλι μπλούζα, φόρεσα ένα χακί στρατιωτικό παντελόνι για να θυμίσω στον εαυτό μου πως ήμουν σε πόλεμο και ένα ζευγάρι μποτάκια, χτύπησα πολλές φορές την τσέπη μου για να δω αν είχα πάρει πράγματι μαζί μου τα κλειδιά, και βγήκα έξω κουβαλώντας δύο μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα και σπρώχνοντάς τη δύο και τρεις φορές με όλη μου τη δύναμη για να σιγουρευτώ ότι έκλεισε. Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας, χωρίς να λαχανιάσω. Είναι εκατόν έξι σκαλοπάτια μέχρι το ισόγειο. Τα μετρώ συχνά. Είναι κάτι που συνηθίζω. Μια φάση που περνάω.

Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν βγήκα από τα στενά όρια της γειτονιάς μου ήταν να αγοράσω ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου από ένα κατάστημα οπτικών που ανήκε σε μια μεγάλη αλυσίδα. Ήταν τα πρώτα μου εδώ κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια, και αισθάνθηκα σαν να φορούσα πανοπλία όπως τα πρόβαρα στον στρογγυλό καθρέφτη αριστερά από το ταμείο. Χαμογέλασα στην πωλήτρια, αλλά εκείνη πήρε κάπως βιαστικά το βλέμμα της από πάνω μου. Δεν ξέρω γιατί. Σαν να είδε κάτι που δεν της άρεσε σε εκείνο το χαμόγελο. Από ένα μαγαζί με φτηνά αξεσουάρ αγόρασα και ένα καινούργιο τζόκεϊ —το παλιό μου το πέταξα στον κάδο μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια—, με ένα σχέδιο που δεν θα το επέλεγα υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά αυτές δεν ήταν κανονικές συνθήκες, σωστά; Είχαμε πόλεμο. Το καινούργιο μου καπέλο ήταν τρόπον τινά κομμάτι της μεταμφίεσής μου, ή της στολής μου. Το έπιασα από το μπορ, το έστριψα δεξιά και αριστερά, βγήκα έξω ευχαριστημένος από την αγορά μου και συνέχισα τον δρόμο μου.

Μου άρεσε που περπατούσα στην πόλη, ανάμεσα από όλους εκείνους τους τουρίστες με τα σακίδια και τα κόκκινα μάγουλα που έψαχναν σκιά —κι ας είχε πάει απόγευμα πια: τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει και πολύ από το μεσημέρι— και κοιτούσαν εδώ κι εκεί ψάχνοντας για αξιοθέατα. Δεν υπήρχαν αξιοθέατα, ήθελα να τους πω, όχι εδώ τουλάχιστον. Μπείτε σε έναν κλιματιζόμενο χώρο και μείνετε εκεί, θα είναι καλύτερα για όλους. Πιείτε κάτι. Χαζέψτε στο κινητό σας και ξεχάστε τα υπόλοιπα, δεν αξίζει. Το βράδυ, που θα είναι όλα διαφορετικά, δεν θ’ αργήσει. Αλλά δεν τους το είπα. Και, ξαναλέω, χαιρόμουν που ήταν εκεί. Και που ήμουν κι εγώ εκεί. Χαιρόμουν που περπατούσαμε στο ίδιο πεζοδρόμιο. Σχεδόν έμοιαζα με έναν από όλους τους. Μάλιστα, μου ήρθε η ιδέα να αγοράσω κι εγώ ένα μπάκπακ, για να ολοκληρώσω τη μεταμφίεσή μου. Χάρηκα τρομερά με τη σκέψη, όπως και με την ευκολία που ξόδευα χρήματα για να οργανώσω την επιθετική μου άμυνα. Άφησα στη θέση τους όλα τα χαρτιά που φούσκωναν το καινούργιο μου σακίδιο για να εξακολουθούν να του δίνουν όγκο, προσάρμοσα τα λουριά στους ώμους μου, το έδεσα και στο στήθος για μεγαλύτερη σταθερότητα, και συνέχισα να περπατώ στον μεγάλο εμπορικό δρόμο με κατεύθυνση προς τα δυτικά και το λιμάνι. Ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι ήθελα, και να παριστάνω όποιον ήθελα να παριστάνω. Και είχα όλη τη μέρα μπροστά μου. Έστω, όσην απέμενε.

Αν είχα και κάποιο σχέδιο μαζί με όλα αυτά; Όχι κάτι συγκεκριμένο, φοβάμαι. Θα αυτοσχεδίαζα στην πορεία. Όμως ήξερα καλά ένα πράγμα: δεν θα άφηνα να ξοδευτεί και άλλη μέρα όπως η προηγούμενη. Όχι. Θα περνούσα στην αντεπίθεση. Ήταν καιρός πια, και το ήξερα. Ο χρόνος μου τελείωνε.

Η πλάτη μου ανατρίχιασε στη σκέψη. «Ο χρόνος μου τελείωνε». Κοίταξα ολόγυρα, πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά, καχύποπτα. Ο χρόνος μου; Ή ο χρόνος γενικά; Οι άνθρωποι, ξένοι και ντόπιοι, μικροί και μεγάλοι, περνούσαν δεξιά και αριστερά μου, και προς τις δύο κατευθύνσεις, και κάποιοι σχεδόν με άγγιζαν. Δεν είχαν ιδέα για όσα συνέβαιναν. Συνέχιζαν να κάνουν τις μικρές, καθημερινές δουλειές τους, να τους απασχολούν τα ίδια και τα ίδια μικροπράγματα, να κολυμπούν μέσα σε ένα πέλαγος αμεριμνησίας, ενώ κάπου δίπλα τους, σ’ αυτή την ευρύτερη περιοχή, σ’ αυτή την πόλη, κάποιοι είχαν αποφασίσει να στήσουν ένα στρατηγείο τρόμου. Δεν ήξερα σε τι ακριβώς αποσκοπούσαν, αλλά δεν ήταν κάτι που έπρεπε να πάρει κανείς αψήφιστα. Όλα ήταν αληθινά, και όλα επιτρέπονταν σ’ αυτό το παιχνίδι. Όλα ήταν αληθινά — και όλα επιτρέπονταν.

Διάλεξα ένα μπαρ, το πρώτο που μου φάνηκε κάπως τού γούστου μου, όταν έφτασα πια μετά από μισή ώρα περπάτημα στην περιοχή που ήταν γεμάτη μαγαζιά για φαγητό και ποτό, έκατσα σε ένα από τα τραπεζάκια που είχε απλωμένα στο πεζοδρόμιο, και είπα στο κορίτσι που ήρθε να μου πάρει την παραγγελία μία μπίρα. Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, ψέλλισα δυο κουβέντες σε σπαστά αγγλικά. Νομίζω ότι το κόλπο έπιασε. Ήπια την μπίρα μου με μια μεγάλη, διψασμένη γουλιά, και παράγγειλα με ένα νεύμα ακόμη μία. Μέχρι να έρθει, απασχολήθηκα με τα φιστίκια που μου είχε αφήσει σε ένα μπολάκι. Ήταν μπαγιάτικα, και καναδυό από δαύτα πολύ πικρά, αλλά δεν μ’ ένοιαξε. Τα έφαγα όλα. Και ήπια στα γρήγορα και τη δεύτερη μπίρα. Κοίταξα γύρω μου για να θυμηθώ αν είχα φέρει κανένα βιβλίο μαζί μου, ή το τάμπλετ μου. Δεν είχα τίποτε από τα δύο. Άνοιξα το καινούργιο μου σακίδιο και έκανα ότι ψάχνω. Και πάλι δεν βρήκα κάτι. Έπνιξα ένα γελάκι. Είχα αρχίσει να μεθάω. Όμως ήθελα κάτι να διαβάσω. Ακριβώς απέναντι ήταν ένα από αυτά τα σχετικώς καινούργια καταστήματα ψιλικών, που συνήθως έχουν τα πάντα εκτός από Τύπο ή βιβλία. Δεν θυμόμουν να έχω μπει σε κανένα τους, ποτέ. Το πολύ μία ή δύο φορές. Ίσως πάντως να περνούσα τον δρόμο πιο μετά για να δω αν είχαν κάτι. Αλλά όχι τώρα. Σκέφτηκα να πάρω μια τρίτη μπίρα, και μάλιστα ξεκίνησα να κάνω ένα νόημα στην κοπέλα, αλλά το μετάνιωσα και προσποιήθηκα πως ίσιωνα το καπέλο μου. Δεν ήθελα να νομίζουν πως είχα τόση ανάγκη το αλκοόλ. Δεν το είχα, άλλωστε. Για να γλιτώσω την αμηχανία μου, σηκώθηκα απότομα και πέρασα τον δρόμο, αφήνοντας όμως επιδεικτικά το μπάκπακ μου στο τραπέζι, για να μη νομίσουν ότι δεν θα πλήρωνα τις μπίρες μου. Ευτυχώς, δεν μου φώναξε κανείς. Στο συγκεκριμένο μοντέρνο ψιλικατζίδικο υπήρχαν τελικά και εφημερίδες, και περιοδικά, και κάποια φτηνά βιβλία. Ωραία. Διάλεξα ένα βιβλίο τσέπης που απεικόνιζε ένα κακόμοιρο πλάσμα σαν ζόμπι στο εξώφυλλό του. Πέρασα ξανά τον δρόμο, γύρισα στο τραπέζι μου, και έκανα νόημα για μία ακόμη μπίρα. Όταν ήρθε η σερβιτόρα, έκρυψα το βιβλίο μου για να μη δει ότι ήταν ελληνικό, βρίζοντας από μέσα μου που παρίστανα χωρίς αιτία και αφορμή τον ξένο. Ενοχλημένος, έκανα νόημα να πληρώσω. Άραγε θα φαινόταν το όνομά μου στην απόδειξη; Δεν είχα ιδέα. Μέχρι να μου φέρουν το POS, έχωσα το βιβλίο στον σάκο μου και ήπια με δυο γουλιές την μπίρα. Το κεφάλι μου άρχισε κιόλας να γυρίζει.

Προχώρησα κάπου πενήντα μέτρα και χώθηκα σε ένα άλλο μπαρ, πιο σκοτεινό από το πρώτο, και χωρίς τραπεζάκια έξω. Το προτιμούσα αυτό. Και επιτέλους δεν χρειαζόταν να προσποιούμαι. Βλέποντας πως ήμουν μόνο εγώ και ο μπάρμαν στο μαγαζί, έκατσα σε ένα σκαμπό στην μπάρα, παρήγγειλα ένα ουίσκι και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου, παρά την ενοχλητική μουσική. Μετά από μερικές σελίδες, παρήγγειλα ακόμη ένα. Δεν καταλάβαινα πια τι διάβαζα, ή αν μου άρεσε αυτό που διάβαζα. Μάλλον όχι. Κάποια στιγμή ένιωσα να με πιέζει η κύστη μου και έψαξα για την τουαλέτα. Πήγα, και όταν τελείωσα έπλυνα τα χέρια μου και το πρόσωπό μου, ξανά και ξανά. Ήμουν καλά; αναρωτήθηκα. Ναι, ήμουν καλά. Θα άντεχα; Ναι, θα άντεχα. Ωραία. Λοιπόν. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε πάει οχτώ και είκοσι. Ήταν μέρα ακόμη. Είχα ένα δίωρο μπροστά μου, όπως υπολόγιζα. Α, Θεέ μου, γιατί να ήταν τόσο νωρίς ακόμη; Χρειαζόμουν το σκοτάδι!… Με έπιασε ένα νευρικό γέλιο και, γελώντας ακόμη, γύρισα στη θέση μου, στο σκαμπό. Σκαρφάλωσα με τη δεύτερη προσπάθεια επάνω του, και κρατήθηκα καλά από το ξύλο για να μη βρεθώ στο πάτωμα. Όλα καλά. Όλα καλά. Έκανα ένα νόημα στον μπάρμαν, δείχνοντάς του το ποτήρι μου. Μου ένευσε κι εκείνος, κάτω από το μούσι του. Είχε μια πολύ μακριά και πυκνή γενειάδα, όχι σαν χίπστερ αλλά σαν πειρατής ή κάτι τέτοιο. Σαν ληστής. Μια πολύ περίεργη, αγριωπή γενειάδα. «Κερασμένο», μου είπε γεμίζοντας από το μπουκάλι το ποτήρι μου ώς τη μέση, και το εκτίμησα. Μάλιστα, με ξάφνιασε. Το ήπια κι αυτό λίγο-λίγο, νιώθοντας όλο το μαγαζί να στριφογυρίζει πίσω από την πλάτη μου, σαν να ήμουν σε λούνα-παρκ. Σε ένα από εκείνα τα μεγάλα παιχνίδια. Έκλεισα τα μάτια. Και κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω. Δεν θα άντεχα περισσότερο.

Πλήρωσα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Κρατούσα το βιβλίο μου στο χέρι, είχα δεμένο το μπάκπακ μου στην πλάτη, και βάδιζα λουσμένος στον ιδρώτα, μόνος εγώ σε εκείνη την κατεύθυνση — όλοι οι υπόλοιποι πήγαιναν προς την περιοχή με τα μαγαζιά. Έτρεχα ανάστροφα στο ρεύμα. Θα ήταν σχεδόν αστείο, αν δεν ήταν και τρομερά μελαγχολικό. Όταν έφτασα στη γειτονιά μου, είχε μόλις πάει εννιά η ώρα. Ακριβώς στις εννέα και πέντε, ήμουν απέναντι από το στοιχειωμένο σπίτι. Μόνος εγώ, ενάντια σε όλη εκείνη τη βρομιά, όλον εκείνο τον ζόφο που είχε μαζευτεί πίσω από τους άθλιους τοίχους του. Η ειρωνική επιγραφή, εκείνο το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ, πετάριζε όπως ήταν κρεμασμένη στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου, από ένα αεράκι που φυσούσε από τη μεριά της θάλασσας. Ή ίσως επειδή τα πάντα κουνιόνταν μπροστά μου. Και μέσα μου. Και ολόγυρα. Ήθελα να βγάλω από μέσα μου όλο εκείνο το αλκοόλ και να επιτεθώ στις δυνάμεις του κακού με όλες μου τις δυνάμεις. Αλλά το μόνο που έκανα, το μόνο που ήμουν σε θέση να κάνω, ήταν να χασκογελάσω. Βλαστήμησα περιφρονητικά μέσα από τα δόντια μου. Δεν με φόβιζαν πια, όποιοι κι αν ήταν. Τους είχα νικήσει για την ώρα. Έκανα δυο βήματα προς την κλειστή πόρτα, που μέχρι λίγες ημέρες πριν ήταν κλειστή με μια μεγάλη αλυσίδα. Έβρισα πάλι και πέταξα καταπάνω της το μυθιστόρημα που είχα αγοράσει και είχα ξεκινήσει να διαβάζω. Δεν είχα κανένα άλλο όπλο μαζί μου. Το βιβλίο χτύπησε στο ξύλο, και έπεσε ανοιχτό στο πεζοδρόμιο, με σπασμένη τη ράχη. Έφτυσα προς το μέρος του σπιτιού, και έφυγα.

Μόλις έστριψα στη γωνία του δρόμου μου, έσφιξα τα δόντια, βλαστήμησα μία ακόμη φορά και έκανα απότομα μεταβολή. Δεν θα τους άφηνα το βιβλίο μου. Όχι, διάολε. Γύρισα να το πάρω, φουριόζος.

Αλλά το βιβλίο είχε κάνει φτερά.

* * *

Έβγαλα τα σκυλάκια μας βόλτα στο σιντριβάνι, και τα τρία μαζί. Ήξεραν πως δεν ήμουν καλά, και με κοιτούσαν με συμπόνια. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα, ξαπλώσαμε όλοι μαζί στο πάτωμα, και κοιμηθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο, βαριανασαίνοντας.

Και τώρα είμαι εδώ, Σάββατο πρωί, χαράματα, στο μπαλκόνι, και κοιτάζω απέναντι, με έναν καφέ που κρύωσε κιόλας στο χέρι. Μου έχουν κλέψει τα πάντα. Και δεν μου έχει απομείνει τίποτα. Μόνο αυτό το καινούργιο καπέλο με το ανόητο σχέδιο.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome