Πολεις

Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 18.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 18.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο 

Αναγκάζεσαι καμιά φορά να κάνεις κι εσύ όλες αυτές τις γλυκερές σκέψεις, «Γιατί ζούμε», «Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά», «Τι υπήρχε όταν δεν υπήρχε τίποτε», «Γιατί εγώ», μόνο και μόνο για να βάλεις κάπως το μυαλό σου σε μια ρότα, για να αναγκάσεις τον εαυτό σου να κινηθεί, να ξυπνήσει, να ξεφύγει από αυτή τη χαύνωση που βαραίνει πάνω στα μέλη σου. Για να σηκωθείς από το πάτωμα. Του λες, «Ναι, ναι, είσαι σαν τους άλλους, μη φοβάσαι, δεν υπάρχει κάτι για να φοβηθείς, όλα είναι καλά, όλα είναι φυσιολογικά, και πάν’ απ’ όλα είσαι φυσιολογικός κι εσύ. Ξύπνα τώρα, σήκω, κάνε κάτι φυσιολογικό». Μα ο εαυτός σου βέβαια δεν ξεγελιέται. Ξέρει τι συμβαίνει, ξέρει την αλήθεια, και δεν μπορεί να τον κοροϊδέψει κανείς. Πόσο μάλλον εσύ, με τα φτηνά, γλυκερά κολπάκια σου. Γιατί η αλήθεια είναι πως η γειτονιά σου έχει δεχτεί εισβολή (fact), πως μια ομάδα φρικτών ξένων που υποδύονται τους τουρίστες έχει καταλάβει το ετοιμόρροπο σπίτι στο στενό (fact), πως ξέρουν ότι ξέρεις (fact), πως ξέρουν πού μένεις (fact), πως έχουν έρθει στο σπίτι σου (γι’ αυτό δεν είμαι ακόμη εκατό τα εκατό σίγουρος), πως, ακόμη και αν δεν ήρθαν, μπορούν να το κάνουν ανά πάσα στιγμή (fact).

Λοιπόν, όχι, ο εαυτός σου δεν ξεγελιέται, ο εαυτός σου είναι ένας άλλος, δεν είναι εσύ. Εσύ μπορείς να κρύβεσαι όσο θες, κι αν μάλιστα είχες άλλο σώμα, αν είχες το δικό σου σώμα, αν ήσουν ανεξάρτητος σαν σκιάχτρο, σαν αφάνα, σαν κάτι ήδη νεκρό, θα ήσουν ήδη κρυμμένος πίσω από όλα αυτά τα πράγματα που ψώνισες, ευτυχής και μακάριος, χωμένος πίσω από τα χαρτιά τουαλέτας, πίσω από τα μακαρόνια, τις κονσέρβες συμπυκνωμένης ντομάτας, το κορν-μπιφ, τα σαμπουάν, τα απολυμαντικά, τα σαπούνια, τις οδοντόκρεμες και τις νιφάδες βρόμης. Ο εαυτός σου όμως δεν ξεγελιέται. Ο εαυτός σου είναι ένας άλλος. Και έχει αποφασίσει να πολεμήσει. Αν μη τι άλλο: να αντισταθεί, να μην πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Ο εαυτός σου είναι πιο περήφανος από σένα, και πιο γενναίος. Το μόνο του πρόβλημα είναι πως δεν έχει όπλα. Κι, αυτό, κατ’ ανάγκην, γίνεται και δικό σου πρόβλημα. Δεν είσαι οπλισμένος, δεν είσαι εκπαιδευμένος, είσαι έτοιμος για σφάξιμο.

Μη φοβάσαι, μη, δεν υπάρχει κάτι για να φοβηθείς, όλα είναι καλά, όλα είναι φυσιολογικά, και πάν’ απ’ όλα είσαι φυσιολογικός κι εσύ. Ξύπνα τώρα, σήκω, κάνε κάτι φυσιολογικό.

Δεν ξύπνησα. Όχι όλη τη μέρα χθες. Όλα κύλησαν, απεναντίας, σαν μέσα σε όνειρο. Είχα έτσι κι αλλιώς κοιμηθεί ελάχιστα την προηγούμενη νύχτα, και παραήμουν ταραγμένος και χωρίς δυνάμεις για να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να ξαπλώνω είτε στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα είτε στον καναπέ λίγο πιο εκεί, κι ας ήξερα πως, κάτω από το φως της ημέρας, εκείνα τα πλάσματα δεν μπορούσαν να έχουν επάνω μου τον ίδιο βαθμό εξουσίας που είχαν με τη δύση του ήλιου, ή μέσα στη νύχτα. Όμως δεν άντεχα ούτε καν τη σκέψη μιας παράτολμης εξόδου. Κι αν το επιχείρησα μία ή δύο φορές, τα βήματά μου δεν με πήγαν ούτε μέχρι την πόρτα: τα γόνατά μου λύνονταν και έπεφτα ξανά στο πάτωμα, από όπου σερνόμουν πίσω στον καναπέ ή στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως έπρεπε να κάνω ένα ντους και να αλλάξω ρούχα, μα δεν είχα δυνάμεις ούτε καν γι’ αυτό. Συνέχισα να κοιμάμαι πέρα για πέρα αποχαυνωμένος, μέχρι που με ξεσήκωσαν με κλάματα και γκρίνια τα σκυλάκια μας, τη μια φορά αργά το πρωί και την άλλη το απόγευμα.

Ντύθηκα βιαστικά, φόρεσα ένα τζόκεϊ για να κρύψω τα άλουστα, ανάστατα μαλλιά μου, βγήκαμε γρήγορα και γυρίσαμε σχεδόν αμέσως πίσω, και πάλι σαν μέσα σε όνειρο. Έκανα πως δεν άκουσα τους ανθρώπους που με χαιρέτησαν —τον συνονόματό μου σερβιτόρο από την ταβέρνα απέναντι, τον ιδιοκτήτη του στεγνοκαθαριστηρίου που πάντα θυμάται το όνομά μου και το λέει τη στιγμή ακριβώς που με βλέπει, σαν κομπιούτερ—, προχωρώντας με το κεφάλι σκυφτό σχεδόν μέχρι τη γωνία αλλά όχι ακριβώς ώς εκεί, τάχα χαμένος σε πολύ προσωπικές σκέψεις. Ψέματα: οι σκέψεις μου είχαν να κάνουν με το τέλος του κόσμου. Με το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε. Και με το δικό μου τέλος βέβαια. Ακόμη και όταν έπεσα σκοντάφτοντας πάνω σε έναν περαστικό και παραλίγο να πέσω κάτω, δεν έδωσα σημασία. Ούτε όταν μού φώναξε πως το καπέλο μου είχε πέσει στον δρόμο. Ας πήγαινε στο καλό, κι αυτό κι εκείνος.

Κατά τη διάρκεια αυτών των σύντομων εξόδων, και παρά το κλείσιμο στον εαυτό μου, κατάφερνα παρ’ όλα αυτά να έχω ένα κομμάτι του νου μου σε επιφυλακή για τυχόν περίεργες κινήσεις στη γειτονιά, για φιγούρες που δεν είχα ξαναδεί, για ανθρώπους με κενά μάτια, αλλά δεν αντιλήφθηκα το παραμικρό. Περπατώντας ανάμεσα στους λιγοστούς περαστικούς με σκυμμένο βλέμμα, έλεγα και ξανάλεγα πως όλα θα πάνε εντέλει καλά, πως θα περνούσε κι αυτό, πως ίσως ήταν κάτι χωρίς σημασία, κάτι φυσιολογικό —άλλωστε, κανείς άλλος στη γειτονιά δεν φαινόταν να έχει θορυβηθεί: δεν ήταν κάτι αυτό; δεν ήταν κάτι περισσότερο από το τίποτα;—, αλλά ο εαυτός μου μάνιαζε μ’ αυτά τα απολειφάδια σκέψεων και χτυπούσε μέσα από το κρανίο μου τις γροθιές του. Δεν είχε σημασία, έλεγε, τι καταλάβαινε και τι όχι ο κόσμος. Ο κόσμος γενικά δεν καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς τίποτε. Ο κόσμος ήταν τυφλός, και κυρίως ήταν χαρούμενος με την τυφλότητά του. Την είχε ανάγκη, δεν το ’ξερα αυτό; Του είπα πως, ναι, το ήξερα. Το είχα μάθει πολύ καλά από μικρός.

Πίσω στο σπίτι μετά τη δεύτερη και τελευταία έξοδο της ημέρας, κι ενώ είχα αποθέματα τροφίμων για πάνω από έναν μήνα, ίσως και περισσότερο, δεν μπορούσα να βάλω τίποτε στο στόμα μου, ή καλύτερα δεν ήμουν σε θέση να ετοιμάσω κάτι για να φάω. Είχε πάει πια πολύ αργά όταν, απελπισμένος, με το στομάχι μου να διαμαρτύρεται και με απόλυτη αδυναμία να σηκώσω τα χέρια μου, έσπασα να φτιάξω μερικά αυγά. Δεν τα κατάφερα. Στην αρχή ξέχασα να ανάψω το μάτι και περίμενα αδίκως να κάψει το λάδι πάνω από την κουζίνα, μετά έριξα τα μισά τσόφλια μέσα στα χτυπημένα αυγά, και έπειτα μού έπεσε το τυρί στο πάτωμα, όπου το διεκδίκησαν με φωνές και αγριάδα τα σκυλάκια μας. Η γάτα μας με κοιτούσε ερωτηματικά και επιτιμητικά μαζί καθισμένη πάνω στη νησίδα, τυλιγμένη ολόκληρη με την ουρά της, σαν να είχε καταλάβει ακριβώς ποιο ήταν το πρόβλημα που εξαιτίας του είχα αναστατώσει το σπίτι μας και την ισορροπία που είχαμε κατακτήσει όλα αυτά τα χρόνια της κοινής μας ζωής.

Πέταξα τα αυγά στα σκουπίδια και έκατσα πάλι στην πολυθρόνα, ενώ έξω είχε πάρει να νυχτώνει. Δεν είχα βάλει τίποτε στο στόμα μου όλη τη μέρα, και ίσως και τη χθεσινή. Βασικά, δεν θυμόμουν πότε έφαγα για τελευταία φορά. Μια βαριά, ασήκωτη καταβολή με κρατούσε βιδωμένο στην πολυθρόνα, καταβολή για την οποία δεν έφταιγε μόνο το άδειο μου στομάχι, ενώ τύψεις άρχισαν να με πλημμυρίζουν που δεν είχα βγει όλη τη μέρα για να πάω να δω από κοντά το σπίτι και να κατασκοπεύσω τυχόν κινήσεις πίσω από την πόρτα του. Είχα χάσει τη μεγαλύτερη ευκαιρία του εικοσιτετραώρου. Τη μεγαλύτερη, και μοναδική, ευκαιρία της ημέρας. Και ο χρόνος κυλούσε εις βάρος μου. Τα λεπτά περνούσαν. Οι ώρες σφάλιζαν πάνω από αυτή την κάσα όπου όλοι είχαμε πέσει μέσα. Και δεν υπήρχε πια τίποτε για να πιαστούμε.

Μια ψιλή, πονηρή, διαβολική φωνή μέσα μου με συμβούλευσε να βγω τώρα έξω, μέσα στο σκοτάδι, και να πάω να κοιτάξω, να δω με τα ίδια μου τα μάτια αυτό το θαυμαστό πράγμα που συνέβαινε πίσω από τη γωνία, στο στενό, αλλά ήξερα πως ήταν εκείνο το κομμάτι του αυτοκαταστροφικού εαυτού μου που με τίποτε δεν έπρεπε να ακούω σ’ αυτή την περίσταση, σ’ αυτό τον εφιάλτη που ζούσα. Άλλωστε, δεν είχα να κερδίσω κάτι. Γιατί ήξερα πολύ καλά τι συνέβαινε, και δεν υπήρχε ανάγκη να επιβεβαιώσω τους φόβους μου. Το πολύ-πολύ να γινόμουν μάρτυρας κάποιας ακόμη μεγαλύτερης ασχημίας έτσι και έσερνα τα βήματά μου μέχρι το σκοτεινό στενό, μάρτυρας κάποιου αλλόκοτου χορού ίσως, ή μιας παράδοξης λιτανείας. Δεν ήθελα να τα δω αυτά. Όχι από κοντά. Μου έφτανε που εκείνα τα πλάσματα με τα αδειανά μάτια χόρευαν τους φρικτούς χορούς τους και έψελναν τους ανίερους ψαλμούς τους μέσα στο κεφάλι μου. Γιατί πια ήμουν ολόκληρος ένα κομμάτι της αχανούς, αχαρτογράφητης επικράτειάς τους.

Με δάχτυλα που δεν έπιαναν καλά, πήρα το κινητό μου και προσπάθησα, απελπισμένος και ημιλιπόθυμος, να παραγγείλω κάτι. Μετά από πέντε λεπτά, δεν ήμουν σίγουρος ότι τα είχα καταφέρει. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Άφησα το τηλέφωνο να μου πέσει στο πάτωμα και μαζεύτηκα όλος πάνω στην πολυθρόνα, αφήνοντας τους λιγοστούς ήχους της νύχτας να περικυκλώνουν το κεφάλι μου και να στριφογυρνάνε γύρω από τα αυτιά μου σαν έντομα στη λάμπα. Κάποια από αυτά, δεν έχαναν την ευκαιρία να χτυπάνε κιόλας επάνω μου, με ένα αυτοκτονικό τσιτσίρισμα. Ήξερα πως δεν υπήρχαν πράγματι έντομα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Το πρόβλημά μου ήταν το…

Το θυροτηλέφωνο χτύπησε σαν καμπάνα, ή σαν πολεμική σειρήνα, και με έκανε να πεταχτώ όρθιος. Ήταν το φαγητό μου, νά που τελικά τα είχα καταφέρει. Δόξα τω Θεώ, κάτι είχε πάει καλά μέσα στην ημέρα. Έτρεξα στην πόρτα κάπως αναζωογονημένος, και κόλλησα το μάτι μου στο ματάκι. Σκοτάδι. Αποτραβήχτηκα, και κοίταξα ξανά. Τίποτε. Άναψα το φως, και επιτέλους είδα, αν μη τι άλλο, το μικρό χολ δεξιά από το ασανσέρ. Πόσο ανόητος ήμουν.

Ένας θόρυβος. Η πόρτα του ασανσέρ που άνοιγε. Τα βήματα του ανθρώπου που έφερνε την παραγγελία μου. Μικρά, συρτά βήματα. Πισωπάτησα πάλι. Γιατί να τον δω; Από πού κι ώς πού; Κι αν είχε κι αυτός εκείνα τα άδεια μάτια; Μπορεί όλος ο κόσμος να τα είχε πια. Του φώναξα να αφήσει το πακέτο και να φύγει. Του είπα ότι ήμουν άρρωστος, ότι δεν ήμουν καλά, κι όταν ένιωσα πως εξακολουθούσε να στέκεται από έξω, άρχισα να βήχω ψεύτικα και θεατρικά, για να φοβηθεί επιτέλους και να φύγει. Έφυγε πράγματι. Άφησα να περάσουν λίγα λεπτά και μετά, με μια γρήγορη κίνηση, άνοιξα την πόρτα, τράβηξα τη σακούλα μέσα και την ξανάκλεισα πέφτοντας ολόκληρος πάνω της.

Και τότε ξαναχτύπησε το θυροτηλέφωνο. Πήγα να πνιγώ από τον αέρα που κατάπια. Το χέρι μου τεντώθηκε αντανακλαστικά προς το ακουστικό, αλλά το ξανατράβηξα πίσω σαν να έκαιγε. Κι αν…; Το χτύπημα ξανακούστηκε, παρατεταμένο αυτή τη φορά. Ένιωσα πως ακουγόταν σε όλη την πόλη. «Ναι;…» έκανα με κομμένη την ανάσα. «Για την παραγγελία», είπε η φωνή από κάτω.

Ανατριχιασμένος, κοίταξα τη σακούλα που κρατούσα. Δεν είχε το φαγητό μου μέσα. Είχε το αναθεματισμένο τζόκεϊ που μου είχε πέσει στον δρόμο.

* * *

Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Ή, έστω, δεν κοιμήθηκα φυσιολογικά. Και δεν ξεκουράστηκα. Αλλά αποφάσισα, τουλάχιστον, ένα πράγμα: δεν θα αφήσω να ξοδευτεί και άλλη μέρα έτσι. Όχι. Θα περάσω στην αντεπίθεση. Είναι καιρός πια. Ο χρόνος μου τελειώνει.

Το ημερολόγιο της Παρασκευής | 18.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY