Πολεις

Γιάννενα Voice

Ο Γιάννης Πάσχος είναι άλλη μια περίπτωση δημιουργού στο λήμμα «λογοτεχνία πέραν της Αθηνοθεσσαλονίκης»

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 504
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας οδηγός νεκροφόρας που δεν πτοείται: Η καλοκαιρινή Κυριακή βράζει σαν Κόλαση, η οικογένειά του χάνει το λεωφορείο για τη θάλασσα, ιδιόκτητο αμάξι δεν διαθέτει ο οικογενειακός προϋπολογισμός, όμως το πικνίκ θα γίνει δίπλα στο κύμα ο κόσμος να χαλάσει! Όρεξη να υπάρχει και θέληση να υπερβείς το μακάβριο. Κι όλοι μαζί, μπαμπάς, μαμά, παιδιά, ανεβαίνουν στο «κάρο», βάζουν τις μουσικές τέρμα, εκδρομή με τα όλα της, κι αυτό που υπό κανονικές συνθήκες, όταν το βλέπεις δηλαδή στο δρόμο να μεταφέρει την «πραμάτεια» του, φαντάζει τέρμα θλιβερό, αίφνης μετατρέπεται σε όχημα χαράς και τζέρτζελου, έτσι όπως διασχίζει την άσφαλτο, τραβώντας για τη θάλασσα!

Κάποιος να το ταχυδρομήσει επειγόντως στον Γούντι ή τον Τζάρμους! Γιατί τους πάει γάντι για φιλμογράφηση. Και γιατί σε αυτό το διήγημα, της συλλογής «Μια νυξ δι’ έν έτος», κρύβεται ίσως ο στοχασμός, ο πυρήνας της δημιουργίας, αλλά και όλα όσα πιθανόν ταλανίζουν τον Γιαννιώτη συγγραφέα Γιάννη Πάσχο (2009, εκδ. Μελάνι). Το σουρεαλιστικό, που δεν είναι παρά η αρχή της ομορφιάς! Το τραγικό, που φωτισμένο και ειπωμένο υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να γεννήσει ζωή. Η Μπίλι, ο παιδικός έρως που, όταν επιστρέφει ομοιάζει με υπέρβαρο θωρηκτό, όμως δεν έγινε τίποτα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, όσο και αν παραμορφωθεί από το χρόνο και τα χάμπουργκερ. Η πρώτη αγάπη παραμένει παντοτινή! Ο παππούς που ενώπιον μιας ξερολιθιάς που με τόσο κάματο συναρμολόγησε, προκειμένου να ορίσει τα σύνορα μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου. Η απόδραση μιας ταξιαρχίας χελιών από τα ψυγεία ενός ιχθυοπωλείου προκειμένου να μην παστωθούν, εμμένουν, πιστρέφουν και εμμονοληπτικά υπενθυμίζουν, αφού έτσι το διάλεξε ο συγγραφέας μέσω των σύντομων αφηγημάτων του πως: το τραγικό του χρόνου αλλά και οι δεκάδες μικροί «καθημερινοί» θάνατοι, που ευθέως μοιάζει να συνδιαλέγονται με το τελικό «τέλος», δεν είναι παρά τερτίπια που σκαρφίζεται η ζωή για να μας ξεγελάσει, αφού στο τέλος και μετά το τέλος θα «ξαναγεννηθεί».

Τον λάτρεψα με το που μου πάσαρε συνεσταλμένα και συνωμοτικά τα βιβλιαράκια του, λίγες ώρες μετά τη γνωριμία μας και τα τσίπουρα που επισφράγισαν το ούριο της συνεύρεσής μας. Συνταξιούχος πλέον καθηγητής Ιχθυολογίας με ειδίκευση στη μοριακή βιολογία και τη γενετική υδρόβιων οργανισμών και στην αποκατάσταση φυσικών υδάτινων οικοσυστημάτων, ο Γιάννης Πάσχος είναι άλλη μια περίπτωση δημιουργού στο λήμμα «λογοτεχνία πέραν της Αθηνοθεσσαλονίκης, λογοτεχνία περιφερειακή». Με το βιβλίο αυτό και με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του «Μη Φεύγεις» (εκδ. Ίνδικτος), εξίσου φλογοβολούσα, διέσχισα το περασμένο σ/κ, αλλάζοντας ταξί και λεωφορεία, όλη τη Θεσσαλονίκη. Εκατοντάδες φίλοι με τις κλήσεις και την ειλικρινή ανησυχία τους για το συμβάν του εμπρησμού της εφημερίδας μας, έριχναν την μπαταρία μου απανωτά, από ένα σημείο και μετά δεν είχα καμία επικοινωνία με τον κόσμο, πέραν εικόνων της Πόλης, όπως παρέλαυνε από τα τζάμια των τροχοφόρων υπό μορφή ανθρώπινου συνωστισμού και μπετόν αρμέ κτιρίων και των δυο αυτών βιβλίων! Έξοχη συνθήκη για να μπω στον κόσμο αυτού του εκ «κυραφροσυνηland» δέκτη και συλλέκτη ανθρώπου. Η καλοσύνη, το γέλιο, η παρατήρηση, η κατανόηση και το περίπλοκο μεγαλείο των ανθρωπίνων σχέσεων αλλά και κάποιων τόπων ιδιαίτερης ενέργειας με έκαναν να τον λατρέψω. Δεν ξέρω τι κάνουν εκεί στα Γιάννενα, κατά πόσο αγαπούν, μελετούν και συζητούν τον Πάσχο που πέραν της λογοτεχνίας, στο επιστημονικό πεδίο, ξέρει πολλές ιστορίες για τα νερά της λίμνης και τα αμφίβια που την κατοικούν. Όμως εδώ στη Θεσσαλονικοαθήνα, πρέπει επειγόντως να τον γνωρίσετε. Εγγυημένη απόλαυση, ηδονική γραφή. Το έχει ίσως το σόι τους!

Έμαθα πως είναι πρώτος εξάδελφος του φωτογράφου Στέφανου Πάσχου, γκραντ μετρ της εικόνας, και απορώ που ακόμα αυτά τα δυο «αίματα» δεν συνεργάστηκαν! Όμως ποτέ δεν είναι αργά: στη διηγηματογραφία του Γιάννη Πάσχου ο χρόνος δεν τελειώνει, απλώς μεταλλάσσεται, βρίσκει ένα άλλο πρόσωπο διά μέσω του οποίου η ζωή συνεχίζει να μεγαλουργεί και να μας εκπλήσσει, φωνάζοντας Αλληλούια!

image