Πολεις

Μέμφις, η αποτυχία μιας αμερικανικής πόλης

Κάποτε ήταν η πόλη του ροκ εντ ρολ, της σόουλ και των μπλουζ· σήμερα είναι μια σειρά από σιωπηλά προάστια: τι συνέβη και γιατί συνέβη ό,τι συνέβη

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μέμφις
© Joshua J. Cotten / Unsplash

Μέμφις του Τενεσί: Η εγκληματικότητα, ο ρατσισμός, οι οικονομικές σχέσεις και η διάλυση των κοινωνικών σχέσεων στην πόλη.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Μέμφις βρέθηκε για μια ακόμη φορά στην πρώτη σελίδα: ένας μαζικός πυροβολισμός με τέσσερις νεκρούς, μια απαγωγή μετά φόνου· διαμαρτυρίες γιατί οι δράστες ήταν πρώην κρατούμενοι που είχαν αφεθεί ελεύθεροι.

Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που οι ειδήσεις της πόλης αφορούσαν εξαίσιες μουσικές και συναυλίες στο Mud Island, στον Μισισιπή, και στην οδό Beale, όπου ακόμα και τώρα παίζουν μπλουζ μπάντες από το Δέλτα. Αν και πάντοτε η εγκληματικότητα ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα του Μέμφις, από τότε που δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ οι ειδήσεις είναι μονάχα φονικά, ένοπλες ληστείες, απαγωγές και βιασμοί. Μαζί με το Σαιντ Λούις και το Ντιτρόιτ, το Μέμφις είναι η πιο επικίνδυνη πόλη στις ΗΠΑ: ίσως τα γράφω αυτά επειδή φέτος είδα κι εγώ τον χάρο με τα μάτια μου· έπεσε πιστολίδι σε απόσταση μικρότερη από τετρακόσια μέτρα από το αυτοκίνητό μου και στη συνέχεια, μια άλλη ωραία μεμφιανή νύχτα, ανακάλυψα στο πίσω κάθισμα του ίδιου αυτοκινήτου κάποιον που ήθελε να με ληστέψει.

Τι συνέβη σ’ αυτή την πόλη όπου γεννήθηκε το ροκ εντ ρολ κι όπου άνθισαν τα μπλουζ; Διατρέχω εδώ συνοπτικά την ιστορία της όχι μόνο επειδή έχω προσωπική σχέση με το Μέμφις αλλά προπάντων επειδή μου φαίνεται case study για την αποτυχία στην ανάπτυξη και διαχείριση των αμερικανικών πόλεων. Το Μέμφις ήταν για πάνω από έναν αιώνα το πιο ενδιαφέρον, δονούμενο, πολύβουο αστικό κέντρο του αμερικανικού Νότου: αν και πάντοτε υπήρχαν φυλετικές συγκρούσεις, μπορούσες να χαθείς στο πλήθος· στην ελευθερία που προσφέρει η ανωνυμία των μεγάλων αριθμών. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, αν και δεν ήταν ποτέ μητρόπολη ούτε από την άποψη του πληθυσμού (λιγότερο από ένα εκατομμύριο), ούτε από την άποψη της πολιτικής σημασίας, υπήρχε πράγματι «πλήθος»· πλήθος που περπατούσε, που έκανε ψώνια, που σταματούσε στη γωνία Wagner και Beale για να στιλβώσει τα παπούτσια του ή για να αγοράσει γλειφιτζούρι από τον πλανόδιο πωλητή. Το Μέμφις είχε πολλά κοινωνικά προβλήματα να λύσει ―κυρίως όσα του είχε κληροδοτήσει ο εμφύλιος πόλεμος― αλλά λειτουργούσε ως πόλη: είχε γειτονιές· είχε δρόμους γεμάτους διαβάτες, είχε μαγαζάκια· προπάντων, είχε τον ρομαντισμό που του προσέδιδε ο Μισσισιπής· τα ατμόπλοια, την αργή και υγρή ατμόσφαιρα του Νότου.

Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει σήμερα: ακόμα και το κλίμα έχει μεταλλαχθεί. Η προαστικοποίηση που είχε αρχίσει από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου ολοκληρώθηκε μέσω των γνωστών φαινομένων (White Flight, χωροταξικό διαχωρισμό) και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν: redlining φτωχών συνοικιών, κερδοσκοπία στην αγορά και πώληση ακινήτων, προπαγάνδα υπέρ της προαστιακής ζωής, του ατομισμού και της οικογενειακής εστίας. Έτσι, το κάποτε «κέντρο», το downtown, ερήμωσε και η πόλη επεκτάθηκε, σκορπίστηκε σε προάστια ―όπως πολλές αμερικανικές μεγαλουπόλεις― χωρίς συνεκτικό ιστό ανάμεσά τους. Πρόκειται για δενδρόφυτες περιοχές με επαύλεις, πρασιές, κήπους και πισίνες από όπου λείπει οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα και αλληλεπίδραση.

Μέμφις
© Σώτη Τριανταφύλλου

Το Μέμφις διασχίζουν μεγάλες λεωφόροι που είναι στην πραγματικότητα εθνικές οδοί: κομματιάζουν την πόλη και διανύονται μόνο με αυτοκίνητο· δεν υπάρχουν πεζοί, άρα η συνάντηση και η ανταλλαγή αποκλείονται. Το πολύ-πολύ να χαιρετήσεις κάποιον από το παράθυρο του αυτοκινήτου ή στο πάρκινγκ του σούπερ-μάρκετ. Αυτή η πολεοδομική διάταξη, οι αιτίες της οποίας είναι ποικίλες, έχει συμβάλει στην αστική υποβάθμιση και στην αύξηση της εγκληματικότητας, εφόσον, μεταξύ άλλων, σε τέτοιου είδους πολεοδομικά σχήματα είναι πάρα πολύ δύσκολη η επιτήρηση και η επιβολή του νόμου. Η εγκληματικότητα έχει βεβαίως «κοινωνικές» αιτίες ―το πολύ χαμηλό επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης και το ότι έχει δημιουργηθεί μια κοινωνική τάξη πολυεκατομμυριούχων που απέκτησαν μυθώδεις περιουσίες από κερδοσκοπία― πλην όμως αυτές  τις αιτίες τις ανιχνεύει κανείς λίγο-πολύ παντού. Στην περίπτωση του Μέμφις, παρά την εκφοβιστική παρουσία της αστυνομίας ή και εξαιτίας της, και παρά το, σε γελοίο βαθμό, υψηλό ποσοστό πολιτών που έχουν καταδικαστεί σε φυλάκιση —πάνω από 2% των κατοίκων της πόλης έχουν συλληφθεί και εκτίσει ποινές στη διάρκεια της ζωής τους― η εγκληματικότητα αυξάνεται· σαν να είναι κατά κάποιον τρόπο σύμφυτη στην ιστορία και στη μορφή της πόλης. Σήμερα εννέα στους χίλιους Μεμφιανούς βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα: το μεγαλύτερο ποσοστό παγκοσμίως. Η τοπική φυλακή έχει κτιστεί στο κέντρο, σε μικρή απόσταση από ορόσημα όπως το πολυτελές ξενοδοχείο Peabody κι από την ανατολική όχθη του ποταμού: φιλοξενεί 2.000 άτομα ―απ' έξω, φαίνεται σαν πτέρυγα του νοσοκομείου παιδιών Le Bonheur.

Η αποτυχία της αντιμετώπισης του εγκλήματος οφείλεται στη λανθασμένη κοινωνική πολιτική την οποία επιζητεί και επιβάλλει, είτε μέσω των τοπικών εκλογών, είτε μέσω οικονομικής μόχλευσης, μια κοινωνική τάξη που φαίνεται καθηλωμένη στο παρελθόν της θρησκομανίας, του ρατσισμού (αν και όχι με τους όρους που προβάλλει το κίνημα Black Lives Matter) και, προπάντων, της αχαλίνωτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το σύστημα που εφαρμόζει το Τενεσί δεν μπορεί, από τη φύση του, να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις μεταξύ φτωχών Aφροαμερικανών και πλούσιων λευκών, ούτε μεταξύ φτωχών λευκών, που ελκύονται από πολύ συντηρητικές ιδεολογίες, και φιλελεύθερων μεσαίων στρωμάτων. Κι όμως, δεν υπάρχει καμιά κίνηση για μεταρρυθμίσεις.

Αν και η ιδέα ότι ο ρατσισμός «οξύνεται» στον Νότο είναι λανθασμένη ―συνήθως την εκφράζουν οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα από την τρομερή ιστορία του ρατσισμού στις ΗΠΑ― παραμένει ένα πρόβλημα που τροφοδοτεί την εγκληματικότητα και διαιωνίζει έναν πολύ πικρό κοινωνικό διχασμό τον οποίον επιδεινώνει η θρησκοληψία. Αυτό που μου φαίνεται εντυπωσιακό στο Μέμφις είναι ότι η θρησκεία, που καταδικάζει στην καθυστέρηση ολόκληρο τον Νότο ―τόσο οι φανατικές αιρέσεις όσο και οι παραδοσιακές εκκλησίες― δεν έχουν κάνει ούτε ένα βήμα μπρος μέσα σε εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια. Πιθανώς, η διάλυση των κοινωνικών σχέσεων στην πόλη, η εγκληματικότητα που παρουσιάζει φρικώδη ποικιλία ―μαζικοί πυροβολισμοί όπως εκείνος της περασμένης εβδομάδας, βιασμοί μετά φόνου γυναικών από γυναίκες (και πάλι όπως εκείνος της περασμένης εβδομάδας), κατά συρροήν φόνοι από ανηλίκους― οδηγεί τους ανθρώπους στη θρησκεία. Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τις οικονομικοκοινωνικές ρίζες της θρησκοληψίας. Πιστεύω ότι οφείλεται κυρίως στην προπαγάνδα: τα τοπικά ΜΜΕ χρηματοδοτούνται από εκκλησίες και κηρύσσουν τον λόγο διάφορων περίεργων θεών· η περί θεού ρητορική ξεφυτρώνει από παντού, είναι αδύνατο να γλιτώσεις.

Μέμφις
© Σώτη Τριανταφύλλου

Ωστόσο, νομίζω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που εμπόδισε το Μέμφις να εξελιχθεί ήταν η αλλαγή των οικονομικών σχέσεων: η πόλη, από κέντρο των φυτειών βαμβακιού και εμπορίας βαμβακιού κατά μήκος του Μισισιπή, έγινε, όπως πολλές αμερικανικές πόλεις, κέντρο φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Η εργατική τάξη καταποντίστηκε και ο αφροαμερικανικός της πληθυσμός —σήμερα το 64% των Μεμφιανών― μεταμορφώθηκε από εργάτες γης σε παρόχους μικροϋπηρεσιών για τους πλουσίους, σε ένα είδος υπηρετών εκτός οικίας. Οι τομείς που ακμάζουν είναι η οικοδομή και η εστίαση· αλλά, βεβαίως, και οι υπηρεσίες νυχιών, κομμώσεων, μασάζ και τα τοιαύτα. Υπερβάλλω: το Μέμφις έχει γίνει ένα από τα κορυφαία εμπορικά κέντρα στις μεταφορές και στα logistics· ο μεγαλύτερος εργοδότης είναι η FedEx ο παγκόσμιος αεροπορικός κόμβο της οποίας εδράζει στο Διεθνές Αεροδρόμιο της πόλης. Υπερβάλλοντας θέλω να τονίσω ότι το Μέμφις δεν παράγει αγαθά κι ότι αυτό επιδεινώνει τη νοσηρότητα των κοινωνικών σχέσεων. Η παραγωγή της ξυλείας έχει σταματήσει, κι όπως θα περίμενε κανείς, δεν υπάρχει πια το εμπόριο μουλαριών που έκανε κάποτε το Μέμφις την «παγκόσμια πρωτεύουσα των μουλαριών»: σήμερα με τη λέξη «μουλάρι» μπορούμε να περιγράψουμε την τοπική πολιτική ηγεσία· μια συμμορία από παραδόπιστους ορεσίβιους.

Η Πυραμίδα του Μέμφις
Η Πυραμίδα του Μέμφις © Emily Finch / Unsplash

Πολλοί άνθρωποι στο Μέμφις αποδίδουν τη διάλυση της πόλης στο τραύμα της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου 1968. Στο μοτέλ Lorraine όπου συνέβη στεγάζεται τώρα το Εθνικό Μουσείο Πολιτικών Δικαιωμάτων το οποίο υποπτεύομαι ότι επισκέπτονται μονάχα οι μαθητές των σχολείων στο πλαίσιο του μαθήματος της ιστορίας. Η ιστορία έχει πολλές σελίδες που το Μέμφις θα ήθελε να ξεχάσει: επιθέσεις όχλου λευκών εναντίον Αφροαμερικανών, λιντσαρίσματα, εκφοβισμό των μαύρων ψηφοφόρων στις εκλογές. Το λάθος που έγινε ήταν ότι μετά το 1964, όταν αποκαταστάθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα, οι Μεμφιανοί επέλεξαν τη λήθη —forgive and forget— αλλά, στη συνέχεια, τα κινήματα των liberals έφεραν στο προσκήνιο την τρομερή ιστορία που προανέφερα. Και καθώς τη χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική καθυστέρηση των αφροαμερικανικών πληθυσμών, εξερέθισαν χειρότερα όσους πιστεύουν στην ατομική ευθύνη και σε τίποτ’ άλλο.

Η άγνοια του παρελθόντος —τόσο των συμφορών όπως ήταν για παράδειγμα η επιδημία του κίτρινου πυρετού το 1878,  όσο και των μεγάλων επιτυχιών όπως ήταν η έκρηξη της μουσικής― διαστρεβλώνει την πρόσληψη του παρόντος με συνέπεια τη μη επίλυση των προβλημάτων της πόλης. Eκτός από την εγκληματικότητα που αποδίδεται πρωτίστως στους Αφροαμερικανούς ―επαναλαμβάνω ότι, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των Μεμφιανών― επαναλαμβάνονται συχνά σκηνές από το παρελθόν: οι βίαιες διαδηλώσεις, οι λεηλασίες και οι βανδαλισμοί που κάποτε συνέβαιναν στην εσώτερη πόλη επιταχύνοντας τη μετακίνηση της μεσαίας τάξης στα προάστια, εκτυλίσσονται τα τελευταία χρόνια με αφορμές την αστυνομική βία ή τις προκαταλήψεις των δικαστικών αρχών έναντι των Αφρο-αμερικανών. Η υπόθεση μοιάζει με τη Μέρα της Μαρμότας.

Μέμφις
© Σώτη Τριανταφύλλου

Οι καλοπροαίρετες αποφάσεις δεν έλειψαν· τα αποτελέσματα όμως ήταν ισχνά. Το 1973, μετά τη θέσπιση σχολικών λεωφορείων που οδηγούσαν σε «μεικτά» σχολεία (υπό την έννοια της φυλής) παιδιά από ολόκληρη την πόλη, 40.000 από τους 71.000 λευκούς μαθητές εγκατέλειψαν το σύστημα της δημόσιας παιδείας. Όχι μόνο επειδή οι λευκοί μεσοαστοί γονείς δεν ήθελαν να συνυπάρχουν τα παιδιά τους με «αραπάκια», αλλά μάλλον επειδή δεν έγινε η απαραίτητη προσπάθεια να μην υποβιβαστεί το επίπεδο της εκπαίδευσης. Σήμερα πάντως, υπάρχουν σχολεία-θηριοτροφεία όπου ψευτοφοιτούν μαύροι, ισπανόφωνοι και φτωχοί λευκοί, και σχολεία όπου φοιτούν τα παιδιά των πιο εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο, στο Μέμφις όμως έχει εντονότερα χαρακτηριστικά.

Αν και το Μέμφις έχει εξελιχθεί σ’ αυτή τη σειρά των πράσινων προαστίων με τις βίλες, παραμένει η φτωχότερη μητροπολιτική περιοχή των ΗΠΑ, με μεσαίο οικογενειακό εισόδημα 37.767 (το 2019) και με το 20,6% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Η έλλειψη επαφής της πόλης με τον πολιτισμένο κόσμο, με τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις και με την Ευρώπη, έχει παγιώσει μια νοοτροπία επαρχίας από την οποία απορρέουν απλοϊκές εκτιμήσεις και προτάσεις λύσεων: Πώς θα αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα; Με αυστηρότερες ποινές· όλοι στην μπουζού. Πώς θα αντιμετωπιστεί η φτώχεια; Με επιδόματα τα οποία θα δημιουργήσουν αέργους και μίσος εναντίον των αέργων, ιδιαίτερα εναντίον των επιλεγόμενων Welfare queens. Πώς θα αντιμετωπιστεί ο μαρασμός των δημόσιων υπηρεσιών; Με την προπαγάνδα εναντίον του κράτους και την αντικατάστασή του από ιδιωτικές επιχειρήσεις: ταχυδρομεία τέλος· δημόσιες μεταφορές  τέλος. Πώς θα αντιμετωπιστεί η ένδεια των δημοτικών και πολιτειακών ταμείων; Με υψηλούς φόρους κατανάλωσης — ποτέ με κλιμακωτούς φόρους εισοδήματος. Έτσι, οι φτωχοί θα παραμείνουν φτωχοί ενώ θα πλουτίζουν όσοι τυχεροί μπορούν να εκμεταλλεύονται τις φούσκες της αμερικανικής οικονομίας. Πώς θα αντιμετωπιστεί η απουσία πολιτιστικών προϊόντων; Με φεστιβάλ μπάρμπεκιου: κάπως έτσι η πρωτεύουσα των μπλουζ κατάντησε η πρωτεύουσα ψητής της μπριζόλας με ειδίκευση στα παϊδάκια.

Μέμφις
© Σώτη Τριανταφύλλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ