Πολεις

Τουρίστες, παιδάκια, ποδήλατα και μηχανάκια

Σάββατο βράδυ και Κυριακή πρωί στο κέντρο της πόλης

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κανονικότητα ήρθε προτού περάσει η πανδημία — με τα καλά της και τα κακά της

Άλλες χρονιές θα μου ήταν ενοχλητικό να ζω στο κέντρο της πόλης. Όλος αυτός ο κόσμος κάθε μέρα έξω στους δρόμους απ’ το ξημέρωμα ώς αργά τη νύχτα —αλλά κυρίως Παρασκευή απόγευμα και βράδυ, Σάββατο όλη μέρα και Κυριακή πρωί και μεσημέρι—, όλοι αυτοί οι τουρίστες, οι φωνές, το στριμωξίδι — τα παιδάκια… Όχι, όλα αυτά δεν είναι πράγματα που μου αρέσουν. Βασικά, συνήθως δεν θέλω κανέναν εν όψει, ούτε αδέσποτη γάτα, νιώθω απολύτως καλά μόνο όταν βγαίνω 5 η ώρα αχάραγα έξω, οπότε δεν είναι κανείς στον δρόμο, δεν έχει ανοίξει καν το σούπερ απέναντι για τις παραλαβές, και όλα είναι, έστω και για λίγο, υπέροχα — έστω, αν εξαιρέσεις τους μεθυσμένους που βγαίνουν παραπατώντας από τα αφτεράδικα της γειτονιάς σε πολύ συγκεκριμένα σημεία της πρωινής μου διαδρομής.

Παρά ταύτα, φέτος δεν μου είναι ενοχλητικά, όχι. Αν και επικρατεί βαβούρα, ακόμα κι εμένα μού είναι μερικώς ευχάριστη, και εν πολλοίς έως και ανακουφιστική.

Τα προηγούμενα δύο καλοκαίρια, οι πόλεις μας ήταν άδειες και μίζερες. Ειδικά βέβαια του 2020, αλλά ακόμη και το περυσινό, παρά το μερικό άνοιγμα του τουρισμού. Φέτος όμως όλα είναι τελείως διαφορετικά. Με όποιον τρόπο και να εξελιχθεί η πανδημία το φθινόπωρο, είτε δεν τρέξει τίποτε είτε πεθάνουμε όλοι δαγκάνοντας ο ένας τον άλλον, αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι δείχνουν να την έχουν αφήσει πίσω τους. Άλλος οπλισμένος με τρεις κι άλλος με τέσσερις δόσεις, είναι εδώ, ταξιδεύουν, γελάνε, περνάνε καλά. Αν δεν υπήρχε το ρωσικό πρόβλημα, η όλη φάση θα είχε ξεχαστεί τελείως, θα ζούσαμε σαν να μην υπήρχε αύριο.

Είναι λογικό όλο αυτό; Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσω. Προσωπικά, με τις δικές μου τέσσερις δόσεις, και δεδομένου ότι δεν ανήκω σε κάποια ειδική κατηγορία από άποψη φυσικής κατάστασης και επιπέδου υγείας (δεν έχω κάποιο «υποκείμενο» νόσημα, δεν καπνίζω πια, έχω χάσει τα περισσότερα από τα πολλά παραπανήσια μου κιλά, είμαι κάτω από τα εξήντα, αθλούμαι συστηματικά κ.ο.κ.), δεν έχω απολύτως κανέναν φόβο μην πάθω κάτι, ακόμη και όταν γύρω μου στο γήπεδο πανηγυρίζουν πετώντας καταρράκτες σταγονιδίων οι αδελφοί συνοπαδοί τού Άρεως όταν βάζουμε γκολ. Από την άλλη, ίσως είμαι, ή μπορεί να γίνω κάποια στιγμή, φορέας και να μεταφέρω τον ιό σε κάποιον άλλον: ελπίζω να είναι και εκείνος καλά ασφαλισμένος όπως εγώ και όχι βλαξ: να κάνει τα ράπιντ του μέρα παρά μέρα.

Εκείνο που με προβληματίζει έντονα είναι το φθινόπωρο, οι κλειστοί χώροι, τα γραφεία, τα σχολεία, τα γυμναστήρια: όλοι οι συνήθεις ύποπτοι χώροι εκκόλαψης του θηρίου, που μπορεί πάλι να μας κόψουν τη φόρα και να κλείσουν πάλι την αγορά — όπως συμβαίνει πάντα. Ξέρω, εννοείται, πως ΔΥΣΤΥΧΩΣ δεν υπάρχει δημοκρατική κυβέρνηση στον πλανήτη, ικανή να επιβάλει εκ νέου εμβολιασμό: θα έπεφτε αυθημερόν από τις διαδηλώσεις επιπέδου Ερωτοδικείου που θα γίνονταν. Μακάρι, μόνο, να επανέλθουν με το καλό οι μάσκες παντού εκτός από τον δρόμο από Οκτώβριο ώς τα Χριστούγεννα, δεν θα τσινίσουν πολύ οι ΑΑ (Αγανακτισμένοι Αρνητές). Αλλά φοβάμαι πως ούτε αυτό θα γίνει. Κι όσο για τα σχολεία, δεν νομίζω πως δάσκαλοι, καθηγητές και κηδεμόνες φρόντισαν να εγκαταστήσουν συστήματα εξαερισμού στις αίθουσες — θα τα περιμένουν από το… κράτος (μα πόσο το αγαπάμε αυτό το κράτος, δεν λέγεται), κι ας είναι σχεδόν τζάμπα: 150-200 ευρώ ανά τάξη.

Οπότε ναι, είναι ωραία εκεί έξω, με όλην αυτή τη βαβούρα, με τις δεκάδες γλώσσες —κάποιες δεν τις καταλαβαίνω καθόλου, θα ’ναι καινούργιες «αγορές» αυτές, καινούργια ανοίγματα—, με τη φασαρία και τα χάχανα, με τον ήχο από τα μαχαιροπίρουνα στις ταβέρνες και στα κυριλέ εστιατόρια, με τα παγωτά μηχανής και τις κρέπες — ωραία ακόμη και για εμάς που δεν θέλουμε και πολλές-πολλές επαφές με τρίτους. Ακόμη και όταν τρέχουν πάνω στα πατίνια τους όλα αυτά τα αξιαγάπητα τετράχρονα παιδάκια, πάλι με το χαμόγελο τα αντιμετωπίζουμε… Εν πάση περιπτώσει, έχει κάτι από κανονική ζωή αυτό, και η κανονική ζωή είναι για τον άνθρωπο ό,τι τα paperback για τα βιβλία: η βάση που πάνω τους πατάμε για να κάνουμε όλα τα άλλα, αυτά που μας αρέσουν, που μας αξίζουν, και που γουστάρουμε.

Αν έλειπαν τα μηχανάκια.

Αντιλαμβάνομαι ότι στη γειτονιά μου υπάρχουν καμιά δεκαριά μαγαζιά που δουλεύουν (και) με ντελίβερι, αλλά αυτό το πράγμα: πεζόδρομος + μαμάδες με καρότσια + άντρες με λευκά παντελόνια που νομίζουν ότι κάνουν βόλτα σε νησιωτική «βόλτα», σε «νυφοπάζαρο», και προχωράνε σε αργή κίνηση στη μέση + σκυλιά κάθε μάρκας με φλέξι λουράκια + μηχανάκια με πακετάδες να ελίσσονται με οχτάρια μεταξύ των πεζών — ναι, αυτό το μαύρο χάλι πρέπει να σκέφτονται στα σοβαρά ακόμα και οι Ταλιμπάν να το μπανάρουν. Γιατί εντάξει, είναι μια αηδία και μισή να είσαι Ταλιμπάν, είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να σου συμβούν, είναι σχεδόν ίδιο με το να είσαι τραμπικός ή χρυσαυγίτης, αλλά όχι και μηχανάκια πάνω στο κεφάλι μας δηλαδή. Ας μπει κάπου και μια κόκκινη γραμμή.

Από την άλλη βέβαια, έχω την εντύπωση πως κάποιοι από τους καλούς μας ξένους επισκέπτες βάζουν από την τσέπη τους για να το δουν αυτό, όπως πληρώνουν εισιτήριο σε ζωολογικό κήπο ή για να κάνουν φωτογραφικό σαφάρι στη σαβάνα. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα μ’ αυτό το μαύρο χάλι. Οπότε, ναι: είμαστε ατραξιόν, γιατί όχι;

Όπως επίσης έχουμε και τους ποδηλάτες που μας αξίζουν. Ναι, είμαι κατά της χρήσης οποιουδήποτε οχήματος καίει ακόμα βενζίνα μέσα στην πόλη, είμαι υπέρ της αιολικής, της ηλιακής, της πυρηνικής και κάθε άλλης πράσινης ενέργειας, αλλά δεν θέλω τα ποδήλατα. Και δεν τα θέλω γιατί ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΩΤΑ. Και καλά την ημέρα. Αλλά για κάποιον ΛΟΓΟ υπάρχουν φώτα και προβολείς το βράδυ. Δεν τα φτιάξανε για ρομαντζάδα. Για ρομαντζάδα φτιάξαν τους ανεμόμυλους στις Κυκλάδες.

Όμως όχι: τα 9 στα 10 ποδήλατα (τα μετρώ όλα, ένα προς ένα, δεν τα βγάζω από το μυαλό μου, κρατάω αρχεία) δεν έχουν. Και, προσοχή: δεν εννοώ ότι τα κρατούν σβηστά από σεμνότητα, εννοώ ότι δεν έχουν period. Ούτε φανάρι, ούτε αυτά τα ανακλαστικά ή όπως αλλιώς λέγονται, ούτε τίποτε. Θέλω να πω, ΕΙΝΑΙ ΜΟΔΑ. Μαγκιά. Είναι μια φάση. Ξαφνικά, εκεί που περπατάς ωραία και καλά, γλιστράει ξυστά δίπλα σου ένα βλαμμένο σαν άλλος Predator: αόρατος. Μες στο σκοτάδι. Και βέβαια με χίλια.

Θα ψήφιζα ακόμη και τα εγγόνια αυτού που θα επέβαλλε να φοράνε φώτα τα ποδήλατα, και να τα χρησιμοποιούν. Θα πήγαινα διακοσίων χρονών στην κάλπη για να κάνω το τάμα μου. Βέβαια, κάποια στιγμή μπορεί να γινόταν ηλεκτρονική η ψηφοφορία, αν δεήσει η αγαπημένη μας Αριστερά που αγαπάει πολύ την παράδοση και δεν τα θέλει κάτι τέτοια.

Βάλτε φώτα στο τιμόνι και στις ρόδες σας και ανάφτε τα, μην είστε σαν αυτούς που κοιτάν τους εξορκισμένους στην Αριστοτέλους: μπορείτε κάπως καλύτερα.

* * *

Καλή Κυριακή σε όλους, όλα θα πάνε καλά.