Πολεις

Η θεία από τον Καναδά: Έξι έλληνες ομογενείς θυμούνται

Συναντηθήκαμε στο Τορόντο μαζί τους και μοιράστηκαν τις ιστορίες τους on camera

labrini-trougkou.jpg
Λαμπρινή Τρούγκου
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
 έγγραφα μετανάστευσης

'Εξι έλληνες ομογενείς του Καναδά διηγούνται την ιστορία τους από τη μετανάστευση στο Τορόντο

Κεμπέκ, 1958: Ο Παναγιώτης Λουμάκης κατεβαίνει από το τρένο. Ένα Έλληνας τον υποδέχεται στο σταθμό και μαζί περπατάνε προς ένα εστιατόριο. Μπαίνοντας, συναντούν μια γυναίκα καθισμένη μόνη της σε ένα τραπέζι με ένα μπουκάλι Μεταξά. «Γειά σου θεία, ευχαριστώ, είπα με το που την είδα. Αλλά η μόνη της απάντηση ήταν: ήρθες και εσύ τώρα να καζαντίσεις…» αναφέρει ο κύριος Λουμάκης όταν ξεκινάει να διηγείται την δική του ιστορία μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τον Καναδά.

Όλοι κάποτε έχουν ακούσει για έναν μακρινό συγγενή που πριν χρόνια μετανάστευσε στον Καναδά και δεν επέστρεψε ποτέ· για μια θεία που έφυγε παιδάκι και μετά πλούτισε. Αυτές οι ιστορίες όμως είναι κάτι παραπάνω από μια αναφορά στο μεσημεριανό τραπέζι. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και με σημείο κορύφωσης τη δεκαετία του 1960 οι μεταναστευτικές ιστορίες των ανθρώπων που έκαναν την υπερατλαντική αυτή μετακίνηση είναι ιστορίες γεμάτες πόνο, αγώνα για την επιβίωση και νοσταλγία για την πατρίδα.

Η ομογενής Jenny Saunders μοιράζεται την ιστορία μετάναστευσης από την Ελλάδα στον Καναδά

Με ένα εβραϊκό πλοίο έφτασε η Jenny Saunders από τη Σπάρτη στον Καναδά όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Η Jenny βίωσε τις δυσκολίες της μετανάστευσης σε μια πολύ τρυφερή ηλικία. Ταξίδεψε μαζί με μερικά από τα αδέρφια της και τον πατέρα της χωρίς να διαθέτει καν τα απαραίτητα. Όταν της ζήτησα να μου αφηγηθεί την ιστορία της μου είπε: «Η δική μου ιστορία δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που έχω ακούσει γιατί σου λέω ειλικρινά εδώ όλοι υποφέραμε». 

Η θεία από τον Καναδά: Η ιστορία μετάστευσης της Jenny Saunders

Ο ομογενής Παναγιώτης Λουμάκης θυμάται το τρένο που πήρε για Μόντρεαλ

Ο Παναγιώτης Λουμάκης κατευθείαν μετά τη συνάντηση του με την γυναίκα με το κονιάκ πέρασε το βράδυ σε ένα μικρό κρεβάτι μιας αποπνικτικής αποθήκης. Δούλευε σε ένα υπόγειο με έναν γέρο χασάπη και η αμοιβή του ήταν πέντε δολάρια, τα οποία έφταναν ακριβώς για να πληρώνει το δωμάτιο. Του πήρε μήνες να συνειδητοποιήσει ότι τον εκμεταλλευόταν και να φύγει με έναν «Γάλλο» για το Μόντρεαλ από το Κεμπέκ. «Η μητέρα μου η φουκαριάρα μου είχε δώσει ένα μπαούλο γεμάτο με ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια. Έπρεπε να τα πάρω μαζί μου και το τρένο ήταν δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά. Πήραμε το μπαούλο, από την μια αυτός, από την άλλη εγώ, και τη βαλίτσα στο χέρι και ξεκινήσαμε για το τρένο. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο και ψάχναμε για δουλειά. Πηγαίναμε πόρτα-πόρτα με τα πόδια. Είχε παντού χιόνι και εμείς φορούσαμε από ένα ζευγάρι πέδιλα» αφηγείται. Η πρώτη δουλειά του Παναγιώτη στο Μόντρεαλ ήταν «Πιατάς». «Την πρώτη εβδομάδα ήμουν εντάξει. Την δεύτερη το αφεντικό άρχισε να ανοίγει μια στο τόσο τα σκουπίδια και να βρίσκει μέσα μαχαίρια, πιρούνια. Εκείνος με έβριζε και εγώ τα είχα χάσει. Στεναχωριόμουν. Με έδιωξε και εγώ έκλαιγα. Τότε ένας μάγειρας με είδε και μου είπε: Παιδί μου, μη στεναχωριέσαι. Αυτός έχει «Πιατά», ο οποίος πήρε δύο βδομάδες άδεια και τώρα θα γυρίσει. Έριχνε τα πιρούνια στα σκουπίδια για να βρει αφορμή να σε διώξει». Ο Παναγιώτης άρχισε να αναζητά ξανά δουλειά, αυτή τη φορά στο Τορόντο. Το Τορόντο ήταν το μέρος που μετακινήθηκαν σταδιακά οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες του Καναδά και μέχρι και σήμερα αποτελεί την πόλη με την μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων. Ο Παναγιώτης δούλεψε για χρόνια στο νοσοκομείο του Τορόντο μέχρι που μάζεψε χρήματα, με την στήριξη της γυναίκας του, ώστε να ανοίξουν το πρώτο τους μικρό εστιατόριο με «Toast n’ egg». Με την κατασκευή του μετρό, το μαγαζί κατεδαφίστηκε και ο κύριος Παναγιώτης και η σύζυγός του αποζημιώθηκαν. Ακολούθησαν κάποια χρόνια εργασίας στο αεροδρόμιο και μετά πάλι στην εστίαση, σε Steak House. «Είχαμε ζυμωθεί στα εστιατόρια» αναφέρει. Η ενασχόληση με τα εστιατόρια ήταν, άλλωστε, αυτό που αγαπούσε να κάνει γι’ αυτό και βήμα-βήμα έφτασε στην κορυφή της ιεραρχίας.

 Greek immigrants of Canada

Η επιστροφή ενός ομογενή στην Ελλάδα

Παρά την ευκατάστατη ζωή που είχαν χτίσει στο Τορόντο ο Παναγιώτης Λουμάκης και η γυναίκα του, το 1972 είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα. «Πουλήσαμε το σπίτι, τα αμάξια. Δεν αφήσαμε τίποτα» αφηγείται. Στόχος τους ήταν να χτίσουν μια πολυκατοικία στην Σπάρτη, από όπου και καταγόταν και αυτός και η γυναίκα του. Οι ρυθμοί ζωής όμως την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα δεν έμοιαζαν καθόλου με αυτούς του Καναδά. «Εγώ νομίζω τα έβλεπα πολύ διαφορετικά τα πράγματα» λέει χαρακτηριστικά. «Στον Καναδά μέσα σε δύο-τρεις μήνες φτιάχνουν πολυώροφα κτίρια. Στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να πάρουμε καν την άδεια». Αυτός και η οικογένεια του προσπάθησαν να κάνουν μια νέα αρχή στην Ελλάδα αλλά η ελληνική νοοτροπία ήταν πλέον εκ διαμέτρου αντίθετη συγκριτικά με τη δική τους.

Η επιστροφή ξανά στον Καναδά ήταν αναπόφευκτη αλλά ακόμη και αυτή επιφύλασσε εκπλήξεις. Ο Παναγιώτης επέστρεψε στο steak house, που δούλευε παλιότερα, και λίγο αργότερα άνοιξε με τη βοήθεια της γυναίκας του ένα κέντρο διασκέδασης. Η αγορά νέου σπιτιού και ανάγκη χρηματικής υποστήριξης της υπό κατασκευής πολυκατοικίας και της μικρής του κόρης που ζούσε προσωρινά στην Ελλάδα τον οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο. «Έπρεπε να πουλήσουμε το σπίτι» αναφέρει ο Παναγιώτης Λουμάκης. Η στήριξη από ένα Έλληνα συγγενή τον βοήθησε τελικά να ορθοποδήσει και να καταφέρει να ανοίξει μετά από χρόνια ένα δικό του εστιατόριο με Steak.

Έπειτα, για τον Παναγιώτη Λουμάκη ακολούθησαν και άλλες επενδύσεις που του επέτρεψαν να αποκτήσει  την οικονομική άνεση που έχει σήμερα για αυτόν και την οικογένεια του και σιγά σιγά να αφήσει την εργασία στην εστίαση και να ζήσει μια πιο ήσυχη ζωή στο Richmond Hills του Οντάριο. Παρόλα αυτά, κλείνοντας αναφέρει: «Ως παιδί στην Σπάρτη δεν είχα παράπονο με τίποτα άλλα ήθελα να φύγω για να σπουδάσω. Αν ήξερα όμως τι θα περάσω δεν θα ερχόμουνα». Πλέον έχει την ευκαιρία να επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ελλάδα, την οποία αγαπάει πάρα πολύ. «Δυο χρόνια δε πήγα στην Ελλάδα και νομίζω έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου» μου λέει και συγκινείται. 

Ιστορίες επιτυχίας Ελλήνων που μετανάστευσαν στον Καναδά

Την περίοδο μετά τον πόλεμο, πολλοί Έλληνες που μετανάστευσαν για τον Καναδά εργάστηκαν σε κάποιο εστιατόριο και ύστερα σε κάποιο ακόμη. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του Παναγιώτη Λουμάκη, έτυχε αυτή η συνθήκη να είναι κάτι που τους ταίριαζε. Για άλλους όμως, ο τομέας των εστιατορίων ήταν μια έξυπνη κίνηση, μια αξιοποίηση των περιορισμένων ευκαιριών. Ανειδίκευτοι άνθρωποι από αγροτικές περιοχές που ξεκινούσαν χωρίς την γνώση των αγγλικών ως λαντζιέρηδες, είχαν πιθανότητες, αν εργαστούν σκληρά, να μαζέψουν χρήματα, να σταθούν οικονομικά, ακόμη και να ανοίξουν το δικό τους εστιατόριο.

 Greek immigrants of Canada

Ο Peter Stratigeas σήμερα ζει σε μια μεγάλη εξοχική κατοικία στο Loretto, σε μια πόλη έξω από το Τορόντο, το «cottage» όπως το αποκαλεί. Για τον Peter, η μετανάστευση ξεκίνησε ως μια «παιδική παρόρμηση». Αν και είχε πολύ καλές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα, ο πατέρας του ήθελε ο γιος του να ασχοληθεί με την γεωργική παραγωγή στο χωριό της Τρύπης, όπου και διέμεναν. O Peter για να αποφύγει τα σχέδια των γονιών του, ενώ ήταν μόλις εννέα χρονών, αποφάσισε να βρει δουλειά στην κοντινότερη πόλη, τη Σπάρτη. Αργότερα έφυγε για τους ίδιους λόγους για την Αθήνα.

 Greek immigrants of Canada

Ακόμη και η Αθήνα όμως δεν έμοιαζε αρκετή για τις τότε φιλοδοξίες του Peter. «Ι was so young» αναφέρει χαρακτηριστικά. Μετά δύο χρόνια δουλειάς στην Αθήνα, στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών έγραψε ένα γράμμα στην θεία του που έμενε στο Καναδά για να μπορέσει να τον πάρει εκεί μαζί της. «Μας έστειλε μια πρόσκληση και πήρε τον πατέρα μου και εμένα». Ο Peter εξηγεί πως ήταν απαραίτητο να τον συνοδέψει ο πατέρας του, αφού η καναδική νομοθεσία σχετικά με τη μετανάστευση δεν επέτρεπε να προσκαλέσει κανείς συγγενή δευτέρου βαθμού στη χώρα. Από το σημείο αυτό ξεκίνα να διαδραματίζεται μια πραγματική ιστορία επιτυχίας, η οποία όμως βασίστηκε στην αφοσίωση και την σκληρή δουλειά. Πατέρας και γιος δούλεψαν μαζί στο Τορόντο για κάποια χρόνια, έως ότου να μαζέψουν λεφτά, να αγοράσουν σπίτι και να μεταφέρουν όλη την οικογένεια εκεί.

Στα δεκαοκτώ του χρόνια ο Peter Stratigeas άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο στο κέντρο του Τορόντο με έναν συνομήλικο φίλο του. «Είχα τέσσερις εργαζόμενους» λέει και χαμογελάει. Η ερώτηση μου αμέσως ήταν πως μάζεψε το κεφάλαιο των χρημάτων: «Δανειστήκαμε χρήματα. Είχαμε πολλούς φίλους. Εκείνη την περίοδο όλα ήταν φθηνά» απαντάει εκείνος. Αφού συμπληρώθηκαν δύο χρόνια λειτουργίας του εστιατορίου, καθάρισαν την αποθήκη στον δεύτερο όροφο του μαγαζιού, ώστε να την μετατρέψουν στο Athenian Room, ένα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. «Φέραμε τα μπουζούκια από την Ελλάδα και είχαμε ουρές». Αργότερα, αξιοποίησαν και τον τρίτο όροφο φτιάχνοντας ένα Sky Ηall. Η απήχηση του μαγαζιού σύμφωνα με τον Peter οφείλεται στο εξής: «Ήταν πάρα πολλοί οι Έλληνες του Καναδά εκείνη την περίοδο και ήταν το μόνο μέρος που παρείχε ελληνική διασκέδαση, μπουζούκια. Φέρναμε και όλους αυτούς του Έλληνες superstars, τα όνοματα των οποίων δεν θυμάμαι τώρα πια».

κέντρο νυχτερινής διασκέδασης The Athenian Room

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Peter και ο φίλος του δεν μπορούσαν λόγω της νεαρής ηλικίας τους να εκδώσουν νόμιμη άδεια πώλησης αλκοολούχων ποτών για το κέντρο διασκέδασης τους οδήγησε μετά από κάποιο διάστημα να κλείσουν την, κατά τα άλλα πολύ επιτυχημένη, επιχείρηση. Από εκεί ο Peter κατέφυγε στον Έλληνα θείο του στο Σικάγο, όπου και εργάστηκε στη φάρμα του. Όταν τελικά τον συνέλαβαν γιατί δεν διέθετε πράσινη κάρτα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Τορόντο. Γνώρισε και παντρεύτηκε την γυναίκα του, η οποία ήταν και εκείνη από την Σπάρτη, και με την βοήθεια της ξεχρέωσε όσα όφειλε σε γνωστούς και φίλους. Δανείστηκε ξανά και άνοιξε το επόμενο εστιατόριο, το Strait’s. «Μετά δανείστηκα ξανά και άνοιξα και το επόμενο εστιατόριο». Ακολούθησαν άλλα 7 εστιατόρια. Κανένα από τα εστιατόρια που είχε ο Peter δεν ήταν ελληνικό πέρα από τα μπουζούκια του Τορόντο: «Μετά από την επιτυχία του Athenian Room άνοιξαν άλλα δεκαπέντε μαγαζιά σαν αυτό».

Σήμερα μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες ο Peter τα έχει πουλήσει όλα και έχει επιλέξει μια ήσυχη και άνετη αγροτική ζωή σαν εκείνη που απέφυγε, όταν το έσκασε από το σπίτι του. Όσο για την σχέση του με την Ελλάδα, την έχει γυρίσει οδικώς δυο φορές και έχει εξασφαλίσει την δυνατότητα στα παιδιά του και στα εγγόνια του να κάνουν το ίδιο. Ο ίδιος όμως δεν θέλει πλέον να την επισκέπτεται. «In Greece I didn’t find these people very friendly» μου λέει χαρακτηριστικά. «Ακόμη και στο χωριό μου οι συγγενείς μου με προσκαλούσαν σε τραπέζια και άκουγα να συζητούν μεταξύ τους και να λένε: άσε αυτόν να πληρώσει». Ο Peter δεν έχει οικογένεια πλέον στην Ελλάδα  και δεν είναι χαρούμενος εκεί. «Αγαπώ την Ελλάδα και αγαπώ να περνάω χρόνο με Έλληνες εδώ στον Καναδά» αναφέρει, «Είμαι κουμπάρος είκοσι πέντε Ελλήνων του Καναδά και έχω βαφτίσει είκοσι οκτώ ελληνόπουλα. Έχω χτίσει μια ελληνική εκκλησία που έχει και σχολείο».

Welcome to Greektown: Η ελληνική συνοικία του Τορόντο στον Καναδά

Ταξιδεύοντας στο Τορόντο και ψάχνοντας για αντιπροσωπευτικές ιστορίες μετανάστευσης, μου ανέφεραν πολλοί: «Εδώ όλοι έχουν μια δύσκολη ιστορία να σου πουν». Οι πρώτες ιστορίες που άκουσα, αν και διαφορετικές μεταξύ τους, είχαν όλες τους κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Σε μια περιήγησή μου μια μέρα στη Greektown του Τορόντο συνάντησα ανθρώπους με εμπειρίες μετανάστευσης που διέφεραν από εκείνες που είχα ακούσει έως τότε. Ήτανε άνθρωποι που είχαν ζήσει στο πλαίσιο της ελληνικής κοινότητας, όποτε είχαν άλλα βιώματα και είχαν σχηματίσει διαφορετική αντίληψη για την μετανάστευση στον Καναδά.

Greektown on the Danforth

Η Danforth είναι μεγάλη οδός στην πόλη του Τορόντο, την οποία η ελληνική κοινότητα άρχισε να αναζωογονεί πολιτιστικά με μια σειρά από επιχειρήσεις ήδη από την δεκαετία του 1970. Πέρα από αυτό, όμως, η Greektown on the Danforth, όπως μετέπειτα ονομάστηκε, είναι και ένα μέρος που αποτέλεσε παρηγοριά για τους ανθρώπους που έφυγαν από τις πατρίδες του. Η πλειοψηφία των μεταναστών που έφτασε στο Καναδά μετά το 1950 δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα, ούτε είχε διασυνδέσεις με τους καναδούς πολίτες. Έτσι, η ύπαρξη μιας γειτονιάς που θα συναντούσαν ανθρώπους που μπορούσαν να μιλήσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους ήταν κάτι πολύ ανακουφιστικό. Αυτό διηγείται ο Τάκης Γαλιάτσος, ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα στο καφέ Leonidas, δίπλα στο πάρκο Alexander the Great Parkette της ελληνικής γειτονιάς.

Alexander the Great Parkette Greektown

Ο Τάκης Γαλιάτσος υπήρξε εξωτερικός συνεργάτης της EΡΤ και πραγματοποιούσε ανταποκρίσεις για την ελληνική ομογένεια του Καναδά. Η ιστορία του ξεκινά όταν έφτασε στον Καναδά το 1965. Κίνητρό του: οι σπουδές. Οι συνθήκες που συνάντησε με τη άφιξή του ήταν διαφορετικές σε σχέση με αυτές που περίμενε: «Όταν ήρθα δεκαέξι χρόνων, νόμισα ότι ήρθα στη Γη της Επαγγελίας. Αντίθετα, εδώ γνώρισα την φτώχεια. Όλοι ζούσαν σε συνθήκες δύσκολες. Δεν είχα εικοσιπέντε cents για να πάρω το βράδυ ένα hamburger. Ζούσα σε ένα δωματιάκι και τα βράδια καθόμουν στο παγκάκι και περίμενα να κοιμηθεί ο ιδιοκτήτης, διότι δεν είχα χρήματα να του πληρώσω το νοίκι». Τελικά δούλεψε χρόνια σε εργοστάσια, έβγαλε κάποια χρήματα και κατάφερε να εξειδικευτεί στην μηχανολογία.

«Πάντα έλεγα εδώ δεν είμαι μόνιμος» αναφέρει ο κύριος Γαλιάτσος. Αρκετά χρόνια μετά την άφιξή του στον Κανάδα και αφότου έκανε οικογένεια εκεί, επέστρεψε συνειδητά πίσω στην Ελλάδα. Κάτι, όμως, τον τραβούσε στον Καναδά. «Έτσι είναι αν γνωρίσεις δυο πατρίδες είσαι για πάντα χωρισμένος στα δυο» προσθέτει.

Για την τρίτη γενιά δεν είναι βεβαία πάντοτε τα συναισθήματα τόσο έντονα. Ο ρόλος της οικογένειας στην καλλιέργεια μιας ελληνικής ταυτότητας είναι καθοριστικός. Η σύνδεση, όμως, των παιδιών τους με την Ελλάδα αποτελεί πλέον μια συνειδητή επιλογή των γονέων. Η ελληνική κοινότητα του Τορόντο μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχει στους Έλληνες ομογενείς, διαθέτει και ελληνικό σχολείο για τα παιδιά. «Τα παιδιά στην πλειοψηφία τους δεν είναι μεγαλωμένα, έχοντας συγχρόνως και ελληνική ταυτότητα πέρα από την καναδική. Υπάρχουν, ωστόσο, παιδιά που έχουν αναπτύξει από τις οικογένειες τους αυτή την αίσθηση. Αυτά είναι τα παιδιά που αγαπάνε πάρα πολύ την Ελλάδα και είναι χαρούμενα που έρχονται στο ελληνικό σχολείο» αναφέρει η Βασιλική Κετεντζιάν, η δασκάλα του σχολείου της Ελληνικής Κοινότητας του Τορόντο.

δασκάλα ελληνικής κοινότητας Τορόντο

Ο Θύμιος, κάτοικος στην γειτονιά Greentown, διηγείται ότι ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό, διότι άκουσε, όπως λέει ότι «ο Καναδάς είναι μια πλούσια χώρα». Για ένα διάστημα και, παρά τις πρώτες δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με άνεση στον Καναδά, όμως λίγο αργότερα αυτή η οικονομική ευχέρεια χάθηκε. Σήμερα καθισμένος  παρέα με τους Έλληνες φίλους του στο καφέ της οδού Danforth μου λέει: «Είμαστε τυχεροί και που ζούμε σήμερα αλλά οφείλουμε στον Καναδά ένα ευχαριστώ γιατί μας στήριξε».

Σε όλες τις ιστορίες εκφράζεται η εκτίμηση που τρέφουν οι Έλληνες ομογενείς για τον Καναδά. Παρά τις δυσκολίες και παρά το γεγονός ότι ο Καναδάς τους χώριζε από την πατρίδα τους, που τόσο νοσταλγούν, ο Τάκης Γαλιάτσος μου λέει: «Ο Καναδάς μας στήριξε ως μετανάστες. Όταν ήρθαμε, μας έδινε εικοσιπέντε δολάρια την εβδομάδα. Είμαι πολύ ευγνώμων».

σημαίες της Greektown
Οι δυσάρεστες εκπλήξεις που βίωσαν ομογενείς στην Ελλάδα

Από όλες τις αφηγήσεις των ομογενών του Καναδά δεν λείπουν οι ιστορίες από τις επισκέψεις τους στην Ελλάδα. Οι ομογενείς διηγούνται με πολύ χαρά αυτές τις εμπειρίες τους λόγω της νοσταλγίας που νιώθουν για την πατρίδα. Παρόλα αυτά, τα ταξίδια τους στην Ελλάδα δεν εξελίχθηκαν πάντοτε όπως τα περίμεναν. Από την μέρα που ένας μετανάστης εγκαταλείπει τον τόπο του έως την μέρα που επιστρέφει ως επισκέπτης, έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχει αλλάξει η δομή του τόπου, το ίδιο και οι άνθρωποι που αφήνει πίσω του. Άλλωστε, και οι ίδιοι οι ομογενείς αλλάζουν από την εμπειρία της μετανάστευσης. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά ανθρώπων που με την επιστροφή τους στιγματίζονται ως ξένοι, αποτυχημένοι και φτωχοί. Μια τέτοια ιστορία είναι η ιστορία του Jimmy.

Ο Jimmy Vavaroutsos είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία χωρίς γονείς. Μπήκε από πολύ νωρίς στην εργασία και η μετανάστευση στον Καναδά προέκυψε ως η καλύτερη λύση. Μόλις έφτασε στον Καναδά εργάστηκε ως busboy και στη συνέχεια ως παρκαδόρος. Μάζεψε ένα μικρό κεφαλαίο, με το οποίο αγόρασε ένα Ice cream Truck. Η ιδιαίτερη αυτή επιλογή επένδυσης ήταν απροσδόκητα κερδοφόρα. Τα trucks του στο Τορόντο πολλαπλασιάστηκαν. Από τότε και στο εξής μένει έξι μήνες στο Καναδά και έξι μήνες στην Ελλάδα. «Νομίζω πως η Ελλάδα είναι το καλύτερο κράτος του κόσμου» λέει και χαμογελάει. Ωστόσο, σε ένα από τα πρώτα του ταξίδια πίσω στην Ελλάδα, αφότου είχε αποκτήσει την οικονομική άνεση που έχει σήμερα, ένας φίλος του ζήτησε να του αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Ο Jimmy αρνήθηκε και η απάντηση του φίλου ήταν: «Εσείς οι Πιατάδες είστε φθηνοί». Ο χαρακτηρισμός «Πιατάς» ήταν μια έκφραση που ακολουθούσε για πολλές δεκαετίες τους ομογενείς που επέστρεφαν στην πατρίδα. Χρησιμοποιούνταν υποτιμητικά και πλήγωνε τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν να επιβιώσουν και να κατακτήσουν όσα έχουν σήμερα.

 Greek immigrants of Canada

Από όλα όσα είδα και άκουσα από τους Έλληνες ομογενείς του Τορόντο ξεχώρισαν τα δάκρυά τους σε κάθε ερώτηση για την Ελλάδα. Καμία αρνητική εμπειρία που βίωσαν, κανένας μειωτικός χαρακτηρισμός, ούτε καν η εικόνα της σκληρής στιγμής που εγκατέλειψαν την Ελλάδα για να αποκτήσουν μια καλύτερη ζωή δεν είναι αρκετά για να αποδυναμώσουν το συναίσθημά τους. Και όπως μου είπε ο κύριος Γαλιάτσος: «Αν πας στα νεκροταφεία της Greektown θα δεις τις ελληνικές σημαίες πάνω στα μνήματα να συμβολίζουν πως κάποιοι από μας δεν επέστρεψαν ποτέ, ενώ ήθελαν. Εγώ θα πάω στη Σπάρτη εκεί είναι η ψυχή μου, εκεί θα πεθάνω».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ