Πολεις

Περιπέτειες στον Καφεκαπιταλισμό

Κατηφορίζω για το κέντρο σιγοσφυρίζοντας το «Reflector»

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 453
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κατηφορίζω για το κέντρο σιγοσφυρίζοντας το «Reflector», με τους Arcade Fire να ακομπανιάρουν τον γερο-Μπόουι, όταν τραγουδάει «see you at the other side».

Ένας βαρδάρης που τις προηγούμενες μέρες καθάρισε την ατμόσφαιρα υποχωρεί νικημένος από μια γλυκιά φθινοπωρινή ζέστη, μπερδεύοντας τις στιλιστικές επιλογές των ανθρώπων. Στην Τσιμισκή οι πρώτες Ουγκενότες ξανθομαλλούσες Θεσσαλονικιές (που φορούν μποτάκια Ugg) λανσάρουν το Αλάσκα style, ενώ παραδίπλα στη Ζεύξιδος οι Παπάδες, χίπστερ δηλαδή με μούσι, επιμένουν με σαγιονάρα και βερμούδα να μηρυκάζουν αγόρια του Κανκούν.

Πιο πριν, περνώντας από την Καμάρα έπεσα πάνω στην πορεία διαμαρτυρίας των αναρχικών για το ντου στην κατάληψη του Ορφανοτροφείου της Τούμπας. Φορούσαν μαύρα hoodies σαν κομπανιέρος του Σιάτλ, ανοιχτά ώστε να φαίνεται το μπλουζάκι των Pearl Jam. Παρακάτω, στο άγαλμα του Βενιζέλου της Αριστοτέλους, συντρόφια του ΠΑΜΕ με φόρμες εργασίας έκραζαν τα αφεντικά. Μια πόλη στα όρια της στιλιστικής παράκρουσης, ένα Σάββατο μεσημέρι όπου ανάμεσα στα γκαρίσματα από τις κόρνες των αυτοκινήτων ακούγονταν λογιών λογιών συνθήματα.

Κι εκείνη τη στιγμή, όταν βαρέθηκα να σιγοσφυρίζω τους Arcade Fire κι έπιασα τη μελωδία από το «Perfect Life», όπου Moby και Γουέιν Κράμερ των Flamming Lips έδιναν τα ρέστα τους, συνέλαβα τη θεωρία του Καφεκαπιταλισμού. Το κυρίαρχο δηλαδή σύστημα υπό τη σκέπη του οποίου δρα (ή αντιδρά) η πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της πόλης. Που ανεξαρτήτως μνημό ή αντιμνημό τοποθέτησης, ανεξαρτήτως στιλιστικών επιλογών, κουλτούρας και λοιπών διαχωριστικών γραμμών, έχουν κάτι κοινό: η καφεΐνη κυλάει στο αίμα τους κι ένα πλαστικό ποτήρι από take away προτεταμένο στο δεξί τους χέρι μαρτυρά πως όλοι κατά βάθος, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, δουλεύουν για αυτό το κυρίαρχο οικονομικό υπερσύστημα. Που αρκετούς τους κάνει πλούσιους, εφόσον κατέχουν ως αφεντικά τις επιχειρήσεις, ενώ άλλους τους κρατά δεσμώτες, και μιλώ φυσικά για την τάξη των εργαζόμενων καφεπρολετάριων που δουλεύουν λάντζα και σέρβις.

Όταν έπιασα θάλασσα και αντίκρισα όλα τα καφέ-μπαρ της παραλιακής εξίσου τίγκα, ένιωσα όπως ο Μαρξ όταν έγραψε το «Κεφάλαιο», καθώς η οικονομική μου ανάλυση επιβεβαιώθηκε από τους χιλιάδες Θεσσαλονικείς που ρουφούσαν με μανία ήλιο και καφεΐνη. Στα καφέ της παραλίας η φυλή των φυλών, οι κυρίαρχοι δηλαδή, είναι οι Λιάκουρες. Τύποι και τύπισσες που λιώνουν κάτω από τον ήλιο και μου θυμίζουν αναγνωστικό Α΄ δημοτικού, απλώς δεν είναι η αγελάδα που βόσκει κάτω από τη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, αλλά ο Θεσσαλονικιός. Που δυστυχώς δεν μπορεί να κατεβάσει ούτε μια ιδέα πιο πρωτότυπη από το να ανοίξει ένα καφέ ή να αράζει σε ένα καφέ ή να κυκλοφορεί με έναν καφέ στο χέρι. Και στο ενδιάμεσο να κάνει shopping ή επανάσταση, επ’ ουδενί όμως να κατέβει στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης στο λιμάνι και να αφιερώσει 5΄ από τον υπερπολύτιμο χρόνο του στο έργο του Yang Yongliang, που απεικονίζει την πόλη όπως την είδε ο καλλιτέχνης.


Φωτό: Yang Yongliang, από την έκθεση «Παράδοση-Ανατροπή» της Μπιενάλε 4, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, Αποθήκη Β1, Λιμάνι