Πολεις

Από την Περαία στον Περαία

Ένας Θεσσαλονικιός στον Πειραιά. Πόσο ίδια δείχνουν τα δυο μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 629
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Λάμπεις σαν το Βόρειο Σέλας, στο λοφάκι της Καστέλλας»! Περίεργο, μα και τόσο αληθινό συνάμα: αγναντεύω από το λόφο του Προφήτη Ηλία τον Αργοσαρωνικό, απλόχερο ορίζοντα απέναντι, και την Αθήνα, μελαγχολική κόρη με μάτια από σίδερο και σώμα από μπετόν, πίσω μου. Και καθώς μια ανάσα δίπλα στέκεται το ανοιχτό θέατρο Βεάκειο, έχω τη συνεχή αίσθηση πως θα σκάσει λαχανιάζοντας από την ανηφόρα ο Νίκος Παπάζογλου. Με το κόκκινο φουλάρι, την τζινένια στολή και την μπάντα του, τη Λοξή Φάλαγγα. Και πως τα όργανα θα πριζωθούν και το «Σουξεδιάρικο» θα αστράψει και θα αντιλαλεί με δέκα χιλιάδες βατ, και θα ακουστεί από εδώ ως την Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. «Λάμπεις σαν το Βόρειο Σέλας, στο λοφάκι της Καστέλλας». Ήχος και στίχοι που, θεωρώ, πάνε γάντι στις δυο πόλεις. Σχεδόν τις ενώνουν – κι ας θέλει λόγω του στερεοτυπικού κλισέ-κόντρα της μπάλας ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός να μισούνται θανάσιμα. 

Απορώ κιόλας με το γιατί. Γιατί είμαι στον Πειραιά, μα νιώθω μια οικειότητα, βιώνω μια συνάφεια, θαρρείς και είμαι ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη, στα Κάστρα. Απέναντί μου η Περαία και στο βάθος η Χαλκιδική, ίσια κάτω ο Λευκός Πύργος κι οι εγκάρσιες τομές-πλατείες Αγίας Σοφίας και Αριστοτέλους. Η αληθινή πατρίδα του Παπάζογλου και η δικιά μου. Ι’m a legal alien, που θα έλεγε κι ο Sting, εκείνος Εγγλέζος στη Νέα Υόρκη, εγώ Θεσσαλονικιός στο Μεγάλο Λιμάνι. «Θα είχε ενδιαφέρον να πας εσύ για ρεπορτάζ» είπαν στην εφημερίδα, «ο Πειραιάς μέσα από τα μάτια ενός Βόρειου». 

Κάτι ήξεραν! Από την ώρα που ο συρμός του ηλεκτρικού έπιασε το τέρμα του, από Αθήνα, με το που αντίκρισα τη θάλασσα, την έπαθα την… ομοιότητα. Κι όχι μόνο με την Καστέλλα, δίδυμη αδελφή θαρρείς με τα αριστοκρατικά της σπίτια και τη γειτονιά μου στην Άνω Πόλη, μα και με τη γειτονιά πέριξ του Επιμελητηρίου: μια συνεχής αίσθηση καρμπόν. Περιπλανιέμαι ανάμεσα στα παλιά ξενοδοχεία «Ιόνιο» και «Σπάρτη», την κραταιά πάλαι ποτέ σαπωνοποιία «Ερμής», το «αγνότερον αρωματικό σαπούνι», τον Λουμίδη, που επέστρεψε πάλι στην Τσαμαδού, εδώ από όπου ξεκίνησε το 1923. Λίγο παραδίπλα οι εξαίσιοι παστουρμάδες από κρέας καμήλας «Μιράν» με έτος έναρξης το 1922, ο «Μανδραγόρας» εισαγωγεύς αποικιακών, και λέω μέσα μου πως με Μοδιάνο και Φράγκων μοιάζουν αυτά τα στενά. Τα κραταιά κάποτε κέντρα εμπορίου του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, όπου άκμασαν οι μπίζνες και οι συναλλαγές. 

Λιμάνια ενωμένα, ποτέ νικημένα. Ποια κόντρα ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού, χαμογελώ, καθώς στον Πειραιά βρίσκω μόνο χνώτα-περιοχές που πιο πολύ τις «τακιμιάζουν» τις πόλεις παρά τις χωρίζουν. Αδέλφια! Ακόμα και στα έργα του μετρό. Ξεκοιλιάζουν το μαλακό υπογάστριο απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, σκορπίζοντας σκόνη και μποτιλιάρισμα. Σας νιώθω, Πειραιώτες μου, τα ίδια τραβάμε και εμείς στη Θεσσαλονίκη μέχρι να πάρουν μπρος κάποτε οι συρμοί. Και δεν θέλει δα και πολλή φαντασία για να δεις το δίπολο των εδώ δρόμων Ηρώων Πολυτεχνείου (μπαίνεις Πειραιά) και Λαμπράκη (βγαίνεις από Πειραιά), με τις «πάνω» Εγνατία και Τσιμισκή. Δεν χρειάζεται καν να σκεφτείς ποιον «παραλληλισμό» να δώσεις στο υπέροχο κτίριο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Με τέτοια θέα στη θάλασσα και κάλλος αρχιτεκτονικό, το «διδυμάκι» της είναι το Παλατάκι της Θεμιστοκλή Σοφούλη. Κι ο όγκος του ορφανοτροφείου «Χατζηκυριάκειο», ξεφλουδισμένος στο εσωτερικό του από την ανάπλαση - ανακαίνιση που συμβαίνει, έτσι όπως δεσπόζει, μου φέρνει στο νου το αντίστοιχο «Παπάφειο» της Τούμπας. Ok, ο Βαρδάρης μας δεν υπέστη ακόμα gentrification μαζικής εστίασης, όπως η εξίσου περιώνυμη για τα αντίστοιχα κάποτε «σέρβις» της Τρούμπας, μα μοιάζει παρόμοια η πολεοδομία των άλλοτε «κόκκινων φαναριών» στενών. 

Περπατώ στη νέα Τρούμπα, κινεζικά εστιατόρια, κεμπάπ και curry σποτ, ελληνάδικα στέκια με τέμπο μπιτ μπουζούκι και ωραία νέα μπιστρό και το σύνδρομο «Πειραιοθεσσαλονίκη» συνεχίζει να με κατατρέχει. Στα Βοτσαλάκια, που στα νερά τους και την εκκλησιά τους πάντρεψε η Γεωργία –θεία από το Σικάγο– Βασιλειάδου και τις έξι ανύπαντρες κόρες του Ορέστη Μακρή, παθαίνω άλλη μια «κρίση» θεσσαλονικίτιδας. Τα κάνω αντίστιξη με την πλαζ της δικιάς μας Περαίας, που ο Δαλιανίδης γύρισε το πολύπαθο ζετέμ του Κώστα Βουτσά με τη μάνα την Κωνσταντινουπολίτισσα και τη Μάρθα Καραγιάννη στη «Νύχτα γάμου». 

Στη Μαρίνα της Ζέας λες και τα πλοιάρια, τα κότερα και οι βάρκες κολυμπούν μέσα στα νερά της Κρήνης, η κυριακάτικη βαβούρα στις ταβέρνες σε Τουρκολίμανο και Πασαλιμάνι, τα τσουγκρίσματα των ούζων και οι παρέες σε φάση «για ψαράκι» είναι ολόιδιες εικόνες με τις αντίστοιχες σε Αρετσού και Νέους Επιβάτες. Απλά εδώ σήμερα στις 4 παίζει ο Θρύλος με τον Ατρόμητο. Η μόνη διαφορά με το αντίστοιχο ματσάκι στο βορρά, που η φανέλα αλλάζει χρώμα και από κόκκινη γυρίζει σε ασπρόμαυρη. Γιατί κατά τ’ άλλα τα τσιπουράκια μάς ενώνουν και οι κερκίδες μάς πωρώνουν. Ή μας πολώνουν (κακώς, δεν θα έπρεπε, ίδιοι είμαστε, επαναλαμβάνω). 

Κοίτα να δεις φτυστές, κοινές και αυτοκόλλητες συμπεριφορές κι αναφορές, λες και οι δυο πόλεις λιμάνια μοιάζει σαν να εμπεριέχουν η μία την άλλη. Γιατί, όπως στη Θεσσαλονίκη κάποτε, τα χέρσα του Αγίου Ιωάννη Καλαμαριάς, που τα κατοικούσε η φτωχολογιά και τα σνόμπαραν οι αστοί, σήμερα έχουν ακριβούς συντελεστές δόμησης και θεωρείται προνόμιο να μένεις, έτσι συμβαίνει τώρα και στον Πειραιά. Τα «Κουνουπάδικα», όπως αποκαλούσαν οι πλούσιοι της Καστέλλας και της Τερψιθέας τα βράχια της Πειραϊκής σνομπάροντας το μέρος, όπου προφανώς ο Στέλιος ο μπεκρής έπινε σαν αντιβίωση για να μην πάθει ελονοσία από τα σμήνη, σήμερα θεωρούνται από τις πιο χιπ περιοχές για να μένεις. Απίστευτη θέα και ξόδεμα βλέμματος στον ορίζοντα του Αργοσαρωνικού αλλά κι όλη την ακτογραμμή ως τη Βουλιαγμένη. Ως και τα απομεινάρια από τα Θεμιστόκλεια Τείχη, οχυρωματική άμυνα που προστάτευε εν τω συνόλω την ακτογραμμή Αθήνας - Πειραιά, προσομοιάζουν με το δικό μας αντίστοιχο απομεινάρι που σάρωνε κάποτε περικυκλώνοντας τη Θεσσαλονίκη-απόρθητη πόλη. Αντίστοιχα θα τα βρεις να σκέπουν ακόμα κάποια σημεία δίπλα από τα Δικαστήρια. 

«Λάμπεις σαν το Βόρειο Σέλας στο λοφάκι της Καστέλλας». Το «Σουξεδιάρικο» του Νίκου Παπάζογλου, σε στίχους Μανωλάκη Ρασούλη, τελικά είναι τραγούδι που ενώνει, σκέφτομαι καθώς η βόλτα μου στον Πειραιά τελειώνει από εδώ που ξεκίνησε. Και για την ακρίβεια, στην ταβέρνα του «Κεφαλονίτη» – τα καλύτερα παϊδάκια του λιμανιού, ως διατείνονται ντόπιοι φίλοι κι όχι μόνο. Γιατί η «αίθουσα», πέρα από γεύση και ποιότητα, διαθέτει κι άλλο ένα αξιόμαχο ατού: τις προγνώσεις-σιγουράκια του Κωστάκη για το στοίχημα. Χαμογελάω μέσα μου: λες και είμαι στο «Σαΐτη» στην Άνω Πόλη, Καστέλλα της Σαλόνικας. Και λίγο παρακάτω, στο γήπεδο του ΒΑΟ, κάνουν προπόνηση τα μπασκετόπουλα των Συκεών, όπως παραδίπλα τα Πειραιωτόπουλα του Φοίνικα και του Πορφύρα δοκιμάζουν φιγούρες του Αντεντοκούμπο. Ή του Γκάλη. Μπερδεύτηκα. Είναι τόσο οικείες, κοινές, απαράλλαχτες θαρρείς οι αναφορές αυτών των δυο πόλεων. «Λάμπουν σαν το Βόρειο Σέλας, μέχρι τρέλας, μέχρι τρέλας», για να παραφράσω ελαφρώς τον Παπάζογλου. Κανονικά θα έπρεπε να αδελφοποιηθούν. Αντικαθρεφτίζονται, βλέπεις, το ένα μέσα στα νερά-μάτια του άλλου.