Πολεις

Θεσσαλονίκη: Το 52 το καλό!

Την προηγούμενη Κυριακή, τα λαϊκά κορίτσια του Κορδελιού έβλεπαν «Dancing on Ice»

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 368
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
17558-38648.jpg

Την προηγούμενη Κυριακή, τα λαϊκά κορίτσια του Κορδελιού έβλεπαν «Dancing on Ice» ευχόμενα κι αυτά, όταν αποκτήσουν τα χρόνια της Ζωής Λάσκαρη, να διαθέτουν ακόμα τέτοια λαμπερή επιδερμίδα. Στου Χαριλάου τα κιτρινόμαυρα αλάνια φορούσαν μαύρο περιβραχιόνιο του πένθους ένεκα της τριάρας από τον Θρύλο, ενώ στο κέντρο η πλειοψηφία των ανοιχτών τηλεοπτικών δεκτών ήταν συντονισμένη στα νέα για τον Λουκά Παπαδήμο. Αυτό που λένε «πραγματική ζωή» τις Κυριακές καμιά φορά μού φαίνεται αβίωτο στ’ αλήθεια, σκέφτηκα, όταν βγήκα από την τσέχικη ταινία «Το σπίτι», όπου τα προβλήματα της εκεί ηρωίδας ήταν άλλου είδους. Ενδοοικογενειακά! Πατήρ δυνάστης, γκόμενος κότα, τόπος διαμονής τραγικός, όνειρα και μέλλον ουδέν.

Χάρη στο 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η φυλή των αλαφροΐσκιωτων σινεφίλ, αντί να ασχολούμαστε με τα αθλητικά, την κρίση ή την παρουσιάστρια Μπαλατσινού σε θέαμα επί του πάγου, προτιμήσαμε να κρυβόμαστε σε σκοτεινές αίθουσες, καταφέρνοντας να απομακρυνθούμε από όλη αυτή την κυριακάτικη μιζέρια. Κι ευτυχώς είναι τόσο καλό το φετινό πρόγραμμα, που το φεστιβάλ αλλά κι εμείς επιτυγχάνουμε το σκοπό μας. Σε αυτή την κλειστοφοβική Ελλάδα του προβλέψιμου θεάματος και της μεγάλης κρίσης, οι ταινίες που διάλεξε ο Δημήτρης Εϊπίδης, όσο κι αν ακούγεται κλισέ, καταφέρνουν να ανοίξουν ένα παράθυρο σε έναν κόσμο διαφορετικό. Αλλά και τόσο ίδιο, ξανασκέφτηκα όταν βγήκα από την ισραηλινή «Πλημμύρα», το ιταλικό «Οι συνέπειες του έρωτα», το ουκρανογερμανικό «Ένα αθώο απόγευμα» και τη μεγαλειώδη αισθηματική δανέζικη κωμωδία «Superclassico», υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Μπάλα, κρασί, έρωτας, πυρηνικοί αντιδραστήρες, μπαρ μίτζβα τελετές ενηλικίωσης, μαφιόζικο χρήμα στην Ελβετία, Βραζιλιάνοι τρανσέξουαλ που εκτός από πεζοδρόμιο γνωρίζουν και τον Φρόιντ, Άραβες που ζουν στο Κεμπέκ και φτιάχνουν ψεύτικα προφίλ στο chat αναζητώντας λίγη στοργή.

Στην τελετή έναρξης για πρώτη φορά δεν παρέστησαν πολιτικοί κι έτσι γλιτώσαμε τους λόγους και τα λογίδρια, αφού οι εθνοπατέρες ήταν μαντρωμένοι στη Βουλή για την ψήφο εμπιστοσύνης. Ένεκα δε οικονομικής κρίσης, ούτε επώνυμοι ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, πλην του Γιάνναρη, που του κάνουν αφιέρωμα, ανηφόρισαν στα μέρη μας. Αυτό δεν μειώνει καθόλου μα καθόλου την ουσία, τη μεστότητα και τη μεγάλη γιορτή. Το φεστιβάλ ανήκει στο λαό του, που πλημμυρίζει τις αίθουσες, δοκιμάζει τις εξαίσιες ζεστές σοκολάτες των φουαγιέ του λιμανιού, ξεκαρδίζεται με τη φωνή που προειδοποιεί να μη μαγνητοσκοπούμε παρανόμως σε άπταιστα θεσσαλονοαγγλικά συρίζοντας όλα τα σίγμα σαν σιδηρόδρομο. Δεν σας κρύβω πως με την ίδια έξαψη και αγωνία που περιμένω να αρχίσουν οι ταινίες, περιμένω και το... «producersss asssosssiasssion».

Μερικές σημειώσεις εν τάχει: στο πάρτι του περιοδικού SOUL, το προηγούμενο Σάββατο, έγινε της κολάσεως από τα πλήθη που συνέρρευσαν και πίταραν την αποθήκη Γ΄, το σινεμά του Πάολο Σορεντίνο είναι μεγαλειώδες, ο Δανός Όλε Κρίστιαν Μάντσεν εκτός από σκηνοθετάρα είναι και κούκλος με την ανάποδα φορεμένη τραγιάσκα του, όπως συνέταξαν στο πόρισμά τους τα κορίτσια, και οι τουαλέτες είναι πάντα καθαρές αποδεικνύοντας πως όντως όσοι παρακολουθούν σινεμά είναι πολιτισμένοι.

Μεγάλη συλλογή καπέλων και σκούφων, καθότι ο σωστός σινεφίλ όχι απλώς πρέπει να προσέχει αλλά και να επιδεικνύει τέτοιες μέρες την γκαρνταρόμπα του και ό,τι στοκ διαθέτει σε χίπστερ καβουράκια ή χρωματιστά πλεκτά, ντυσίματα-statement «είμαι ψαγμένη, είμαστε indie και μας αρέσει», μιλιούνια εθελοντών αλλά και εργαζομένων που περιφέρονται φορώντας αυτάρεσκα στο λαιμό την ταυτότητά τους, λες και δουλεύουν στο Γούντστοκ, και, όπως πάντα, οι αγαπημένες μου γηραιές καλλιεργημένες κυρίες, δυο-δυο, τρεις-τρεις, πάντα εκεί, 52 χρόνια τώρα.

Είμαστε τυχεροί σε αυτή την πόλη τις δύο Κυριακές του φεστιβάλ. Έχουμε μια εναλλακτική πέρα από το να λιώνουμε με φραπόγαλα και ήλιο ή να βολοδέρνουμε με ζάπινγκ μεταξύ μπάλας ή θεαμάτων επί πάγου. Το βραζιλιάνικο «Ο ουρανός πάνω από τους ώμους μας» και το καναδέζικο «Romeo Onze», τα κρύα σάντουιτς στα γρήγορα από ταινία σε ταινία, ακόμα και οι κιτς βελούδινες καρέκλες του φουαγιέ της αποθήκης Γ΄, όλα μα όλα συνηγορούν στη μοναδικότητά του, στη σημασία του, στην υπέρτατη παρηγοριά, το σύμπαν να γκρεμίζεται, ο κόσμος να καταρρέει, η επικαιρότητα να καλπάζει, η ζωή και οι ειδήσεις διάστιχτες από κλισέ να επαναλαμβάνονται μονότονα, αλλά το σινεμά πάντα να καραδοκεί στο λιμάνι και οι αίθουσές του σαν χαρταετοί να πετάνε ψηλά σε μέρη που από τη γη, όπου είσαι καρφωμένος, δεν τα πιάνει το μάτι σου.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr

 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ