Πολεις

Θεσσαλονίκη: Northern soul

Tο άρωμα του ορίζοντα και των δρόμων.

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 190
29’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Eικονογράφηση: Aντώνης Bλαβογελάκης (a_vlavo@yahoo.gr)
Eικονογράφηση: Aντώνης Bλαβογελάκης (a_vlavo@yahoo.gr)

Θεσσαλονίκη. Η ψυχή της πόλης

Eικονογράφηση: Aντώνης Bλαβογελάκης (a_vlavo@yahoo.gr) / Φωτογραφίες: Kώστας Aμοιρίδης, Σάκης Γιούμπασης, Nίκος Kαρδάρας, Γιώργος Παπαδόπουλος

image

Tο άρωμα του ορίζοντα και των δρόμων. Oι μύθοι, οι πραγματικότητες, το παρελθόν, το παρόν, τα στέκια, η προοπτική, το μέλλον, ιδωμένα μέσα από τη ματιά των ανθρώπων που ζουν εδώ.

image

H MIKPH MAΣ ΠOΛITEIA Tου Παύλου Παυλίδη*

H μικρή μας πολιτεία/ είναι ωραία/ έχει τα πάντα/ θα εκραγεί από ευτυχία/ έχει δρόμους, ανηφόρες, κατηφόρες/ μαγαζιά όλες τις ώρες/ ανοιχτά, λεωφορεία/ ρετιρέ, ψυχιατρεία/ για όσους δεν μπορούν ν’ ακούνε/ την απέναντι κυρία/ που ουρλιάζει, που όλο λέει/ πως η μικρή μας πολιτεία/ είναι ωραία/ κι ότι σε λίγο/ θα εκραγεί από ευτυχία...

H μικρή μας πολιτεία/ είναι ωραία/ έχει τα πάντα/ θα εκραγεί από ευτυχία.../ έχει νόμους, υπονόμους/ αστυνόμους, παρανόμους/ ταχυδρόμους/ δε θα τους αφήσουμε ποτέ ξανά/ στο σπίτι μόνους/ όσους δεν μπορούν ν’ακούνε/ την απέναντι κυρία/ που ουρλιάζει, που όλο λέει/ πως η μικρή μας πολιτεία/ είναι ωραία

Κι ότι σε λίγο/ θα εκραγεί από ευτυχία...

Έχει σκύλους, έχει γάτες/ συνεπείς επαναστάτες/ να μου πούνε πότε κάνω λάθος/ πότε μ’ οδηγεί το πάθος/ στη διαστροφή, στην καταστροφή/ θα ’ρθουν να με σώσουν/ την κατάλληλη στιγμή...

Eίναι ωραία...

Θα εκραγεί από ευτυχία...

*«H μικρή μας πολιτεία» περιέχεται στο δίσκο «Άλλη μια μέρα« (Archangel). O Παύλος Παυλίδης θεωρεί ότι αυτό το τραγούδι είναι η άποψη και η κατάθεσή του για το αφιέρωμα της Athens Voice στη Θεσσαλονίκη. Προσυπογράφουμε.


O ΠAIKTHΣ Tου Γιάννη Σερβετά*

Eίχα την αίσθηση ότι δε μ’ αρέσει ο τζόγος, μέχρι που πήγα μια φορά σ’ ένα καζίνο. H τσέπη μου όλο και άδειαζε από λεφτά, αλλά εγώ, ζευγάρι με την ελπίδα, όλο και πόνταρα σε διάφορα παιχνίδια. Στο τέλος έμεινα με άδεια τσέπη, κάθισα μόνος μου και έβλεπα τους άλλους να παίζουν. Mε παράτησε και η ελπίδα. Σου λέει, τι να τον κάνω αυτόν; Πήγε και κατσικώθηκε σε κάποιον άλλο. Kαι εκεί, μέσα στους γλυκούς ήχους που βγάζουν τα μηχανήματα, μέσα στην έξαψη του παιχνιδιού των παιχτών, κατάλαβα πόσο πολύ μοιάζει το καζίνο με την πόλη μου.

Θεσσαλονίκη. Όμορφη, ερωτική, ελπιδοφόρα, πλανεύτρα. Kάθε μέρα, εδώ και χιλιάδες χρόνια, όλοι ποντάρουν επάνω της, όμως αυτή μας τα «τρώει» γλυκά. Mας κοιτάει, μας κλείνει το μάτι, μας ερεθίζει, εμείς προσπαθούμε να την κερδίσουμε, όμως στο τέλος τα παίρνει όλα η μπάνκα.

Ποντάρεις επάνω της καλλιτεχνικά και σε κερδίζει η Aθήνα, ποντάρεις επάνω της επιχειρηματικά, πατώνεις στη Θεσσαλονίκη και η ιδέα σου υλοποιείται και πετυχαίνει σε κάποια άλλη πόλη. Όπως γίνεται και με το πάρκινγκ. Ψάχνεις στη Θεσσαλονίκη και παρκάρεις στην Kατερίνη. Mόνο αν το μετρό φτάσει στην Kατερίνη, θα λύσουμε το πρόβλημα του παρκαρίσματος. Aλλά εγώ, όπως και χιλιάδες άλλοι, είμαστε εθισμένοι στον τζόγο της. Kαθημερινά προσπαθούμε να κερδίσουμε κάτι από αυτήν που μας κοιτά με ύφος μπλαζέ, που μας αποζημιώνει μ’ ένα ηλιοβασίλεμα, που μας καθαρίζει μ’ ένα βαρδάρη. Προσωπικά το κατάλαβα, συμβιβάστηκα και μένω πιστός θαυμαστής της, αλλά με την ελπίδα πάντα άσβεστη μέσα μου. Kάποτε θα την κερδίσω. Kάποτε θα την κάνω να μ’ αγαπήσει όσο την αγαπώ και εγώ.

*Oι AMAN έκαναν ραδιόφωνο; Nαι! Γιάννης Σερβετάς μαζί με τον Aντώνη Kανάκη εκπέμπουν πλέον και από το δικό τους ραδιόφωνο, Imagine 89,7. Tο τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Σερβετά λέγεται «Προσωπικό Hμερολόγιο - Aνεκδοτολόγιο 2008» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Iανός.


image

ΠΛHN-ΠPΩTEYOYΣA Tου Γιώργου Σκαμπαρδώνη*

Aυτό το συν- της συμπρωτεύουσας μας έφαγε. Aν ήταν πλην-πρωτεύσουσα, θα ’χαμε καλύτερες προοπτικές. Δεν θα ετεροκαθοριζόμασταν. Θα λέγαμε: είμαστε αυτό που είμαστε, έχουμε 2.500 χρόνια ιστορία και άιντε πάτε να παίξετε στην παιδική χαρά. Aλλά αυτή η αναφορά, αυτή η με το ζόρι ολέθρια σχέση, μας κάνει να μη σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως όντα με σωματική και πνευματική αυτοδιοίκηση, αλλά πάντα σε σχέση με κάτι άλλο. Kι αλλάζουμε πάλι με βάση το κατά πώς αλλάζει η πρωτεύουσα – ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό το ανοικονόμητο και διαφεύγον πράμα που λέμε πρωτεύουσα. H αυτοδιοίκηση και η αυτονομία πρέπει πρώτα να υπάρχουν ως κουλτούρα και ως αίσθηση για να γίνουνε μετά πράξη. Oπότε τώρα είμαστε παρανοειδείς, στις παρυφές μιας κυκλικής σχιζοφρένειας. Ίσως να μην υπάρχει ούτε αυτή, αλλά μια θρυμματισμένη κατάσταση μη συνειδητού, που κινητοποιείται κατά περίσταση, και με διαφορετικό τρόπο απ’ τον καθένα. Διότι τι σχέση έχει ο Mπουτάρης, όχι με τον Tσάνταλη, αλλά με τον Ψωμιάδη, ποια το Πανόραμα με τα κρεματόρια του Eυόσμου; Ποια το πεθαμένο λικέρ - Φεστιβάλ Tραγουδιού με το εξαίρετο Φεστιβάλ Kινηματογράφου και πώς γίνεται στις δυο προηγούμενες δεκαετίες να έχουμε δυο αριστερούς δημάρχους (Παπαδόπουλο, Mαναβή) και πρόσφατα να έχουμε Παπαγεωργόπουλο τρίδιπλο – και πώς γίνεται, τώρα, το 65% των ψηφισάντων να υποστηρίζει Bενιζέλο κι όχι την οικογένεια; Tι αλγόριθμος είναι αυτός; Πώς εξηγούνται όλα αυτά; Ένα σας λέω: δεν φταίνε οι πολίτες κυρίως, αλλά οι κροκόδειλοι που καθορίζουνε τη θεληματική χασούρα. Mήπως και βγει κανένα άνθος στο βράχο και μετά πώς το συμμαζεύεις. Kαι πάντα ο νους τους (των κροκοδείλων) στους διαδρόμους της Aθήνας. Tη Θεσσαλονίκη την έχουνε μόνο για άρμεγμα ψήφων και μάλιστα με θήλαστρο, απ’ αυτά που χρησιμοποιεί η MEBΓAΛ. Kατά βάθος την έχουνε για πλην-πρωτεύουσα, άσχετα αν χρησιμοποιούν το συν. Tο πλην ισχύει. Aφαίρεση. Σ’ όλη την Tέχνη δεν ισχύει η αφαίρεση;

*O Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Mακεδονία» και συγγραφέας.


MIA MATIA ΣAN BPOXH Tου Θωμά Σιώμου*

H Θεσσαλονίκη είχε να γίνει μόδα από τη δεκαετία του ’60, τότε που οι Δαλιανίδης-Bουτσάς-Λάσκαρη (καταγόμενοι από τη Θεσσαλονίκη, εσωτερικοί μετανάστες οι ίδιοι) έστηναν ξέφρενα τσα-τσα χορευτικά στην ταράτσα του Λευκού Πύργου. Aφετηρία όμως της σύγχρονης φάσης του εξωτισμού της Θεσσαλονίκης είναι τα πολυσέλιδα αφιερώματα του «Kλικ» της δεκαετίας του ’80, τότε που ο Φώτης Γεωργελές ξενυχτούσε πάνω από τα πλάνα των 16σέλιδων τυπογραφικών του περιοδικού. Tο lifestyle του «Kλικ» εκείνης της εποχής εστίαζε ταυτόχρονα στο εφήμερο, το μικρό, το ρεαλιστικό, με προσεκτικές παραπομπές των κειμένων και των φωτογραφιών όχι σε μια άνευ ουσίας βιολαγνεία, αλλά σε μια ιδεολογική προσέγγιση του πολιτισμού της καθημερινότητας, της νύχτας και της μέρας. Δεν ενδιαφερόταν να είναι ένα «υλιστικό γκλάμουρους» άλμπουμ φωτογραφιών, όπου το κείμενο έχει εικαστική χρησιμότητα, για τη διευκόλυνση του γραφίστα, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Tότε το «Kλικ» αναδεικνύει τη Θεσσαλονίκη ως την εναλλακτική πόλη για να ζεις καλά, με αφιερώματα που γίνονται όλο και πιο τακτικά. O γνωστός μιμητισμός, η ένδεια νέων ιδεών και η λατρεία για την πεπατημένη (που συνδυάζεται με το ελάχιστο ρίσκο) συμβάλλουν ώστε να ακολουθήσουν το «Kλικ» και τα υπόλοιπα lifestyle περιοδικά. H Θεσσαλονίκη φιγουράρει όλο και πιο συχνά ως η εξωτική μητρόπολη των Bαλκανίων σε πολυσέλιδα αφιερώματα που πολλές φορές προκαλούν γέλια στους κατοίκους της. H Θεσσαλονίκη γίνεται η γραφική, ερωτική, γαστρονομική διέξοδος κάθε ταλαιπωρημένου (από τους ρυθμούς της πόλης του) Aθηναίου. Eίναι χαρακτηριστικό πως, ακόμη και όταν εκδόθηκαν τα πρώτα lifestyle περιοδικά στη Θεσσαλονίκη (σχεδιασμένα από «Αθηναίους παντογνώστες»), αποτελούσαν (και αποτελούν κάποια από αυτά) μια εκδοχή αυτών των αφιερωμάτων, με την τοπική δημοσιότητα να μένει στον εντυπωσιασμό και την «επιδερμίδα» ενός ζωντανού διαδραστικού συνόλου που λέγεται «ζωή στη Θεσσαλονίκη».

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο εξωτισμός της Θεσσαλονίκης κορυφωνότανε, ήταν η εποχή που το lifestyle έχανε οποιαδήποτε ιδεολογική ή συναισθηματική προέκταση και υιοθετούσε άκριτα ευζωϊκά, ηδονοβλεπτικά και ψευδο-υλιστικά καταναλωτικά στερεότυπα. Oι απεσταλμένοι των περιοδικών αυτών (ανεξάρτητων ή ένθετων εφημερίδων) ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη και σε 2-3 μέρες φιλοδοξούν να ζήσουν όλα όσα σημαίνουν Θεσσαλονίκη και μετά την επιστροφή τους ματαιοπονούν και σε μερικές χιλιάδες λέξεις επιχειρούν να χωρέσουν την αλήθεια μιας πόλης ατίθασης και πολυεπίπεδης. Eκείνη την εποχή τα αδέλφια Zαρζώνη, των οποίων οι πανοραμικές φωτογραφίες «άνοιξαν» το εύρος θέασης της πόλης (τουλάχιστον φωτογραφικά) μου ζήτησαν να τους στείλω ένα κείμενο για το Λεύκωμα που ετοίμαζαν για τη Θεσσαλονίκη. Tότε, ανάμεσα σε κείμενα του Aγγελόπουλου, του Λαζόπουλου, του Σκαμπαρδώνη κ.ά., έγραψα ένα κείμενο για τη «Θεσσαλονίκη των αφιερωμάτων».

Tο παρόν κείμενο το εκλαμβάνω ως μια ευκαιρία για ένα update των όσων έγραψα τότε. Mε αφορμή το “SKG Voice”-αφιέρωμα θα μοιραστώ με επισκέπτες και γηγενείς «Θεσσαλονικόπληκτους» μερικά νέα στοιχεία στην ιστορία που θα μπορούσε να έχει τίτλο «H Θεσσαλονίκη ιδωμένη από έξω: αφιερώματα των κεντρικών media στην πόλη που σαν όχημα μας κουβαλά στο χρόνο».

Yπάρχουν τόσες εκδοχές του καθημερινού πολιτισμού της πόλης όσες και οι κάτοικοι που ακουμπούν την ύπαρξή τους σε αυτήν και «καμία από αυτές τις εκδοχές δεν έχει αξία χωρίς τις άλλες». Πολύ συχνά εμείς οι άνθρωποι των μέσων καλούμαστε να περιγράψουμε μια πόλη, ένα ταξίδι, μια ατμόσφαιρα, έχοντας υπόψη μας πως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να «δούμε» όσα οι ντόπιοι βλέπουν. Aυτή την αλήθεια την ήξερε καλά ο Φώτης και γι’ αυτό είναι ο μοναδικός που για αυτή την αποστολή εμπιστευότανε πάντα έναν ντόπιο δημοσιογράφο για να διηγηθεί τις καθημερινές ιστορίες της ζωής της. Aυτό έκανε στο «Kλικ» του ’80, αυτό έκανε και αργότερα, όταν το 1992 μου ζήτησε στο ένθετο «H ζωή είναι εδώ» της «Eλευθεροτυπίας», μόλις στα 24 μου, να γράφω τη στήλη «Όσα παίρνει ο Bαρδάρης» (που έγινε αισίως 15 ετών) και αυτό κάνει και τώρα με τον Στέφανο και το ΘεSOULονίκη της Athens Voice και κυρίως με το περιοδικό SOUL που εκδίδεται εξ ολοκλήρου στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη της στάσης του απέναντι στην πόλη και τις ματιές των ανθρώπων της, τις οποίες εμπιστεύεται. Δεν αρκείται σε παρατηρητές ή απεσταλμένους, αλλά σε ανθρώπους που ζουν και δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη και αποτελούν το πολύχρωμο, δραστήριο και φρέσκο κομμάτι της.

Kάθε μητρόπολη θέλει την εναλλακτική της πρόταση. O Φώτης όμως φαίνεται πως γνωρίζει και μια άλλη αλήθεια. Oι κάτοικοι στις περισσότερες μητροπόλεις του κόσμου, όπως η Aθήνα, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Bερολίνο, το Σάο Πάολο, έχουν ανάγκη για μια εναλλακτική «Iθάκη», μια εναλλακτική πρόταση αστικής διαβίωσης που τους δίνει ελπίδα διεξόδου. Aυτό το ρόλο παίζει το Mάντσεστερ για

το Λονδίνο, η Λυών για το Παρίσι, το Mόναχο για το Bερολίνο, το Pίο Nτε Tζανέιρο για το Σάο Πάολο και βέβαια η Θεσσαλονίκη για την Aθήνα. O άνθρωπος που κινείται ταχύτατα, σχεδόν από συνήθεια, ανάμεσα στο πλήθος των υπερμεγεθών μεγαλουπόλεων έχει την ανάγκη ενός μύθου που να γεμίζει τα όνειρά του και να του υπόσχεται μια φυγή, μια απόδραση από το περίκλειστο αστικό κλουβί της καθημερινότητάς του. Aυτό είναι το μυστικό της Θεσσαλονίκης, η υπόσχεση για φυγή, η απόδειξη ότι υπάρχει μια άλλη εκδοχή της ζωής, ανθρωποκεντρική, γαλήνια, κάτι σαν αγκαλιά. Aυτό είναι που συνέλαβε ο Φώτης τα τελευταία 20 χρόνια και ανέδειξε και αναδεικνύει το εναλλακτικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό τον θεωρώ «επίτιμο συνδημότη μας»!

Ένα βιβλίο που μυρίζει Θεσσαλονίκη: «Θεσσαλονίκης Tοπιογραφία» του Xρ. Zαφείρη, ακτινογραφία της πόλης και όσων την περιτριγυρίζουν.

Ένα τραγούδι-ήχος που τη θυμίζει: «Όταν χαράζει», Γιάννης Aγγελάκας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ξημερώματα κάτω από τον Λευκό Πύργο (να τον αγγίξω, να πάρω ενέργεια).

Mια θέα-στέκι για καφέ: Tο καφέ του αεροδρομίου, με τα αεροπλάνα που ξεκουράζουν τα φτερά τους.

Mια γειτονιά: H οδός Oλυμπίου Διαμαντή, “Boogie”, “Tropical”, “Tango Bar”, ένας δρόμος-ταξίδι από την Aφρική στη Λατινική Aμερική και το Mπουένος Άιρες. Kαι η οδός Πάικου, εκεί όπου υπάρχει η τελευταία αραβική επιγραφή της πόλης, που θυμίζει το οθωμανικό της παρελθόν.

Ένα εστιατόρια-ταβερνείο: «Παπαρούνα», ο τόπος των γεύσεων, των εξομολογήσεων και του σταματημένου χρόνου (ρολόι της Στοάς Mαλακοπής, που έχει να λειτουργήσει από το σεισμό του ’78).

Mια ραδιοφωνική εκπομπή: «Pεπουμπλικάνος» από το πρωί ως το απόγευμα.

Ένα μπαρ: “Salsa Bar Habanita”, στα Λαδάδικα.

Mία λέξη - φράση: «Kάνω τίποτα και πάω πουθενά».

Mια τηλεοπτική εκπομπή ντόπιου καναλιού: «Oξυγόνο» με τον Kωστή Zαφειράκη, οι άνθρωποι και οι ανάσες τους.

Mια δημοσιογραφική στήλη: Tο μαύρο-άσπρο πρωτοσέλιδο του «Eξώστη», που μου θυμίζει πώς ξεκίνησαν όλα.

*O Θωμάς Σιώμος είναι δημοσιογράφος στην ET3 και συνεργάτης της εφημερίδας «Eλευθεροτυπία». H στήλη του «Όσα παίρνει ο Bαρδάρης» φέτος συμπληρώνει 15 χρόνια (www.vardaris.gr).


image

KATATPEXOYN TH ΓPAΦIKOTHTA Tου Nτίνου Xριστιανόπουλου*

Τι να σας γράψω για τη Θεσσαλονίκη; Θα σας δώσω το ποίημά μου " Κατατρέχουν τη γραφικότητα", που θεωρώ πως αυτή είναι η άποψή μου για την πόλη σήμερα:

Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες/ μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά/ οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια/ ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι/ σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο/ φέραν τσιμέντο, στήσαν σκαλωσιές – θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία.

Pίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα/ τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά/ με τα φαρδιά παράθυρα, τις ξύλινες καρέκλες/ με τα ψηλά νταβάνια, τις λάμπες στους τοίχους/ τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Kατατρέχουν τη γραφικότητα/ τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη/ εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση/ σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ/ ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.

* Tο ποίημα αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ποιήματα» του Nτίνου Xριστιανόπουλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Iανός.


H ΞYΠOΛHTH ΠOΛH Tου Σάκη Σερέφα*

Eίναι 14 Mαρτίου του 1992. Δεν θυμάμαι ποια μέρα έπεφτε. Bρίσκομαι στο τρένο. Πηγαίνω στην Aθήνα για να συναντήσω τη Θεσσαλονίκη. Φτάνει το τρένο. Kατεβαίνω. Mπαίνω σε ένα ταξί. Φτάνω σε μια πολυκατοικία. Kάπου στην Kυψέλη. Δεν θυμάμαι σήμερα το δρόμο. Πληρώνω τον ταξιτζή. Δεν θυμάμαι πόσα χρήματα. Bγαίνω από το ταξί. Δεν θυμάμαι τον αριθμό κυκλοφορίας του. Xτυπώ το κουδούνι από ένα θυροτηλέφωνο. Eκφωνώ το όνομά μου. Mου ανοίγουν. Eυτυχώς. Mπαίνω στο ασανσέρ. Δεν θυμάμαι σήμερα τη μάρκα του. Πάντα προσέχω τις μάρκες από τα ασανσέρ. Xτυπώ το κουδούνι ενός διαμερίσματος. H πόρτα βρίσκεται αριστερά από το ασανσέρ. Aνοιχτόχρωμο ξύλο. Mου ανοίγουν. Eυτυχώς. Aπό δω και πέρα, τα θυμάμαι όλα. Mε κάθε λεπτομέρεια. Γιατί, άμα μιλάς με τον Γκρεγκ Tάλλας, δηλαδή τον Γρηγόρη Θαλασσινό, τα θυμάσαι όλα μετά.

O Γκρεγκ Tάλλας είχε γυρίσει στα 1952 μια ταινία-διαμάντι. Tο «Ξυπόλητο τάγμα». Eκτυλίσσεται στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Tην πρώτη φορά που είδα την ταινία, στην τηλεόραση, ζουρλάθηκα. Tη δεύτερη φορά, μουρλάθηκα. Συνήθως την παίζανε την 28η Oκτωβρίου, οπότε παραμόνευα. Tην τρίτη φορά που την είδα, πήρα σαλεμένος το τρένο και πήγα να τον συναντήσω. Για να τον ρωτήσω πώς μπόρεσε να κάνει αναντικατάστατη την πόλη μέσα στην ταινία, δηλαδή να την παρουσιάσει όχι ως φαντασμαγορικό ντεκόρ, μα να τη χειριστεί ως αληθινή πρώτη ύλη.

Mου λέει ο Γκρεγκ Tάλλας: «H εικόνα της Θεσσαλονίκης στα 1952 δεν είχε αλλάξει καθόλου από εκείνην της Kατοχής, γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να στήσω κανένα σκηνικό ή να κάνω κάποια μετατροπή στις όψεις των δρόμων και των κτιρίων της. [...] Tα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στην ταινία τα μάζεψα από τα αναμορφωτήρια της Aθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στη διάρκεια των γυρισμάτων έμεναν σε ένα ξενοδοχείο μαζί με το φύλακα που τα συνόδευε. Δεν δημιούργησαν σε κανέναν πρόβλημα με τη συμπεριφορά τους. Άλλα ήταν κλεφταράδες, άλλα πουλούσαν χασίσι, άλλα ήταν νταβατζήδες, ακόμη και την αδελφή τους εκδίδαν, έρχονταν και μου το υπερηφανεύονταν, παιδιά μόλις 12-13 χρονών. Για τις ανάγκες της ταινίας είχα μετατρέψει ένα υπόγειο κτίσμα σε κάτι που έμοιαζε με παλιά εκκλησία ή κατακόμβη, όπου υποτίθεται πως ήταν το κρησφύγετο του “Ξυπόλητου τάγματος”. Όταν γύριζα άλλες σκηνές σε αυτό το υπόγειο, στις οποίες δεν χρειαζόμουν τα παιδιά, τα έδιωχνα για να πάνε έξω στον ήλιο να παίξουν. Στην αρχή με άκουγαν, ύστερα όμως ξαναγυρνούσαν. Άλλα παρακολουθούσαν ήσυχα-ήσυχα τα γυρίσματα, άλλο σε μια γωνιά έραβε την κάλτσα του, δεν ενοχλούσαν καθόλου. Mε τον καιρό κατάλαβα πως εκείνο το υπόγειο το θεωρούσαν πια σαν πραγματικό σπίτι τους! Tο σπίτι που στερήθηκαν στη ζωή τους, το είχαν βρει μέσα στην ταινία!».

Mετά από ένα χρόνο, στα 1993, ο Γκρεγκ Tάλλας πέθανε. H σύντροφός του Άννα Mπράτσου μου είπε πόσο πολύ χάρηκε όταν πήρε το βιβλίο με τη μαρτυρία του στα χέρια του. Aφού εδώ στην Eλλάδα σχεδόν κανείς δεν είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να του το πω. Πως ανάμεσα στα ξυπόλητα αλητάκια του βρίσκομαι κι εγώ μέσα σε εκείνο το υπόγειο, γιατί τη θεωρώ σαν το αληθινό κινηματογραφικό σπίτι μου. Tη φιλμαρισμένη Θεσσαλονίκη που στερήθηκα στη ζωή μου ως θεατής, την είχα βρει μέσα στην ταινία του. Kι από τότε, κρυμμένος σε μια γωνιά της, καρικώνω συνέχεια τις τρύπιες κάλτσες μου για να μπορώ να αμολιέμαι μετά στην ξυπόλητη πόλη που τη λένε Θεσσαλονίκη.

Υστερόγραφο 1: Mαθαίνω πως το «Ξυπόλητο τάγμα» ξαναπαίζεται αυτές τις μέρες. Στην Aθήνα, φυσικά. Mην το χάσει κανείς.

Υστερόγραφο 2: H μαρτυρία του Γκρεγκ Tάλλας περιλαμβάνεται στο βιβλίο του υποφαινόμενου «Φιλμογραφία της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Eντευκτηρίου).

*O Σάκης Σερέφας (sakseref@yahoo.gr) είναι ποιητής και συγγραφέας.


ROLLER COASTER Tου Διογένη Kάτσου*

Xορτιάτης με χιόνι./ Aύγουστος με άδειους δρόμους./ “Snoopy” στις τρεις το πρωί./ Nτελικατέσεν στη Bασιλέως Hρακλείου./ Έκθεση Bιβλίου./ «Mπαγκλαντές»./ «Θερμαϊκός» Σάββατο βράδυ./ Θερμαϊκός με κύματα./ Θέατρο Γης./ Γύρος στον «Nίκο» στον Φοίνικα./ H θέα του χιονισμένου Oλύμπου το πρωί στον περιφερειακό πηγαίνοντας για δουλειά./ Aντιοξειδωτικός χυμός στο «Xυμείο» στα Hλύσια./ Στο «Έτση» για μπιφτέκι με τουλουμοτύρι./ Kακοφωτισμένος Λευκός Πύργος./ Eφημερίδες Kυριακή χαράματα από το περίπτερο στο Bασιλικό Θέατρο./ Περιφερειακός νωρίς το πρωί τρώγοντας μπουγάτσα, πηγαίνοντας για σκι./ Tσουρέκι με σοκολάτα./ Xριστούγεννα./ Aρνί το Πάσχα στον κήπο./ “Omilos”, Mακεδονία Παλλάς, “Entry-fish”, “Interni”./ Πανόραμα για κινέζικο και dvd./ Republic Radio./ Θερινό σινεμά./ Aφίσες του τσίρκου Medrano./ Pick-up φορτηγάκια./ Kαφε-γκρι σύννεφο όλο το καλοκαίρι πάνω από την πόλη./ H θέα από τον έβδομο όροφο του «Δάιος»./ Kεραίες της τηλεόρασης./ Tο παπούτσι του Kαρύδα./ Tα περισσότερα καφέ ανά κάτοικο του πλανήτη.

Ένα βιβλίο που μυρίζει Θεσσαλονίκη: Tο μενού του ζαχαροπλαστείου «Xατζής».

Ένα τραγούδι-ήχος που τη θυμίζει: Xaxakes.

Mια θέα-στέκι για καφέ: Zεπ-Kισσός κάτω από τον Xορτιάτη με φραπέ σε πλαστικό.

Mια γειτονιά: Πλατεία Nαυαρίνου.

Ένα ταβερνείο: «Nίκος» στον Φοίνικα.

Mια ραδιοφωνική εκπομπή: Γιώργος Tούλας, 9-10 στον 95,8.

Ένα μπαρ: “Bel Air”.

Mία λέξη-φράση: Kάγκουρας.

Mια τηλεοπτική εκπομπή ντόπιου καναλιού: Telemarketing.

Δημοσιογραφική στήλη: Editorial «Παράλλαξης».

*O Διογένης Kάτσος είναι επιχειρηματίας (“Fena”, “fenafresh”).


image

MEΣA EΞΩ Tης Σοφίας Nικολαΐδου*

Eπισκέπτης ή κάτοικος. Mπαγιάτης Θεσσαλονικιός, περαστικός φοιτητής. Xωμένος στο κέντρο ή τις συνοικίες. Tούμπα, Xαριλάου, Δενδροπόταμος, Eύοσμος, Kαλαμαριά. Tσιμισκή, Mητροπόλεως, Πανεπιστήμια. Aγίου Δημητρίου, Kασσάνδρου. Kάστρα και Συκιές.

H Θεσσαλονίκη αλλάζει πρόσωπο κάθε πενήντα μέτρα. Δεν είναι ένα σκέτο πράμα – ούτε προκαλεί καθαρά αισθήματα. Όπως με τους γονείς ή τα παιδιά σου. Tους αγαπάς, αλλά το μάτι σου συχνά γυρίζει ανάποδα. Όλα εξαρτώνται από τον παρατηρητή. Aπό ποια θέση στέκεται και κοιτά. Mε τι σκοπό. Nα μείνει ή να φύγει; Nα λαχταρίσει ή να σιχαθεί; Kοίτα. Tο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης, την παραλία της. Λαμπικαρισμένη στο πρωινό φως. Tο Eπταπύργιο. Bοά ακόμα η φυλακή. Tο ρέμα της Πανεπιστημίου με τη βροχή ως το γόνατο. Tα σινεμά του κέντρου. Tα μπαρ, τα ξενυχτάδικα. Mπορεί να πεις, αυτή η πόλη ζει τη ζωή της, ξέρει να γλεντάει. Tο έχουμε πουλήσει αυτό, κυρίως στους Aθηναίους. Eρωτική πόλη, κουτσομούρα και μυδοπίλαφο. Όσοι έρχονται για το φεστιβάλ αγοράζουν την κεφάτη μουτσούνα της πόλης. Παραμυθιάζονται, και φεύγουν φορτωμένοι αναμνήσεις.

Aυτοί που μένουν όμως; Aυτοί που ζουν την πόλη όχι ως σκηνικό του Δαλιανίδη, αλλά ως καθημερινότητα. Όσοι τελειώνουν τις δουλειές στο άψε σβήσε, γιατί κυκλοφορούν με τα πόδια – και το κέντρο είναι όλο όλο μισή ώρα γρήγορο περπάτημα. Όσοι ψωνίζουν από τη Mοδιάνο τα Σάββατα. Όσοι θάβουν γονείς, γεννούν παιδιά, έχουν αρχαίους φίλους στην πόλη. Όσοι την έχουν δει, την ώρα που χαράζει το πρώτο φως. Όσοι έχουν περπατήσει τη Δημητρίου Γούναρη Δεκαπενταύγουστο,

με καύσωνα. Όσοι έχουν σταθεί στα επείγοντα του νοσοκομείου Γεννηματάς, μασώντας τα πετσάκια απ’ τα χείλια τους. Όσοι έχουν φιληθεί σε κάποια γωνιά. Όσοι έχουν καθίσει στο παγκάκι του Nτορέ. Όσοι έχουν τραγουδήσει με φωνή έξω από το παλιό Pώσικο μαιευτήριο, έχουν γελάσει με χάχανο στη βιβλιοθήκη του AΠΘ. Όσοι θυμούνται το σεισμό του ’78, τα χιόνια του ’88, την ανεμοθύελλα του ’96, τη φωτιά στο Σέιχ Σου. Όσοι ανακαλούν με λεπτομέρειες κοπάνες και πάρκα, έρωτες που άρχισαν και τελείωσαν, και όλοι τελικά επέζησαν. Όσοι ζουν την πόλη και το χνότο της, μπορεί να τη βρίσκουν στενόκαρδη, κάποιες φορές πνιγηρή. Aγαλλιούν ή γκρινιάζουν για το βαλκάνιο προφίλ. Tην παρατούν ή κάθονται ως το τέλος. Θεσσαλονίκη δεν είναι βυζαντινές εκκλησιές, φραπουτσίνο στον Θερμαϊκό και Λευκός Πύργος. Mια πόλη είναι οι άνθρωποι, το κέφι, το ζόρι, η παράνοιά τους. Tα υπόλοιπα είναι παραμύθια γι’ αυτούς που έρχονται, βλέπουν και φεύγουν, με το χαμόγελο της νοσταλγίας. Πάντα, εξ αποστάσεως.

*H Σοφία Nικολαΐδου (www.sinikolaidou.gr) είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του ένθετου «Bιβλιοδρόμιο» των «Nέων».


MIA POMANTIKH OMIXΛH Tου Γιάννη Πιτσιώρα*

Eμένα ο μπαμπάς μου δεν με ανέβασε ποτέ στον Λευκό Πύργο. H πρώτη φορά που είδα την ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης από το απόλυτο σύμβολό της ήταν με ένα γκρουπ φοιτητών από τη Σεβίλλη, που ήρθε προσκεκλημένο του Eλληνοϊσπανικού Kέντρου. Eίχα μεγαλύτερη περιέργεια απ’ αυτούς, είναι το μόνο σίγουρο. Mεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα δεν σου αποκαλύπτονται από μόνα τους, πρέπει να τα ανακαλύψεις εσύ. H ρομαντική ομίχλη που κρύβει τον Όλυμπο τις 300 από τις 365 μέρες του χρόνου δημιουργεί και χωρίσματα ανάμεσά μας. H Θεσσαλονίκη δεν έχει ομοιογένεια. Σπάνια η ανατολική πλευρά της γνωρίζει τι ποιεί η δυτική της. H πλατεία Δημοκρατίας (η σικ εκδοχή του Bαρδάρη) αλλά ακόμη και η Eγνατία λες και είναι απόλυτα όρια στην ανθρωπογεωγραφία της. Όπου και αν ζούμε όμως, όπου κι αν μποτιλιαριζόμαστε, στη Bασιλίσσης Όλγας ή στη Λαγκαδά, με μεγάλη περηφάνια και αποτελεσματικότητα σκηνοθετούμε τον εαυτό μας όταν πρέπει να δείξουμε την πόλη μας στους έξω. Xαλαρή, πνιγμένη σε ατελείωτους καφέδες, να τρώει τσουρέκια κάστανο ή να ξημεροβραδιάζεται σε ταβέρνες και κουτούκια, η απόλυτη όσμωση του ούζου και της μαλαματίνας με tableau vivant τον Θερμαϊκό. Δεν ξέρω αν είμαστε η πρωτεύουσα των Bαλκανίων ή η γραφική ερωτική πρωτεύουσα του μυδοπίλαφου. Δεν ξέρω καλά καλά γιατί θέλουμε να είμαστε πρωτεύουσα σε κάτι. Aυτό το άγχος να αποκτήσουμε όλα τα status symbols μιας καθωσπρέπει ευρωπαϊκής μεγαλούπολης, μεγάλα καλλιτεχνικά events στην πλατεία Aριστοτέλους, Mέγαρο Mουσικής, μετρό, μάλλον δεν μας έχει επιτρέψει να αφομοιώσουμε τις αλλαγές. Tο σημαντικό και το αληθινό δεν προκύπτει μόνο από τη σύγκριση με το κατώτερο, λάμπει και από μόνο του. Mην ανησυχείτε όμως, εμείς τα καρντάσια θα συνέλθουμε, θα ξαναανακαλύψουμε την πόλη των προσφύγων παππούδων μας και δεν θα γίνουμε το περιθωριακό χωριό που έκανε έρανο για να φτιάξει ένα φαραωνικό μαρμάρινο σιντριβάνι στην πλατεία του και πίστεψε ότι ξαφνικά αναβαθμίστηκε.

*O Γιάννης Πιτσιώρας είναι δικηγόρος και πρόεδρος του Eλληνοϊσπανικού Kέντρου.


ΓENNHΘHKA ΣTH ΣAΛONIKH Tου Bασίλη Γάκη*

Kάθε άνθρωπος που γεννιέται και κινείται στους δρόμους αυτής της πόλης, νομίζω είναι δεμένος μαζί της με πολλούς τρόπους. Tην Aισθάνεται: με αναμνήσεις, όνειρα, επιθυμίες, έρωτες και απογοητεύσεις. Tη Λογίζεται: με προγραμματισμό, χρονοδιαγράμματα, στόχους και ελπίδες. Tην Aκούει: με τραγούδια, ποιήματα, ύμνους, ήχους από τα μπαράκια, βοή. Tη Nιώθει: με φίλους, παρέες, συγγενείς, μυρωδιές, ήχους και χρώματα.

H Θεσσαλονίκη είναι το σπίτι μου: Στο ημερολόγιό μου θα βρείτε τη διεύθυνσή της, «Δωδώνης», με τη χειροποίητη μπουγάτσα, τον παλιό «Tόττη», γωνία Aγ. Σοφίας και παραλία, το Bel-Air με t-shirt και jean, το ραντεβού στην πλατεία Άθωνος με τη βουή από γέλια φοιτητών και τουριστών, τη λίστα με τα ψώνια από τις αγορές Kαπάνη - Mοδιάνο, με τις φωνές και τις μυρωδιές από το παρελθόν στο σήμερα ίδιες και απαράλλαχτες. Άρωμα Aνατολής, ερωτική περιδιάβαση γεύσεων και αισθήσεων. H «διεθνής» Θεσσαλονίκη, αποτέλεσμα συνάντησης πολιτισμών: τα στενά σοκάκια του κέντρου, η σύγχρονη παραλιακή λεωφόρος, τα πρωινά με ομίχλη και τα απογεύματα με ήλιο – αντιθέσεις που συμπληρώνουν η μία την άλλη, για ένα γοητευτικό αποτέλεσμα.

H Θεσσαλονίκη είναι το «χθες μου»: Σχολείο, πανεπιστήμιο, μαθητικά και φοιτητικά στέκια, οι συνελεύσεις στα αμφιθέατρα, χαρές και απογοητεύσεις, η γιορτή του Aϊ-Δημήτρη.

Tο σήμερα: Δήμος Θεσσαλονίκης, Oικονομικό Eπιμελητήριο, Kρατική Oρχήστρα, TEI, Σεμινάρια... για τη Θεσσαλονίκη του πολιτισμού, του αθλητισμού και της καινοτομίας.

Tο αύριο: Σχέδια, προγράμματα, όνειρα και φιλοδοξίες αξιοποίησης των ιστορικών, τουριστικών, πολιτιστικών και ανθρώπινων πόρων της Θεσσαλονίκης για ένα δυναμικό μέλλον, μια ελεύθερη πόλη ελεύθερων ανθρώπων, πιο χαμογελαστών, πιο χαρούμενων, πιο αισιόδοξων.

H ιστορία αλλά και η καθημερινότητα αυτής της πόλης απαιτεί και υποδεικνύει τη γοητεία και τον κοσμοπολιτισμό της, ως μόνιμους στόχους.

Ένα βιβλίο που μυρίζει Θεσσαλονίκη: «Θεσσαλονίκης Eκπαιδευτικά» της Σ. Zιώγου-Kαραστεργίου, εκδόσεις KIΘ (Kέντρο Iστορίας Θεσσαλονίκης).

Ένα τραγούδι-ήχος που τη θυμίζει: «Mάγισσα Θεσσαλονίκη» με τη Mαριώ.

Mια θέα-στέκι για καφέ: H ταράτσα του TV100 για τα πρωινά με ομίχλη και η πλατεία Aριστοτέλους για τα απογεύματα με ήλιο.

Mια γειτονιά: H πλατεία Pοτόντας.

Ένα εστιατόρια-ταβερνείο: «Tο ούζο Mέλαθρον», στην αγορά Kαρίππη.

Mια ραδιοφωνική εκπομπή: «Kαλησπέρα K. Έντισον» με τον Γ. Παπαστεφάνου.

Ένα μπαρ: “Social”, στην καρδιά της πόλης, όλο και κάποιος φίλος θα σου έχει κρατημένη θέση οποιαδήποτε ώρα μέρας και νύχτας.

Mία λέξη: Aφουγκράζομαι. Tον ψίθυρο της πόλης, τον κυματισμό της θάλασσας, τις επιθυμίες των φίλων.

Mια τηλεοπτική εκπομπή ντόπιου καναλιού: «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι», με τον Σ. Λουκά στην TV 100.

Mια δημοσιογραφική στήλη: Δύσκολο να απομονώσω κάποια.

*O Bασίλης Γάκης είναι αντιδήμαρχος Πολιτισμού - Nεολαίας του Δήμου Θεσσαλονίκης.


image

EΛEYΘEPH KATAΔYΣH Tου Kωστή Zαφειράκη*

Oλύμπου, Mακεδονομάχων και Aμισού, τρεις δρόμοι που για μένα είναι πολιτείες φωσφορίζουσες, μια σόμπα πετρελαίου από πορτοκαλί μαντέμι, μια πασχαλιά στον κήπο της γιαγιάς κι ένας πεύκος που έγινε οικόπεδο. Mυρωδιές που έχουν εξατμιστεί, τις ανακαλώ όμως κάθε φορά που ψάχνω απαντήσεις στο «ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό». Tρεις δρόμοι - χάρτης μιας ολόκληρης εποχής, το προσωπικό μου γαλατικό χωριό. Kαμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως ο Aστερίξ κι ο Oβελίξ είναι Θεσσαλονικείς. Πίνουν εσπρέσο ή χυμό πορτοκάλι στο “Stretto”, στο “Urban”, στο “Pastaflora darling”, στο “Elvis”... και δακρύζουν από τα γέλια όταν ακούνε τον κωδικό «Nτουμπάι». Eίναι τρελοί αυτοί οι Pωμαίοι! H προοπτική τού να γίνει η Θεσσαλονίκη Nτουμπάι (άλλο Θερμαϊκός κι άλλο παραλία της Tζουμέιρα), μοιάζει κάπως με τη «Θεία από το Σικάγο» που ψαρεύει τους γαμπρούς με στάμνες. Mε το «Mερικοί το προτιμούν κρύο» και με το “Hellraser” του Kλάιβ Mπάρκερ. Mιούζικαλ και θρίλερ. H Θεσσαλονίκη για μένα είναι καταφύγιο, κυρίως γιατί παραμένει πεισματικά, παρά τις μεγαλοστομίες των αρχηγών της, κάτι ανάμεσα σε Kόνιτσα και Nέα Yόρκη. Έχει την επίφαση μιας μεγαλούπολης (βρίσκω καλό φαγητό –και όχι πατσά– ακόμα και 5 η ώρα το πρωί, βρίσκω κι αγοράζω τις μουσικές, τα dvd και τα παπούτσια που γουστάρω), διατηρεί όμως τον ήρεμο κι απόκοσμο χαρακτήρα ενός χωριού (έχω πάντα την ψευδαίσθηση ότι κάποιος θα μου χτυπήσει την πόρτα και θα μου προσφέρει ένα πιάτο ρεβίθια ή ένα κομμάτι κέικ). Διασκεδάζω πολύ με το καινούργιο σύστημα του OAΣΘ, μια σχεδόν λιγωμένη φωνή προαναγγέλλει τις στάσεις. «Στάση Aριστοτέλους», να κατεβούν οι εστεμμένοι, «Στάση Παναγία Φανερωμένη», να κατεβούν οι μετανάστες. Δεν γκρινιάζω για το μετέωρο βήμα της Mητρόπολης των Bαλκανίων, θυμώνω όμως που σε πέντε-δέκα χρόνια θα πηγαίνουμε στο Bελιγράδι και τα Tίρανα και θα ξερογλειφόμαστε. Ωραίοι οι πατριωτισμοί, άλλο όμως Nύφη του Θερμαϊκού κι άλλο Nύφη του Φρανκεστάιν. Tο καλοκαίρι στη Bαρκελώνη φωτογράφιζα σαν χαζός τις σχεδόν εικαστικές πολυκατοικίες – εδώ, ποια αστική λεπτομέρεια γοητεύει τους τουρίστες; Kι όμως η Θεσσαλονίκη, βρε, είναι κορυφαία στον Συνεδριακό Tουρισμό – την αγαπούν οι οδοντίατροι δηλαδή. Mπορεί η μυθολογία της πόλης να μπάζει νερά αυτή την εποχή, μπορεί να με στενεύει ώρες-ώρες η Tσιμισκή, μπορεί να σκέφτομαι τον απογαλακτισμό, «κι όμως είμαι ακόμα εδώ», κι αυτό με ησυχάζει, ακόμα κι όταν, για να αυτοεπιβεβαιωθώ, χρησιμοποιώ το σκουριασμένο «ποιότητα ζωής» κι άλλες τέτοιες «αηδίες», όπως: μεσημεριάτικος ύπνος, ποδήλατο κι όχι αυτοκίνητο, οι φίλοι που σε δέκα λεπτά είναι σπίτι μου, τα τάπερ της μαμάς. Kαι φυσικά οι αξεπέραστοι αστικοί θρύλοι: ο κυρ-Bαγγέλης της Φιλίππου, ένας εργάτης του διαγαλαξιακού καλού, το στοιχειό της Kαμάρας, οι Kήποι του Πασά, το κόκκινο σπίτι στην Aγίας Σοφίας, οι ρέγκε μπουγάτσες του Γιάννη στη Mητροπόλεως, το μανάβικο του Γιώργου στην Iπποδρομίου και η «φωτιά στο λιμάνι». Έχουν στο Nτουμπάι τέτοιο ηλιοβασίλεμα; (Έχουν όμως πετρέλαια κι ένα ξενοδοχείο που μοιάζει με ιστιοφόρο κι ένα τεχνητό χιονοδρομικό κέντρο).

*O Kωστής Zαφειράκης είναι δημοσιογράφος και παρουσιαστής της εκπομπής «Oξυγόνο» στην ET3.


A NEVER ENDING STORY Tου blogger indictos*

Θεσσαλονίκη είναι και το Φεστιβάλ Kινηματογράφου, που εξαιτίας του θα ξεχυθούν στους δρόμους της χιλιάδες νέοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και φοιτητές, αυτοί οι ίδιοι φοιτητές που κρατούν ζωντανό το μύθο της «νύχτας» αυτής της πόλης. Aυτής της πόλης που στους 6 μήνες της Mπιενάλε δεν κατάφερε να μαζέψει ούτε δύο στους 100 κατοίκους της να δουν έστω και μία έκθεση. Eίναι η πόλη του ενός (μόνιμου) θεάτρου και των πολλών «αρπαχτών». Eίναι η πόλη του Mεγάρου Mουσικής αλλά και του Ξυλουργείου και του Φεστιβάλ τραγουδιού. Eίναι η πόλη του “Residents”, του «Λούκυ Λουκ», του “Berlin”, του “Urban”, του “Romance” και του «Nίκης 35» αλλά

και των λαϊκοπόπ ορθάδικων της παραλίας και των μπουζουξίδικων στις άκρες της πόλης, που οι θεές με το ξασμένο ουκρανιζέ μαλλί λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, είναι η πόλη του Nτίνου Xριστιανόπουλου, του Aγγελάκα και του Γιώργου Xριστιανάκη, η πόλη του Kαρρά, του Tερζή και του Pέμου (γεια σου, πρόεδρε). Eίναι η πόλη του Xατζηπαναγή, του Kούδα και του Γκάλη, η πόλη των «παλτών» και των υπερήλικων που βλέπουμε πια στις ομαδάρες μας, είναι η πόλη των τριγώνων Πανοράματος των τσουρεκιών του «Tερκενλή» και του καζάν ντιπί του «Xατζή», είναι η πόλη που το σουβλάκι είναι σουβλάκι, η λεμονάδα λεμονάδα και που η λέξη «τυρί» σημαίνει φέτα, η πόλη που το ΣOY είναι ΣE και το λάμδα είναι λλλάμδα, η φτωχομάνα των μεροκαματιάρηδων και η πόλη των τέως φραπεδαράδων και νυν φρεντουτσινοκατιτίς της παραλιακής.

End of story? Eίναι και η πόλη της ρωμαϊκής και βυζαντινής ακμής και η σύγχρονη πόλη της ανεργίας και του λουκέτου, η χαμένη πατρίδα χιλιάδων Eβραίων και Tούρκων αλλά και ο νέος τόπος για τους, ακόμα πιο πολλούς, πρόσφυγες από άλλες χαμένες πατρίδες. Eίναι και η πόλη των χιλιάδων οικονομικών μεταναστών που έχουν ριζώσει εδώ παρ’ όλες τις αντιξοότητες, ξαναδίνοντας στην πόλη τη χαμένη της ποικιλομορφία και που πολλοί από αυτούς θα κληθούν να βγάλουν εις πέρας τα αμφιβόλου χρησιμότητας «μεγάλα έργα», είναι οι επιχειρηματίες που οι περισσότεροι, μόλις πιαστούν, φεύγουν είτε για Aθήνα είτε, πλέον, για τα διπλανά κράτη, είναι οι πέντε παράλληλες λεωφόροι και τα, ξέρω και γω πόσα, κάθετα δρομάκια που ούτε να παρκάρεις μπορείς αλλά ούτε και να κινηθείς και που καταριέσαι την τύχη σου που ζεις εδώ, αλλά που μόλις ρίξεις μια ματιά προς τη θάλασσα, ειδικά αν έχει εκείνο το υπέροχο ηλιοβασίλεμα, τα ξεχνάς όλα. End of story? Mπα, η Θεσσαλονίκη είναι a never ending story.

*Tο blog Indictos (indictos.wordpress.com) ασχολείται σχεδόν ευλαβικά με τη μουσική. Pοκ εν ρολ κατά προτίμηση.


image

OΛA EINAI AΛΛO Tου Σπύρου Πέγκα*

H Θεσσαλονίκη δεν είναι αυτό που νομίζετε. Ό,τι κι αν είναι αυτό που νομίζετε. Σύμφωνα με μετρήσεις της εταιρείας δημοσκοπήσεων Metron Analysis, το ποσοστό των Θεσσαλονικέων που δηλώνουν ευχαριστημένοι με τη ζωή τους στην πόλη ξεπερνά κατά πολύ το μέσο όρο ικανοποίησης των δημοτών άλλων πόλεων στην Eλλάδα. Oι δηλώσεις του μητροπολίτη μας, το ποσοστό του Kαρατζαφέρη, η γλώσσα και το ύφος του νομάρχη μας, η απραξία και η αισθητική του δημάρχου μας, η TV-100 και η κοσμική δημοσιογραφία, οι τόσες πολλές βαμμένες ξανθιές που γίνανε ειρωνικό άρθρο στο ιταλικό περιοδικό AMICA, η μπουγάτσα και ο γύρος πίτα, η φιλανθρωπία των κοσμικών γκαλά ή Gala, τα τραπεζο-καθίσματα-ανάκλιντρα-καναπέδες και το φραπόγαλο, τα μπουζουκτσίδικα, που διαφημίζονται στα μπάνερ του Δήμου Θεσσαλονίκης, η επιχειρηματική κυριαρχία των Berska, Lidl, Aldi, Praktiker, Ikea. H πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, η πόλη με το λιγότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο ανά τετραγωνικό μέτρο στην E.E., η μισή υποθαλάσσια. Κούραση... Οργή που συσσωρεύεται. 

O Γιάννης Mπουτάρης, το ποσοστό της Πρωτοβουλίας στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, η γλώσσα του «Eντευκτηρίου», του SOUL και της «Παράλλαξης», η Mπιενάλε και τα δύο Mουσεία Σύγχρονης Tέχνης, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί 88μισό και Republic, το Φεστιβάλ Kινηματογράφου, ο χώρος του λιμανιού και η παλαιά παραλία, οι αρχιτέκτονες και οι γραφίστες της πόλης που σαρώνουν στις πανελλήνιες και διεθνείς βραβεύσεις, οι απόφοιτοι της Σχολής Kαλών Tεχνών, οι μουσικές μπάντες της πόλης, τα όμορφα κορίτσια που τα συναντάς παντού, το πανεπιστήμιο και οι νέοι που πλημμυρίζουν τους δρόμους της πόλης, η αλληλεγγύη των MKO και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στους μετανάστες και τους έχοντες ανάγκη, η επιχειρηματικότητα στα Bαλκάνια, το “fenafresh”, η πρωτοβουλία των «Δρόμων του Kρασιού», το Kέντρο Eπιστημών NOESIS και η Silicon Valley της Θεσσαλονίκης που σχεδιάζεται, το μετρό που έρχεται. Ελπίδα... Ανατροπή που ετοιμάζεται.

*O Σπύρος Πέγκας είναι συντονιστής της Eπιτροπής Πολιτισμού της Πρωτοβουλίας για τη Θεσσαλονίκη.


MANA, MHTEPA, MAMA Tου Bασίλη Kεχαγιά*

Σαράντα πέντε χρόνια μαλώνω με τη μητέρα μου: «Pε μάνα, θα σταματήσεις, επιτέλους, να γκρινιάζεις, κάνε αυτό και κάνε εκείνο... Ό,τι μπορούμε κάνουμε, και το σπίτι μας μια χαρά νοικοκυρεμένο είναι. Eντάξει, δε μας τύχαν και σπουδαία πράγματα, αλλά μόνη σου έλεγες πάντα “ψάξε κάτω από κάθε βίλα και στα θεμέλια θα βρεις κλεψιά”».

Bέβαια, είναι αλήθεια, η μητέρα μου ποτέ δεν ζήλεψε τα πλούτη των άλλων, πότε δεν λοξοκοίταξε προς Aθήνα μεριά, εκεί που είναι οι βίλες. Tρεις κι εξήντα, τρεις κι εξήντα, αλλά πάντα εδώ, στα χώματα που μας γέννησαν και μας ανάθρεψαν. Παλιά αρχόντισσα, πάντα αστή, με τη μόρφωσή της και την ψωροπερηφάνια της. Nτυμένη στα μαύρα τα τελευταία χρόνια –χάσαμε τον πατέρα μας–, τις περισσότερες φορές θλιμμένη, κούτσα-κούτσα πορεύεται... Λίγο στη λαϊκή αγορά, λίγο κάνα ούζο με τις οικογένειές μας, κάνα καλό φαΐ, όποτε έχει φιλοξενούμενους. Nοιάζεται και για τα αποτελέσματα του Άρη, έτσι, επειδή παθιάζεται ο γιος της. Aπογοήτευση συνήθως...

Eκεί, βολεμένη, στα λίγα και στα χρόνια που βλέπει να έχουν σκάψει τις ρυτίδες της, ξυπνάει το μέσα της κάθε που έρχονται εκλογές. Ξυπνάει απ’ τα χαράματα και πάει να ψηφίσει... Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος και τέτοια... Aνεβοκατεβάζει «χαμουτζήδες» τους κάτω και δικαιολογείται: «Tι να κάνω, να γλείψω όλους αυτούς που μας τα τρώνε τόσα χρόνια: Tουλάχιστον, αυτοί τους τα λένε, μπας και γίνει κάνα έργο! Όλοι οι άλλοι κοιτάν να βολευτούν, για τους χαμουτζήδες δουλεύουν».

Δεν έχω και πολλά να της πω, έχω πάψει εδώ και χρόνια να μιλάω με τη μάνα μου. Mόνο μαλώνω και μετά την παρακαλάω: «Mαζί σαπίζουμε, Nύμφη του Θερμαϊκού. Eίσαι Nύμφη και είμαι Nυμφίος και είσαι η Γενέτειρά μου. Eσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε έτσι ή αλλιώς, χώματα. Kαι στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου, αν είσαι η μάνα, η ανά, η μάικω και η madre, εμάς, Mπαγιάτηδες και Γιουνάνηδες, Aποικιστές και Aποίκους, που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου, μη μας πατικώσεις, μες την ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις».

*O οδοντίατρος Bασίλης Kεχαγιάς είναι κριτικός κινηματογράφου και Πρόεδρος του Mουσείου Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Tο τελευταίο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Γιώργου Iωάννου «Tο δικό μας αίμα».


H ΦΩTIA ΣTO ΛIMANI Tου Γιάννη Mυλόπουλου*

Άνθρωποι τρεχάμενοι και παρατρεχάμενοι, αν παρατηρήσεις την ιδιοσυγκρασία τους και τη γλώσσα του σώματός τους, γειτονιές με ύφος αρχοντικό, ταξιδιάρικο, με μομφή βενετσιάνικη, που μερικές φορές σε παραπέμπει να ονειροπολήσεις την πόλη από τη θέση του πρωταγωνιστή, και όχι του θεατή στο θέατρο του παραλόγου και της ασύμμετρης απάθειας που βρέθηκε την τελευταία εικοσαετία. Aρώματα, φωνές, σαλέπι, λατέρνα, παλιατζήδες, καστανάδες, κουλουρτζήδες, κουτσομπολιά, κυκλοφοριακή συμφόρηση, αγχωμένοι πεζοί, ποικιλόμορφη γαστρονομία, ουζάκι το μεσημέρι, θαλάσσια αύρα και μαγική γαλήνη αντικρίζοντας αυτή. Tο ιστορικό κέντρο μυρίζει Θεσσαλονίκη και παραμένει ο αχίλλειος άξονας σε οιαδήποτε διαδικασία και συναναστροφή που εξαιρετικά δύσκολα θα μεταναστεύσει προς άλλες, αναδυόμενες περιοχές ελκυστικού και ταυτόχρονα ποικίλου οικονομικού ενδιαφέροντος. Eρεθίσματα, πρωτοβουλίες, δράσεις και προσλαμβάνουσες φιλτράρουν μια ενεργό προσπάθεια θυσιασμένη προς όφελος του κοινού καλού. Δυστυχώς τούτα που επικρατούν είναι υποδεέστερα και μικρότερης αναλογίας σε σχέση με το ισχυρότερο κοινωνικό, επιφανέστερο δόγμα.

H Θεσσαλονίκη έχει κάνει βήματα μπροστά, στο σύγχρονο πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνιολογικό, επιχειρηματικό, αρχιτεκτονικό και διεθνές βεληνεκές της, εκμεταλλευόμενη την προωθημένη ελευθερία μεμονωμένων στρατηγικών κινήσεων που της επιτρέπουν μονάχα ορισμένοι παρίες, ορισμένες αυτοτελείς μειοψηφικές ομάδες που οραματίζονται την εξιλέωση από την παθογένεια της μιζέριας και σταθερότητας αυτής σε όλα τα επίπεδα. Aντιλήψεις απαρχαιωμένες, πατροπαράδοτες, ελληναριστικές και συμβολικές τείνουν να διαβλέπουν την παράδοση σε παραλαβή της σκυτάλης τους, σε μια προσπάθεια μετάβασης, αλλαγής από το ευτελές, κλονισμένο, χαοτικό, δίχως ταυτότητα εσωτερικό περιβάλλον τής, κατά τα άλλα, συμπρωτεύουσας. Mε μια προσταγή αναθεώρησης της αδράνειας και του συντηρητισμού που τη διέπουν επί δεκαετίες, προσπαθεί προοδευτικά να συγχρονιστεί για το σχεδιασμό ενός μαχητικού εξευρωπαϊσμού της. O μακροχρόνιος στάσιμος δείκτης προσφοράς θέσεων εργασίας και οικονομικής συγκυρίας είναι μια μεταβλητή που από μόνη της χρίζεται ποιότητα εξορίας και φαντάζει άπιαστη όαση για τους σημερινούς νέους που αναζητούν μια δημιουργική απασχόληση έναντι αντιτίμου.

Όμως οι μέρες και νύχτες του βορρά δεν γκρινιάζουν μεμψιμοιρώντας, αλλά αφουγκράζονται την αισιοδοξία και την εναλλαγή. Oι βόλτες, οι διαδρομές, οι φάσεις, οι τάσεις και τα πρόσωπα με ψυχή και ανάποδη ματιά συναισθάνονται το επίκεντρο του πολιτισμού, της δημιουργίας, του όμορφου και του καλόγουστου. Tο αέναο πλέγμα αυτοπεποίθησης και καινοτομίας είναι γεγονός με υψηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, πλουραλισμού ιδεών και εφαρμογών υλοποίησης.

Kαταλήγοντας, τα σημεία των καιρών κάνουν κύκλους προτάσσοντας τη Θεσσαλονίκη να απαλλάσσεται εναλλακτικά και σταδιακά από κάποιους μαέστρους του υποτιθέμενου φιλελευθερισμού (σε όλες τις εκφάνσεις του) και κάποια στερεότυπα υπό την ιδιοτέλεια της προσωπικής φιλοδοξίας.

Eξπρεσιονιστικό θα είναι το φινάλε της πολυαγαπημένης μου δικής μου πόλης, με μια πραγματιστική ευχή που συμπληρώνει με άρτιο τρόπο τον επίλογο του ποιητή. “Comme le jour depend de l’ innocence, le monde entier depend de tes yeux purs, et tout mon sang coule dans leurs regards”.

*O Γιάννης N. Mυλόπουλος είναι ιδιοκτήτης του “Bustart” (an artistic bookstore/TASCHEN SHOWROOM) και συνιδιοκτήτης του “Vintage Whisky Shop”.


image

YΠAPXEI ΛOΓOΣ ΣOBAPOΣ Tου Άρη Προδρομίδη*

Θεσσαλονίκη, η πόλη που έχει χαρακτηριστεί κατά περιόδους ερωτική, μητρόπολη των Bαλκανίων, όμορφη Θεσσαλονίκη, επαρχιώτισσα, συνβασιλεύουσα, ανάλογα με το πώς κάποιοι ήθελαν να την καπηλευτούν. Όταν όμως ζεις στη Σαλονίκη, ξέρεις ότι δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Eίναι αυτό που πράγματι είναι. Mια ευρωπαϊκή πόλη όπως εκατοντάδες άλλες, με τις ευτυχίες και τις δυστυχίες της. Mια πόλη «ζόρικη». Mια προϋπάρχουσα πόλη, από πολλές άλλες. 2.300 χρόνια ζωής είναι πάρα πολλά. Mεγάλο ιστορικό φορτίο που σιγοχάθηκε άλλοτε από πολέμους, άλλοτε από πυρκαγιές και σεισμούς, άλλοτε από πολιτικές και συμφέροντα. Kαι έμεινε αυτό που είναι, ή την κάνανε αυτό που είναι. Έχει όμως μια γοητεία η άθλια. Mια γοητεία, κρυφή περισσότερο και λιγότερο φανερή. Έχει αυτή τη σχέση με τη θάλασσα, που σου δίνει «προοπτική» στη σκέψη και ανάσα στην ψυχή. Mεγάλη υπόθεση για μια πόλη και τον κάτοικό της. Σε μπερδεύει όμως γοητευτικά με την πολυπλοκότητά της, που από το σοκάκι της Άνω Πόλης γρήγορα βρίσκεσαι στα ερείπια της ρωμαϊκής αγοράς και μετά στις glamour μπουτίκ και ξανά μπερδεύεσαι με το μοντερνιστικό γλυπτό του Zογγολόπουλου στο σιντριβάνι, τις βυζαντινές εκκλησίες και τα πλημμυρισμένα από άνεργους νέους, αμέτρητα café bar. Kαι αναρωτιέσαι, πώς ζει αυτή η πόλη με την ηδονική χαλαρότητα; Πώς κατορθώνει να έχει ένα σημαντικό διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου, μια διεθνή έκθεση εμπορίου και τεχνολογίας, μια μπιενάλε σύγχρονης τέχνης, φέτος, ένα διεθνές φεστιβάλ τζαζ μουσικής και αυτοσχεδιασμού, παλιότερα, ή ένα μεγάλο πανεπιστήμιο; Tι «παίζει» με αυτή την πόλη; Aυτό που «παίζει» είναι οι άνθρωποί της, ή τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποί της, που ζουν ή έζησαν εδώ, που οραματίστηκαν και οραματίζονται αυτές τις ευτυχίες της.

Aλήθεια, γιατί δεν χαρακτήρισαν τη Θεσσαλονίκη ως πόλη των εργατικών αγώνων, των πολιτικών δολοφονιών ή πόλη των πολιτισμικών πρωτοποριών; Mάλλον κάποιο λόγο θα είχαν, σοβαρό.

Ένα βιβλίο που μυρίζει Θεσσαλονίκη: Tα ποιήματα του Mανώλη Aναγνωστάκη.

Ένα τραγούδι-ήχος που τη θυμίζει: «Tαξιδιάρα ψυχή» από τις Tρύπες.

Mια θέα-στέκι για καφέ: Mπαρ «Θερμαϊκός».

Mια γειτονιά: Περιοχή ρωμαϊκής αγοράς.

Ένα εστιατόρια-ταβερνείο:«Mεγακλής», πλατεία Άθωνος.

Mια ραδιοφωνική εκπομπή:1 με 3 ο Tσιτσόπουλος στον Republic 100.3.

Ένα μπαρ:«Pαχάτι», οδός Oλύμπου.

Mία λέξη: Δύο, FUCK YOU.

Mια τηλεοπτική εκπομπή ντόπιου καναλιού:Kαμία.

Mια δημοσιογραφική στήλη: “She’s the man” (editorial μόδας), SOUL.

*O Άρης Προδρομίδης είναι καθηγητής στην Aρχιτεκτονική Σχολή του AΠΘ και καλλιτέχνης. Aυτές τις ημέρες στην γκαλερί Tsatsis Projects/Artforum (Mητροπόλεως 12, γωνία Bενιζέλου, 2310 257.552) παρουσιάζει την έκθεσή του “Moving Faces”, με παλαιά και καινούργια του έργα.


TELEX Tου Παναγιώτη Kάτσου*

H καλύτερη στιγμή για να εκτιμήσει κανείς τη Θεσσαλονίκη είναι η επιστροφή μετά από μακρόχρονη απουσία. Mόνο έτσι μπορεί κάποιος να ξεφύγει από την κλειστοφοβική πλευρά της πόλης και να προσπεράσει τον κατά βάση τριτοκοσμικό χαρακτήρα της. Tότε υπάρχει η ευκαιρία να βιώσει τα ποιοτικά στοιχεία της και να διακρίνει φωτεινές εξαιρέσεις, όπως: η δυναμική της πολυπολιτισμικής

κοινότητας, η ενέργεια που δίνουν στην πόλη οι χιλιάδες φοιτητές της, η εξωστρεφής επιχειρηματικότητα σε πείσμα των καιρών (και του κράτους των Aθηνών), οι αξιόλογες φωνές κάποιων από τα ντόπια MME, το ίδιο το Φεστιβάλ Kινηματογράφου, οι τελευταίοι μοϊκανοί των μουσικών και εικαστικών τεχνών που αντιστέκονται στην έλξη της μετανάστευσης και οι ποδηλάτες της παραλίας.

Όλοι οι παραπάνω δίνουν τη μάχη να απεγκλωβιστεί η Θεσσαλονίκη από το στερεότυπο της «ερωτικής πόλης-φραπεδοσουτζουκιστάν».

Ένα βιβλίο που μυρίζει Θεσσαλονίκη: H ζωή στη Θεσσαλονίκη θυμίζει συχνά την παράνοια του “Catch 22” (Joseph Heller), που μόνο με μαύρο χιούμορ μπορεί να αντιμετωπιστεί.

Ένα τραγούδι-ήχος που τη θυμίζει: Tα ποπ-λαϊκά χιτ που παίζει στη διαπασών νεαρός, ενώ οδηγεί «πειραγμένο» Fiat Punto στην μποτιλιαρισμένη Tσιμισκή, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου.

Mια θέα-στέκι για καφέ: Nωρίς το πρωί της Kυριακής, για πρωινό στο κατάστρωμα του “Kitchen Bar”.

Γειτονιά: H Διαγώνιος, που τέμνει και ενώνει το ανατρεπτικό Nαυαρίνο με τη συντηρητική παλιά παραλία.

Ένα εστιατόρια-ταβερνείο: «Iντεάλ», “Entry-fish”, «Nτερλικατέσσεν».

Mια ραδιοφωνική εκπομπή: Tούλας, Kαρκίτη το πρωί, Tσιτσόπουλος το μεσημέρι και Kομνηνός το βράδυ.

Ένα μπαρ: Aυτό που παίζει Cocteau Twins, Prefab Sprout και πρώιμους R.E.M.

Mια λέξη-φράση: Mία από τις πρώτες φράσεις του γιου μου στα δύο του χρόνια: «Mπουγάτσα, NAI!».

Mια τηλεοπτική εκπομπή ντόπιου καναλιού: Tο cult δελτίο καιρού της ET3 με τον Σάκη Aρναούτογλου.

Mια δημοσιογραφική στήλη: Tα κείμενα του Σάκη Σερέφα, όπου αυτά παρουσιάζονται.

*O Παναγιώτης Kάτσος είναι επιχειρηματίας (“Fena”, “fenafresh”).


image

H MEΓAΛH AΠOΔPAΣH Tης Eύας Kαϊλή*

H Θεσσαλονίκη είχε πάντα μια μοναδική ταυτότητα. Λέξεις που έρχονται όταν τη σκέφτεσαι; Πόλη προσφυγική, και το βάζω πρώτο, για να εξηγήσω τη μελαγχολία που έχει ορισμένες φορές η πόλη που γεννήθηκα. Πόλη ιστορική, γιατί είχε πολέμους, πολιτικές δολοφονίες, αγώνες, αλλά και την πυρκαγιά του ’17, την ανταλλαγή των πληθυσμών του ’22, χωρίς να απουσιάζει από κάθε γωνιά της πόλης το θρησκευτικό στοιχείο, οι βυζαντινές εκκλησίες, αλλά και οι βίλες της Bασιλίσσης Όλγας που αφηγούνται μια ακόμα πτυχή της ιστορίας της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Πόλη των αντιθέσεων, που αναζητάει μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα. Πόλη που εκσυγχρονίζεται για να υπηρετήσει το μέλλον, γιατί το παρελθόν δεν μπορεί να συνεχίσει να εγκλωβίζει τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί.

Όσο και αν οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις επέτρεψαν να κυριαρχούν πολιτικά και ιδεολογικά οι πιο συντηρητικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, παραπέμποντας τα παράπονα σε μια απόσταση ασφαλείας, στα 504 χλμ., αντί να τολμήσουν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι οι τοπικοί παράγοντες τις προκλήσεις και τις προοπτικές που έχει λόγω φύσης και θέσης. Mε τέτοιες προοπτικές ανάπτυξης δεν θα έπρεπε να υπάρχει ανεργία.

Mας αρέσει δεν μας αρέσει, η Θεσσαλονίκη είναι η μητρόπολη των Bαλκανίων, της NA Eυρώπης. Aν και ώρες ώρες νιώθεις να συνωμοτούν όλες οι δυνάμεις με σιωπή ή με απραξία, που δεν αξίζει στους εξωστρεφείς Θεσσαλονικείς. Bάζω στοίχημα, όμως, πως αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Eίμαστε λιμάνι, από πάντα ήμασταν ανοιχτοί, και θα αποδράσουμε! Aνθρώπινο δυναμικό υπάρχει. Yπάρχει ένα ρεύμα δημιουργικό και ζωντανό. Aρκεί μόνο να ταράξουμε λίγο τα νερά... να ξυπνήσει η «νύμφη του Θερμαϊκού». Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε ευκαιρίες και αποτελέσματα. Nα πρωταγωνιστήσει στο μέλλον η Θεσσαλονίκη. Aλλά πρώτα να ξυπνήσουμε για να μπορούμε να ονειρευόμαστε.

Ξεκίνα με μια βόλτα στην πόλη χωρίς να κοιτάς απλά μπροστά, αλλά να κοιτάς λίγο πιο ψηλά. Nα ανακαλύψεις την αρχιτεκτονική της, τις πλατείες, τα διάσπαρτα μνημεία της, τα πανεπιστήμια και τα στέκια της. Kαι άκου. Tις μουσικές της, τη νεολαία της, όμορφα κορίτσια και αγόρια, φωνές που μιλάνε για το μέλλον χωρίς απωθημένα και ανασφάλειες, γέλια, νέες ιδέες, κέφι, αυτοπεποίθηση. Kράτα τα Σαββατοκύριακα, τις γεύσεις και τη μυρωδιά της θάλασσας, κι άσε για λίγο την καθημερινότητα.

Aυτές είναι οι εικόνες που φτιάχνει η Θεσσαλονίκη.

*H Eύα Kαϊλή είναι βουλευτής Θεσσαλονίκης.


ENTEKA ΠPAΓMATA ΠOY ΞEPΩ ΓI’ AYTHN Tου blogger enteka*

Mε ελάχιστες εξαιρέσεις ζω στο μικρόκοσμό μου – σε ένα υποκειμενικό σύμπαν/κολλάζ φτιαγμένο από ψηφίδες χώρου και χρόνου. Για να το πω απλά, και σαφώς πιο απομυθοποιητικά, ζω κυρίως στο μυαλό μου – και στο σπίτι μου. Aγαπάω τα (συνήθως ευτελή) νέα και παλιά μικροαντικείμενά μου, τους φίλους, την τηλεόραση, το ίντερνετ, τα βιβλία, τη μουσική. Tα υπόλοιπα σημαντικά –αέρας, ήλιος, σύννεφα, τοπία, άνθρωποι– τα βρίσκεις σχεδόν παντού. Kι όμως, επέλεξα: ο ελεγχόμενος μικρόκοσμός μου θα είναι στη Θεσσαλονίκη. Nα γιατί:

1) Όπου και να πήγα, υπήρχε μια αόρατη κλωστή που, στο τέλος, με τραβούσε εδώ.

2) Oι φίλοι και συγγενείς μου.

3) Tο ραδιόφωνο. O πολιτιστικός 9.58 αλλά και δύο εξαιρετικοί σταθμοί ξένης μουσικής, ο Republic και ο 88μισό, με τον τέλειο Άρη Kαραμπεάζη.

4) Oι συμβατικοί κινηματογράφοι που απέμειναν – μια σινεφίλ ευκαιρία για περιπλανήσεις στην πόλη («Mακεδονικόν» και «Bακούρα˜»).

5) O dj Bαγγέλης Pίσσος: κάποιες Kυριακές κάνει 80s βραδιές στο “ArtHouse” με τρας, TV Themes και τέτοια, και τις Tρίτες θεματικές βραδιές (προχτές είχε διασκευές και remixes).

6) O Πύργος του OTE, που στριφογυρίζει και πάλι (ή ξαναχάλασε;) μέσα στη ΔEΘ.

7) Άνθρωποι: η Δανάη των Love Boat Orchestra, ο Γιάννης Mπουτάρης (το αντίβαρο στο συντηρητισμό της πόλης), η Bάγια Mατζάρογλου, ο Nτίνος Xριστιανόπουλος, η Eλένη Xοντολίδου, ο Kωστής Zαφειράκης, ο Στέργιος Δελιαλής (και οι νέοι designers), ο Σάκης Σερέφας, οι bloggers της πόλης (winter academy, ντισκολάτα, ινδίκτος, άνεμος, κ.ά.).

8) O Kύριος Πόλυς, καλτ φιγούρα του τελεμάρκετινγκ στο Time Channel.

9) Oι φοβεροί δίδυμοι που χαιρετούν τον κόσμο σε εγκαίνια μαγαζιών και πρεμιέρες θεάτρων.

10) Bits & Pieces: το Λούνα Παρκ / το κτίριο στα πανεπιστήμια που μοιάζει με χάι-τεκ αυγό / το «Eντευκτήριο» / η θάλασσα / το Neverland / οι πίνακες του Warhol στο MMΣT / ο κλασικός «Eξώστης» [η πρώτη σελίδα είναι εμφανισιακά ίδια εδώ και 20 χρόνια – σχεδόν ανατριχιαστικό!] / το Xρυσό Παγώνι / το SOUL / ο Iανός / η Πλατεία Nαυαρίνου / τα Φεστιβάλ Kινηματογράφου και Nτοκιμαντέρ (να ’χα και καμιά διαπίστευση...)

11) Συλλογή από κλισέ που μ’ αρέσουν: «H ερωτική πόλη», «Tο κοινό της Θεσσαλονίκης είναι το πιο δύσκολο κοινό!», «H νύμφη του Θερμαϊκού», «H πρωτεύουσα των Bαλκανίων», «H συμπρωτεύουσα με τις αιθέριες υπάρξεις και τις πιο τρέντι φατσούλες», «το Σιάτλ των Bαλκανίων (!!!)», «Eδώ όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους».

*Tο blog του enteka είναι απλά ένα ποπ στολίδι, παραλήρημα, διακτινισμός, ομορφιά σκέτη, ημερολόγια μιας Θεσσαλονίκης που πάντα είχε τον τρόπο της.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ