Life in Athens

Οι κύριοι της οδού Ανθέων

Βόλτα στη μεγάλη αγορά λουλουδιών του Προμπονά

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 521
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Λευτέρης Τσεκούρας είναι οδηγός ταξί. Με βλέπει να μπαίνω στο αυτοκίνητο, φορτωμένος με μία γλάστρα με τεράστια γυαλιστερά πράσινα φύλλα σαν καρδιές και κατακόκκινα άνθη σαν εξωτικά πουλιά με κίτρινος ράμφος. «Α, ανθούριο» μου λέει. «Το κρατάς μέσα, κάπου κοντά σε φως, το ποτίζεις μια φορά την εβδομάδα και κρατάει μια χαρά. Πού πάμε;» Μέχρι να συντονιστώ αρχίζει να μου λέει τα πάντα για τα λουλούδια, όλα όσα ήθελα να ρωτήσω και απλώς δεν είχα βρει τόσο πρόθυμο οδηγό να μου τα εξηγήσει. Είναι άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στην ανθαγορά της Αθήνας, κι εκεί θα ξαναγυρίσει λέει, εκεί είναι οι φίλοι του, οι συγγενείς του, φαμίλια ολόκληρη, άνθρωποι που ασχολούνται με τα λουλούδια σαν να είναι παιδιά τους – ξέρουν τις ειδικές ονομασίες και τα χρώματά τους, τις αρρώστιες, τις καλές στιγμές τους, τις εποχές και τις κακές τους, τα φάρμακα και την περιποίησή τους. «Χρόνια στην ανθαγορά, κύριέ μου. Είναι πολύ ωραίο το παζάρι».

Μετά από λίγες μέρες ζητήσαμε από τον Λευτέρη να γίνει ο ξεναγός μας στη βόλτα μας εκεί. Στη μία από τις δύο Ανθαγορές της Αθήνας, στη Ριζούπολη, πίσω από το πάρκο Προμπονά. Το πάρκο είναι μία μεγάλη έκταση-κήπος που ανήκε στο γιατρό Δ.Προμπονά, κάτοικο της περιοχής, και μετά το θάνατό του το 1949 κληροδοτήθηκε στον Δήμο Αθηναίων, με έναν όρο: να γίνει χώρος αναψυχής για τους κατοίκους. Κι έτσι, από το 1954, το πάρκο Προμπονά έγινε ένα πράσινο νησί σε μία δύσκολη, βιομηχανική περιοχή. Εκεί δημιουργήθηκε και μία παιδική χαρά, από τις πρώτες της εποχής. Ο κήπος Προμπονά αγαπήθηκε, μάζεψε κόσμο από τις γύρω γειτονιές, μέχρι ακόμα και από τα μακρινά Άνω Πατήσια έφταναν οι επισκέπτες του κάποτε. Στα 60s, ο Σαββόπουλος έκανε τις βόλτες του εκεί όταν ηχογραφούσε στην Κολούμπια το «Περιβόλι του Τρελού» και φωτογραφιζόταν στις λιακάδες. Ακόμα και τώρα ο κήπος είναι, σε ένα μεγάλο μέρος του, ανοιχτό φυτώριο για τις δημοτικές υπηρεσίες. Σιγά-σιγά, δίπλα στο δημοτικό φυτώριο άρχισε να δημιουργείται μία μικρή κοινότητα ανθοκαλλιεργητών, ανθοπωλών, μικρά μαγαζάκια που πουλούσαν σε χονδρική λουλούδια, μια γειτονιά που μύριζε και άνθιζε όλες τις εποχές του χρόνου, τροφοδοτώντας την πρωτεύουσα με λουλούδια, τότε ακόμα που οι γλαδιόλες ήταν ο επίσημος τρόπος δημοσίων σχέσεων – αρραβώνες, επισκέψεις, γενέθλια, τραπεζώματα στα συμπεθέρια. Πάντα με ωραίες, μεγάλες ανθοδέσμες στο χέρι. Ο δρόμος με τα λουλουδάδικα πολύ σωστά ονομάστηκε Οδός Ανθέων και η περιοχή καταχωρήθηκε πια σαν η μεγάλη ανθαγορά της πόλης.

image

Σήμερα, η Αθήνα έχει δύο ανθαγορές για όλη την Ελλάδα. Η παλαιότερη είναι αυτή, στου Προμπονά, η οποία ιδρύθηκε επίσημα το 1962 σε ιδιόκτητο χώρο 4,5 στρεμμάτων με 200 θέσεις και ανήκει στα περίπου 140 μέλη του Αγροτικού Ανθοπαραγωγικού Συνεταιρισμού Αττικής. Από την ανθαγορά αυτή γίνεται μόνο χονδρική διακίνηση κομμένων λουλουδιών και σε αυτή δεν συμμετέχουν εισαγωγείς – οι οποίοι έχουν τους δικούς τους χώρους, έξω από τις εγκαταστάσεις της ανθαγοράς. Εκτός από τα μέλη του Συνεταιρισμού, η αγορά εξυπηρετεί και φιλοξενούμενους παραγωγούς και εμπόρους κι έτσι, συνολικά οι εξυπηρετούμενοι παραγωγοί φτάνουν τους 350 με προϊόντα κυρίως από την Αττική, την Κρήτη αλλά και από Πελοπόννησο.

Η δεύτερη ανθαγορά, της Αμυγδαλέζας, βρίσκεται στην περιοχή του Μενιδίου και συγκεντρώνει στο μεγαλύτερο μέρος της φυτοριούχους παραγωγούς.

Στο δρόμο ο Λευτέρης μάς λέει ιστορίες για τους τύπους και τους παροικούντες, φυσιογνωμίες που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο μικρόκοσμο των ανθοπαραγωγών. «Θα γνωρίσεις και τον κύριο Γιάννη» λέει, «τον Χορηγό Αισθήσεων. Αυτός είναι ο τίτλος που δίνει στον εαυτό του, το γράφει και στο σελοφάν που τυλίγει τα λουλούδια του. Είναι παθιασμένος με αυτά».

Το χρηματιστήριο των λουλουδιών έχει και αυτό τους δικούς του κανόνες, οι άνθρωποί του γνωρίζουν να διαβάζουν τον καιρό, τη ζήτηση, την επικαιρότητα. Μαθαίνουμε ότι το καλοκαίρι φεύγουνε πολύ τα λευκά και τα κίτρινα άνθη, λόγω πολλών γάμων. Τώρα, μια εβδομάδα πριν το Πάσχα, κρατιούνται τα γαρίφαλα και οι λευκές κάλες – οι κρίνοι της Παναγίας γιατί θα έχουνε ζήτηση την επόμενη, τη Μεγάλη Εβδομάδα, για το στολισμό των Επιταφίων. Φέτος ήταν δύσκολος χειμώνας, δεν είχαμε μεγάλη παραγωγή λόγω βροχών, αναγκαστικά οι τιμές είναι ανεβασμένες…

image

Στα πέριξ, η γειτονιά δεν φαίνεται ανθισμένη. Η Ριζούπολη, βαριά και δύσθυμη, δεν δείχνει να χαίρεται που κρύβει στην καρδιά της αυτό το πλήθος λουλουδιών. Οι «έξω» της πύλης, εισαγωγείς –κυρίως από Ολλανδία– πουλούν άνθη και τεχνογνωσία, μαζί με όλα τα αξεσουάρ για το στόλισμα εκκλησίας, γαμήλιου πάρτι κ.λπ. Η ανθαγορά, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, είναι ένα μεγάλο κυκλικό υπόστεγο με χωρισμένους πάγκους γύρω γύρω. Στη μέση ένας μικρός καφενές – σάντουιτς, εσπρεσάκια, μπισκοτάκια, πρόχειρα στο πόδι. Όλα δείχνουν σχετικά ήσυχα, μερικοί ξεπλένουν με τις μάνικες τα τσιμέντα. Μερικές γυναίκες πιασμένες αγκαζέ περιφέρονται στα μεγάλα πάνελ, συζητούν και διαλέγουν. Και μία χαμένη στις δικές της σκέψεις, με φανερή προέλευση Βου-Που, κάνει το φανταστικό της διάκοσμο πάνω από τα τριαντάφυλλα. Πολλά τριαντάφυλλα. Και νεραγκούλες. «Μπα, τώρα έχουν πουληθεί όλα, γι’ αυτό έχει ησυχία» λέει ο Λευτέρης. «Ο χαμός γίνεται το πρωί, στις 5 που έρχονται οι νταλίκες, μόλις έχουν ξεμπαρκάρει από τα πλοία από την Κρήτη κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή». Ξεφορτώνουν χιλιάδες τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεμίζει ο τόπος χρώμα και δροσιά, νερά και μυρωδιές φρεσκοκομμένου, θόρυβο, γέλια, φωνές. «Ξέρεις τι γίνεται εδώ, στο καφέ; Σουβλάκια, ουίσκια, πολλή πλάκα». Την ίδια ώρα έρχονται και οι αγοραστές, ανθοπώλες, πλανόδιοι πωλητές, άνθρωποι που αγοράζουν και πηγαίνουν κατευθείαν να προλάβουν τις λαϊκές. Οι παραγωγοί μπορούν να πουλήσουν ακόμα και σε απλούς αγοραστές, σε ανάλογη η τιμή με την ποσότητα και την εμπιστοσύνη που θα τους εμπνεύσεις. Η υπόθεση θέλει παζάρι, αλλά και οι αποδείξεις κόβονται με αυστηρότητα και ανυπερθέτως.

Σε μερικά σημεία, ντάνες ψηλές, τελάρα με γαρίφαλα, κομμένα όλα μαζί κάπως θλιμμένα, χωρίς κοτσάνι, έτοιμα για αποστολή στα μπουζουξίδικα. Παλιά η παραγωγή ήτανε τεράστια, μαθαίνουμε. Αλλά έπεσε η κίνηση. Ακόμα κι εκεί. Επίσης μαθαίνουμε ότι η σχέση γαρίφαλα μπουζουκιών με νεκροταφεία είναι ένας μύθος, «ποιος θα σηκωθεί τώρα να πάει στα μνήματα να μαζεύει γαρίφαλα;». Αυτό αναρωτιόμαστε, πράγματι. Όμως το γαρίφαλο πουλάει πολύ ακόμα και για ευχετήριες ανθοδέσμες, «αυτά με το μακρύ κοτσάνι». Πολλές φορές η ντόπια παραγωγή δεν φτάνει και γίνονται παραγγελίες και από την Ολλανδία.

Περιφερόμαστε ανάμεσα στα λουλούδια, ο Λευτέρης τα ονοματίζει όλα, τα ξέρει «από καρδιάς», τα αντιμετωπίζει με ένα στεγνό τρόπο αλλά φαίνεται ότι κρύβει φροντίδα γι’ αυτά. «Όλα τα είδη έχουν ονόματα» λέει. «Υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες. Τα ροζ Εσμεράλντα, τα Τσέρι Μπράντι, τα λευκά Χιονοστιβάδες ή Άβαλαντς, τα κατακόκκινα σαν μαύρα Ρεντ Ναόμι, ή τα άλλα κόκκινα που τα λένε Μαύρη Παναγιά». Τα τριαντάφυλλα από τα φυτώρια δεν μυρίζουνε πολύ. Τα πιο μυρωδάτα είναι εκείνα του κήπου, αλλά δεν κρατάνε πολύ. Τα πιο ακριβά σε κόκκινο είναι τα μπακαρά. Είναι δύσκολη ποικιλία, η τριανταφυλλιά στο θερμοκήπιο δεν κόβει πολλά. Όσο πιο ψηλό το κοτσάνι τόσο πιο επάνω η τιμή. Όλα τα λουλούδια, εάν είναι φρέσκα, κρατάνε. Θέλουνε κόψιμο δύο φορές την εβδομάδα στην άκρη του κοτσανιού τους και να τους αλλάζουμε το νερό. Κρατάνε και δέκα μέρες έτσι. Όσο το κόβεις παίρνει δύναμη». Ισχύει αυτό με την ασπιρίνη ή το βιάγκρα; Αν ρίξεις ένα χαπάκι στο νερό τους ότι τους δίνει ζωντάνια; «Μύθοι», είναι η απάντηση. Προσπαθούμε να νιώσουμε τη μυρωδιά τους. Για να νιώσεις καλά τη μυρωδιά ενός τριαντάφυλλου, ειδικά στα κόκκινα, τα μπακαρά, πλησιάζεις και φυσάς δυνατά στην καρδιά του άνθους, στο κέντρο. Και νιώθεις τη γλύκα του.

image

Η ανθαγορά έχει το χρώμα της. Μια βολή και οικειότητα. Ο πρόεδρος μας χαιρετάει και επιστρέφει στο ταβλάκι του – εικόνα όπως παλιά. Έξω από το πόστο του, ένα μικρό τραπεζάκι ανάμεσα στις βιολέτες και τα χρώματα, πορτοκαλί, μοβ, γαλάζια, κίτρινα.

Πιο δίπλα, μέσα σε μία κατακόκκινη θάλασσα από εικοσάδες τριαντάφυλλα ο Γιάννης Παπαλεξανδράκης, ο Χορηγός Αισθήσεων όπως αυτοαποκαλείται. Μόλις με βλέπει με ρωτάει «Έχεις δει την ταινία “Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς”;» Διηγείται την υπόθεση απνευστί, μιλάει για τη σχέση που είχε ο ήρωας - Πίτερ Σέλερς με τα λουλούδια. Λέει ατάκες από την ταινία, είναι ένας έξυπνος, ζωντανός άνθρωπος. «Είμαι ο Εσκομπάρ του τριαντάφυλλου» μας συστήνεται. «Οικογενειακή ιστορία που τη συνεχίζουμε. Είμαι βασικά καλλιεργητής, έχω τριαντάφυλλα και ζέρμπερες. Μία μονάδα στην Ιεράπετρα και μία στον Μαραθώνα. Το τριαντάφυλλο είναι ο αρχηγός. Λα βι εν ροζ. Μόνο που γενικά το λουλούδι πια το ζητάνε οι πολύ σοφιστικέ άνθρωποι. Άλλαξαν τα πράγματα. Οι αγαπητικοί όλοι δεν έχουνε φτερά τώρα… Κι έτσι έχει μείνει να αγοράζουν λουλούδια στο γάμο τώρα πια, που παντρεύεται μια φορά στη ζωή του κάποιος… ε, και λίγο παραπάνω…»

Ο Χορηγός δούλεψε μερικά χρόνια σε πολυεθνική διαφημιστική αλλά ένιωθε να τον πνίγει το γραφείο. Αναζητούσε τη ζωντάνια του κήπου, της λαϊκής, την αλάνα, την επαφή με τα λουλούδια. Αφοσιώθηκε σε αυτά και νιώθει περίφημα. Το παζάρι λειτουργεί επάνω του θεραπευτικά λέει, ακόμα και αν «τώρα ο ανθοπώλης, με τις νέες τεχνολογίες μπαίνει στο ίντερνετ, πάει στη σελίδα του χονδρέμπορου και του λέει, φέρε μου στην πόρτα μου, εκατό είδη, αύριο. Εγώ έχω μόνο τα δικά μου, αυτά τα 2 είδη, οπότε πάω παραδοσιακά». Τον παρατηρώ πώς διαχειρίζεται τις τεράστιες αγκαλιές με τα λουλούδια, έχει την ταχύτητα και τη γνώση, είναι διεκπεραιωτικός αλλά με την ευγένεια που αποζητάει το προϊόν του.

Γύρω του οι φίλοι, οι φορτωτές, οι πελάτες. Φωνές, γέλια, πειράγματα, μπρουτάλ κύριοι της Οδού Ανθέων. «Ήρωας είναι αυτός που μπορεί να υποτάσσει την γκρίζα καθημερινότητα» λέει. «Το είχε πει ο Ντοστογιέφσκι. Έτσι και για μένα, αυτός εδώ είναι ένας τρόπος να υποτάσσω την γκρίζα καθημερινότητα».

image


Φωτο: ΑΝΘΙΜΟΣ ΝΤΑΓΚΑΣ

Στην κεντρική Φωτό: Ο Γιώργος Ηρειώτης, αριστερά, έχει μαγαζί στη Φιλαδέλφεια και στην Άνοιξη. Ο Γιάννης Παπαλεξανδράκης, δεξιά, παραγωγός και «Χορηγός Αισθήσεων», ο τίτλος του.