Life in Athens

Θερινό με παλιό Αλμοδοβάρ

Αυτή η ελληνική εφεύρεση εξακολουθεί να μας φτιάχνει τα καλοκαιρινά βράδια στην πόλη

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλμοδοβάρ ταιριάζει γάντι σε θερινό σινεμά, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σκηνοθέτη

Το θερινό σινεμά, αυτή η μοναδική ελληνική εφεύρεση, εξακολουθεί να μας φτιάχνει τα καλοκαιρινά βράδια στην πόλη. Το πόσο ταιριάζει στο θερινό ο Αλμοδοβάρ, ακόμα και ο παλιός, είναι άλλο πράγμα.

Η ταινία που είδαμε ήταν το «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της Ισπανίας έβερ: το 1988 που κυκλοφόρησε, έκοψε 1,1 δισεκατομμύρια πεσέτας, 8 εκατομμύρια δολάρια, και άνοιξε όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του Χόλυγουντ για τον σκηνοθέτη Πέντρο Αλμοδοβάρ και τον ηθοποιό, άμεσα σταρ, Αντόνιο Μπαντέρας. Την είχα δει την ταινία τουλάχιστον έξι φορές, μέχρι και το τέλος των ΄90ς την νοίκιαζα κάθε τόσο από το βιντεοκλάμπ – επειδή είναι διασκεδαστική, ανεβαστική, πολύχρωμη, σουρεαλιστική και πιο Αλμοδοβαρική από όλες τις ταινίες του Αλμοδοβάρ… ή ίσως η αρχή της βασιλείας του, μια και είναι πάρα πολύ θεός ο Πέντρο, σχεδόν σε κάθε ταινία του.

Τέλος πάντων, στο θερινό σινεμά «Κάρμεν» είχα να πάω χρόνια, το είχα ξεχάσει περισσότερο από ότι την ταινία, και είναι πολύ ωραίο σινεμά. Δροσερό, ενώ η Αθήνα καψαλίζεται, με σωστό ήχο και εικόνα, με πλήρες μπαρ, με άνετα καθίσματα, με ευρύχωρες σειρές, με όλα τα κομφόρ που ζητάει κανείς από ένα θερινό σινεμά. Ξεκινήσαμε να βλέπουμε την ταινία με τρεις φίλες, ξαφνιασμένες που (δεν) θυμόμασταν την πλοκή αλλά μόνο σκηνές – το γκασπάτσο στο μπλέντερ, πχ, έχει μείνει αξέχαστο από τα ‘80ς, όπως και η συνταγή του, που την δίνει σε κάποια φάση η πρωταγωνίστρια Κάρμεν Μαούρα. Η Ρόζυ ντε Πάλμα είναι επίσης αξέχαστη, την έψαξα εννοείται, και παίζει ακόμα, ενώ στη Γουικιπίντια αναφέρεται ως «ηθοποιός και μοντέλο». Χάρηκα, γιατί έχει γεννηθεί το 1964, και χαίρομαι όταν βλέπω να προκόβουν άτομα της γενιάς μου (΄60ς), όχι ότι περίμενε εμένα η Ρόζυ για να δικαιωθεί, καμία σχέση.

Ο Μπαντέρας στην ταινία είναι σαν οκτώ χρονών, βαριά είκοσι, είκοσι δύο, πάντως τρομερά φρέσκος και μικρούλης, με τεράστιο άσπρο πουκάμισο, παντελόνι με πιέτες, βάτες – και ήδη κούκλαρος. Οι βάτες παίζουν σε όλη την ταινία μαζί με τα μεσάτα σακάκια, τα όχι-πολύ-ψηλά τακούνια (που τα περιέλαβε αργότερα ο Αλμοδοβάρ) και τα παραδοσιακά τηλέφωνα, εκείνα τα τούβλα, με το καντράν. Γελάσαμε όλες με τον τηλεφωνητή, μια συσκευή για την οποία δεν έχει ιδέα τι είναι κανένας από τα ‘90ς και μετά. Αλλά. Αλλά. Εμείς έχουμε περάσει την αγωνία του «άφησε/δεν άφησε μήνυμα», μέχρι που έχουμε χορέψει γύρω από τον τηλεφωνητή όταν έπεφτε μήνυμα για δουλειά που πολύ την θέλαμε, ή για γκομενικό που επίσης πολύ το θέλαμε.

Η ταινία… μας φάνηκε λίγο, όσο χρειάζεται, παλιά – σίγουρα όχι όσο παλιά μας φαίνεται η «Καζαμπλάνκα», πχ. Παρόλο που μας άρεσε και τώρα το «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», όπως μας είχε αρέσει τότε στα μακρινά ‘80ς, για την ακρίβεια μας είχε ξετρελάνει τότε, ήταν η αφορμή που έψαχνα για να φτιάχνω μόνη μου σκουλαρίκια-καφετιέρες. Σε κάποια σκηνή κάνει ένα πέρασμα, ως κούριερ, ο Ξαβιέ Μπαρντέμ (χωρίς να αναφέρεται στα κρεντιτς ούτε πουθενά αλλού, φρεσκαδούρα κι αυτός). Ο ταξιτζής, που νόμιζα λανθασμένα ότι ήταν ο ίδιος ο Αλμοδοβάρ, ήταν τελικά ο Γκιλέρμο Μοντεσίνος. Όλα τα υπόλοιπα ήταν σωστά, ατμοσφαιρικά, σουρεαλιστικά και άψογα.

Πίσω από την οθόνη του «Κάρμεν» είναι ο άσπρος-γκρι τοίχος μιας πολυκατοικίας που δεν έχει καθόλου παράθυρα, εκτός από ένα, μικρό και τετράγωνο ψηλά δεξιά, σαν παράθυρο καμπινέ. Όταν ανάβει το φως, ξέρεις ότι κάποιος μπήκε στο μπάνιο να κάνει την ανάγκη του, και σε αποσπάει για δευτερόλεπτα, αλλά άντε να πούμε στους ανθρώπους να μπανιάρονται με κλειστό φως, δε λέει. Κατά τα άλλα η «Κάρμεν» είναι άψογος κινηματογράφος με φιλικό προσωπικό και ενδιαφέρουσα επιλογή προγράμματος. Και ο Αλμοδοβάρ ταιριάζει γάντι σε θερινό σινεμά, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σκηνοθέτη.

«Κάρμεν», θερινός κινηματογράφος, Παπαδά 40, Ελληνορώσων, μετρό Κατεχάκη. Τηλ. 210-6998250. Εισιτήρια 8 ευ, μειωμένα και τις Τετάρτες, 6.50 ευ.