Life in Athens

Η τελευταία αποκριά

Άραγε ο κύριος Τάκερμαν θα ενέκρινε;

Γιώργος Δήμος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάζοντας για τις Απόκριες στην Αθήνα, μέσα από τα μάτια του πρώτου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τσαρλς Κίτινγκ Τάκερμαν.

Διαβάζω την πραγματεία του Τσαρλς Κίτινγκ Τάκερμαν (του πρώτου, χρονικά, πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα), με τίτλο «Οι Έλληνες του σήμερα» (μτφρ. Παναγιώτης Μπότσης, εκδ. Άνω Τελεία), που κυκλοφόρησε το 1872, λίγο καιρό, δηλαδή, αφότου ολοκλήρωσε τη θητεία του στην Αθήνα. Αν καταφέρει κανείς να αφήσει κατά μέρους το στομφώδες, ρομαντικό ύφος του Τάκερμαν, τις σχετικά «ακίνδυνες» απόψεις που πολύ προσεκτικά επιλέγει να εκφράσει απέναντι στον κλονιζόμενο τότε θεσμό της βασιλείας και μερικά σημεία του έργου όπου ο λόγος του ηχεί λιγάκι ξύλινος, οι περιγραφές του από αυτή την πρώιμη περίοδο της νέας Αθήνας (αναφέρει χαρακτηριστικά ότι σαράντα χρόνια πριν, κανένα από τα μεγάλα κτίρια που κοσμούν μέχρι και σήμερα το κέντρο της πόλης δεν είχαν χτιστεί ακόμα) σε προκαλούν να περπατήσεις ξανά την Πανεπιστημίου και να τη δεις με άλλα μάτια. Στέκομαι στο σημείο όπου ο Τάκερμαν μιλάει για την κοινωνική ζωή Αθήνα, η οποία δεν φαίνεται να τον συγκινεί ιδιαιτέρως.

Ο πρέσβης αναφέρει ότι οι μεσοαστοί Αθηναίοι συνήθως συναντιούνται στο καφενείο ή όταν βγαίνουν για ψώνια, ενώ οι δεξιώσεις και οι χοροί αφορούν μόνο το Παλάτι και το Διπλωματικό Σώμα. Ακόμη όμως και αυτές οι εκδηλώσεις εξηγεί πως καταντούν μονότονες, καθώς είναι τόσο εσωστρεφείς που καταλήγουν να ελκύουν συνέχεια τα ίδια άτομα σε διαφορετικές τοποθεσίες. Επίσης, ο Τάκερμαν είναι της γνώμης ότι οι Ελληνίδες μπορεί μεν να έχουν φινέτσα (αν και είναι γενικά λιτές), όμως τις βρίσκει τόσο απόμακρες που συμπεραίνει ότι δεν κατέχουν την τέχνη του φλερτ. Οι δύο ένθερμες διαδηλώσεις για την απελευθέρωση της Κρήτης και η νεκρική πομπή που βλέπει σχεδόν με το που πατάει το πόδι του στην πόλη μοιάζει να τον σημάδεψαν βαθύτερα από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική συνάθροιση στην οποία έτυχε να λάβει μέρος.

Το αθηναϊκό αποκριάτικο καρναβάλι δεν καταφέρνει ούτε και αυτό να του αλλάξει τη γνώμη. Ο αμερικανός διπλωμάτης θεωρεί πως η οποία προσπάθεια των μασκαράδων (που συνήθως προέρχονται από χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις) να μιμηθούν τις βακχικές γιορτές των Ρωμαίων (sic) αποτυγχάνουν παταγωδώς. Οι δε ανώτερες κοινωνικές τάξεις αγνοούν πλήρως τους εορτασμούς αυτούς και αρκούνται σε ξαφνικές επισκέψεις σε φιλικά σπίτια. Κατά τα άλλα, ο Τάκερμαν διαμόρφωσε τη γνώμη πως η Αθήνα της εποχής ήταν μια πολύ ήσυχη πόλη.

Στο μυαλό μου, οι Απόκριες ήταν πάντα συνυφασμένες με πάρτι γενεθλίων. Βοηθούσε βέβαια το γεγονός ότι στις 17 Φεβρουαρίου γιορτάζω και τα δικά μου γενέθλια, αλλά πριν και από το σχολείο ακόμα, όλοι οι φίλοι μου φαίνεται πως είχαν γενέθλια αυτό τον μήνα. Όσο πιο παλιά θυμάμαι, τόσο πιο έντονο ήταν το πνεύμα του καρναβαλιού, με αφρούς, σερπαντίνες και κομφετί (τα οποία, τουλάχιστον στο δικό μας σχολείο, απαγορεύτηκαν γιατί ο επιστάτης δεν μπορούσε να τα καθαρίσει εύκολα από το προαύλιο και έκανε παράπονα στη διεύθυνση). Έπειτα ήταν οι ταινίες. Ακόμα θυμάμαι τη χρονιά που είχε κυκλοφορήσει το πρώτο «Scream», αν και ήμουν πολύ μικρός ακόμα για να το δω στο σινεμά, γιατί όλοι είχαν ντυθεί Ghostface, με μια μάσκα που γέμιζε αίματα.

Τα πάρτι βέβαια δεν ήταν τίποτα χωρίς τη μουσική. Πάντα ακούγαμε αυτή την κασέτα που μου είχε γράψει ο πατέρας μου, με τα τραγούδια του καρναβαλιού: τη «Macarena», τη «Lambada», τη «Samba de Janeiro». Τη βάζαμε και στο μεγάλο κασετόφωνο, όταν γινόταν πάρτι, αλλά καμιά φορά την άκουγα και στο γουόκμαν. Μια φορά κόντεψε να τη «μασήσει». Την έσωσα όμως με ένα στυλό. Ίσως να παίζει ακόμα, αλλά βέβαια δεν υπάρχει πια ούτε το γουόκμαν ούτε το μεγάλο κασετόφωνο.

Μια χρονιά είχαν φέρει στη μητέρα μου δώρο μια βενετσιάνικη μάσκα. Ίσως να ήταν στα δικά μου γενέθλια στο σπίτι, αλλά την έφερε η Αρετή, η φίλη της μητέρας μου, που καμιά φορά της έφερνε σουβενίρ όταν πήγαινε ταξίδια. Οι βενετσιάνικες μάσκες έγιναν δημοφιλείς τον 13ο αιώνα, δηλαδή μέσα στον βαθύ Μεσαίωνα. Οι Βενετσιάνοι τις χρησιμοποιούν σε διάφορες περιστάσεις, κυρίως όμως για να διαφεύγουν των αυστηρών κανόνων της ταξικής διαστρωμάτωσης. Όλες οι τάξεις ανακατεύονταν μεταξύ τους, οι άντρες μπορούσαν να γίνουν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες. Άραγε ο κύριος Τάκερμαν θα ενέκρινε;