Life in Athens

Οδός Ζωοδόχου Πηγής, αριθμός μηδέν

«Είναι τρομερό το πώς η Αθήνα μπορεί να μεταμορφώνεται από τη μια γωνιά της στην επόμενη, εάν βρίσκεσαι στο κατάλληλο mood»

Στέφανος Δάνδολος
ΤΕΥΧΟΣ 900
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βόλτα στη Ζωοδόχου Πηγής, τη Σόλωνος και την Ακαδημίας και σκέψεις για την παλιά και τη νέα Αθήνα

Πρωί Πέμπτης 11 Ιανουαρίου 2024. Ένας πιτσιρίκος κατεβαίνει σφαίρα τη Ζωοδόχου Πηγής μες στο κρύο. Στέκεται στητός πάνω στο ηλεκτρικό πατίνι του, σαν να ζωντανεύει γνώριμα φαντάσματα από άλλες εποχές. Ίδια εικόνα, διαφορετικοί αιώνες. Το 1960 ήταν τα αγόρια με τα γδαρμένα γόνατα που κατηφόριζαν με τα ετοιμόρροπα μετακατοχικά πατίνια τους τον ίδιο δρόμο. Το 1970 άκουγες τις τροχαλίες από τα σκουριασμένα ποδήλατα. Το ’80 τις πειραγμένες εξατμίσεις από τα μηχανάκια, οι οποίες μύριζαν τηγανητή πατάτα. Τώρα είναι αυτό το άηχο πατίνι, με τον μαύρο λεπτό κορμό, τριάντα εκατοστά πάχος, ένα μέτρο ύψος, σκέτο αριστούργημα τεχνολογίας, ντιζαϊνιά ολκής. Στέκομαι και τον παρατηρώ, και θέλω να του φωνάξω «Πρόσεχε βρε, πάτα φρένο στα στενά», γιατί έτσι κάνω πάντα ο κουτός, στο πρόσωπο του κάθε νεαρού βλέπω τον εντεκάχρονο γιο μου σε μελλοντική έκδοση και μια γραφικότητα προστασίας παρεισφρέει μέσα μου. Ύστερα βγάζω το σημειωματάριο και γράφω: «Ένας πιτσιρίκος κατεβαίνει σφαίρα τη Ζωοδόχου Πηγής, σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο τριγύρω, μόνο αυτός και τα όνειρά του, και το αύριο στο οποίο πηγαίνει με φούρια».

Κατόπιν κοιτάζω τριγύρω. Εκτός από το άηχο πατίνι και τους διαβάτες που μιλάνε στα κινητά τους, τα πάντα μοιάζουν παλιά, κουρασμένα. Οι πλάκες του πεζοδρομίου λερωμένες, οι τοίχοι γκρίζοι, γκράφιτι εδώ κι εκεί. Είναι η υπέροχη Νεάπολη, η αλλοτινή συνοικία που συνέδεε τους χείμαρρους του Λυκαβηττού και τα Εξάρχεια με το κέντρο της Αθήνας, μια φέτα γης στριμωγμένη επί Όθωνος σε μια χούφτα οικοδομικά τετράγωνα. Καθημερινά τη διασχίζουμε, καθημερινά τη βλέπουμε μπροστά μας, ελάχιστα την προσέχουμε όμως. Υπήρξε τόπος ποιητών και πεζογράφων και καλλιτεχνών, υπήρξε ένα από τα πιο ανθεκτικά απομεινάρια του 19ου αιώνα. Και η οδός Ζωοδόχου Πηγής, αυτή η στενή λωρίδα ασφάλτου που το πλάτος της δεν ξεπερνάει τα δυόμισι μέτρα, παραμένει μία από τις κυριότερες φλέβες της κρυμμένης συνοικίας. Δρόμος ονειρικός, όπως και τότε.

Σύμφωνοι, δεν περιέχει τις ωραίες νεραντζιές της Θεμιστοκλέους μήτε την άπλα της Μπενάκη, μα είναι διάσπαρτη από γκρίζο τσιμέντο του μεσοπολέμου και αστικές προσόψεις που φτιάχτηκαν στο απόγειο της αντιπαροχής το ’50 και το ’60. Εξατμισμένο άρωμα μεν, γοητευτικότατο δε. Όλες αυτές τις γειτονιές τις χώρεσα στο καινούργιο μου βιβλίο που μιλάει για το 1944 και τα Δεκεμβριανά, καθώς αυτό το κομμάτι της πόλης χτυπήθηκε περισσότερο από Βρετανούς και Έλληνες, παρά από Γερμανούς και λοιπές κατοχικές δυνάμεις. Κοίταξα πάλι τον πιτσιρίκο πάνω στο ηλεκτρικό πατίνι του (μα δεν κρυώνει; Παραείναι ελαφριά ντυμένος), φόρεσα το μάλλινο σκουφάκι μου και αφοσιώθηκα πάλι στα νεκρά τοπία.

Τα κτίρια της Ζωοδόχου Πηγής μοιάζουν με περήφανους επιζώντες. Είναι πολυκατοικίες με παλιά θυρωρεία, με εσωτερικούς φωταγωγούς εντός των οποίων ακούς φτερουγίσματα πουλιών, με ανελκυστήρες που μυρίζουν γιαγιά και παππού. Σε μια τέτοια πολυκατοικία γεννήθηκα, όχι πολύ μακριά, στην πλατεία Αμερικής. Σε τέτοιες πολυκατοικίες, στην Πλάκα και στην Κυψέλη, ζούσαν οι γονείς των γονιών μου. Παρατήρησα τις εισόδους. Σε κάθε πόρτα όλο και κάποιο χαρτί. «Απαγορεύεται η είσοδος σε μη διαμένοντες». «Κλειδώνετε μετά τις δέκα». «Μην αφήνετε γραφικό υλικό στα σκαλιά». Το κέντρο της πόλης και οι εύλογες φοβίες του. Θυρωροί δεν υπάρχουν πια, εξακολουθεί να υπάρχει όμως αυτή η βαθιά απόχρωση του παλιού αστικού κόσμου. Τα καθαρά σκαλοπάτια που οδηγούν σε ωραία ισόγεια με γλυκό φωτισμό, οι διάδρομοι που είναι σπαρμένοι από παλιές ξύλινες πόρτες.

Σηκώνω τον γιακά του μπουφάν μου, κατεβαίνω προς κέντρο, περνάω από σχεδόν αθέατα παλαιοβιβλιοπωλεία και μίνι μάρκετ, και μόλις διασχίζω τη Σόλωνος, μια άλλη νότα Ιστορίας ορθώνεται στα δεξιά μου. Πόσο άδικο. Πρέπει να μελετάς προσεχτικά τα ντουβάρια για να προσέξεις ανάμεσα στα γκράφιτι και τις βρομιές τη μικρή σκαλιστή επιγραφή που λέει ότι εδώ, σε τούτο το στενό πέτρινο κτίσμα, έζησε κάποτε ο Κάρολος Κουν. Κοντοστάθηκα. Παρατήρησα την ταλαιπωρημένη πόρτα με το λουκέτο. Κι αυτό το σπίτι το έβαλα στο βιβλίο. Το ’44 έσφυζε από ζωή, όνειρα, στόχους. Εδώ ήταν που γεννήθηκε το Θέατρο Τέχνης, εδώ ήταν που ο Κουν έφτιαξε το θεατρικό εργαστήρι των τιτάνων.

Έσκυψα λίγο μήπως αφουγκραστώ με τη φαντασία μου τις πυρετικές ανάσες που άλλαξαν το ελληνικό θέατρο στα μέσα του 20ού αιώνα. Τίποτα. Μόνο σιωπή. Ο χρόνος είναι η ταφόπλακα της Ιστορίας. Για φαντάσου. Ό,τι είναι σήμερα ο Λάνθιμος για το ελληνικό σινεμά, ήταν τότε ο Κουν για το σκεβρωμένο σανίδι της Κατοχής. Και δεν απέμεινε στην πράξη το παραμικρό. Απλώς ένας σαπισμένος τοίχος, με μια μικρή επιγραφή.

Θυμήθηκα τον Γιάννη Στεφανέλη που έγραφε για αυτό το ασήμαντο κτίσμα: «Τα χρόνια της Κατοχής, στη μικρή καμαρούλα της αυλής της Ζωοδόχου Πηγής, ζωντάνεψε η ιδέα ενός Θεάτρου και πραγματοποιήθηκε όπως συμβαίνει στα παραμύθια». Θυμήθηκα αυτό που έγραψε ο Πλωρίτης: «Στο καμαράκι του Κουν επί της Ζωοδόχου Πηγής μαζευόμασταν τα βράδια και, καπνίζοντας αχυρένια τσιγάρα, μασώντας σταφίδες και πίνοντας ένα φρικαλέο κρασί, κουβεντιάζαμε ατελείωτα και ονειρευόμασταν». Θυμήθηκα κάθε τι που διάβασα για να γράψω μια παράγραφο τριάντα λέξεων στο βιβλίο μου, για τις ατελείωτες ώρες της διδασκαλίας και των προβών, για τα μάτια που έτσουζαν από τους καπνούς, για την αποπνιχτική μυσταγωγία που έκανε τον Λυκούργο Καλλέργη να διαμαρτύρεται και να ανοίγει τα παράθυρα, για τον Κουν που τα ξανάκλεινε εκνευρισμένος. Σήμερα τα παράθυρα αυτά μοιάζουν με τις σφραγισμένες πύλες ενός πανάρχαιου τάφου. Ναι, όπως συμβαίνει στα παραμύθια. Ο κόσμος φτιάχνεται για να ερειπωθεί, και ερειπώνεται για να ξαναφτιαχτεί. That’s life.

Ωστόσο, αναρωτιέμαι. Πώς γίνεται αυτό το μαυσωλείο ονείρων να έμεινε επί μισό αιώνα αναξιοποίητο από τόσες δημοτικές αρχές; Γιατί δεν μετατράπηκε σε τόπο προσευχής για τα παιδιά των δραματικών σχολών; Γιατί έχει αφεθεί να σαπίζει κάθε μέρα και περισσότερο μέσα στην ταχύτητα της πόλης; «Ιδέα για άρθρο στην Athens Voice», γράφω στο σημειωματάριό μου. Το παλιό θεατρικό εργαστήρι του Κάρολου Κουν στη Ζωοδόχου Πηγής. Του ρίχνω μια τελευταία ματιά, σκέφτομαι πως τουλάχιστον τα μαυσωλεία γίνονται όμορφα μουσεία και το αφήνω παρέα με τα φαντάσματα που το κατοικούν.

Θόρυβος από κόρνες, ένα φορτηγό που προσπαθεί να στρίψει και δεν μπορεί, δύο οδηγοί που τσακώνονται. Ψάχνω με το βλέμμα μου τον πιτσιρίκο πάνω στο ηλεκτρικό πατίνι. Δεν είναι πουθενά. Το κρύο τσουχτερό, η θερμοκρασία έπεσε κι άλλο σήμερα, από κάπου μακριά ακούγονται οι ιαχές μιας πορείας. Βγαίνω στην Ακαδημίας. Τώρα η πόλη δεν περιέχει θραύσματα του παρελθόντος, όλα μοιάζουν τωρινά, οι τζαμαρίες των καταστημάτων, οι σιδερόφραχτες θύρες των τραπεζών, η κίνηση των αυτοκινήτων. Είναι τρομερό το πώς η Αθήνα μπορεί να μεταμορφώνεται από τη μια γωνιά της στην επόμενη, εάν βρίσκεσαι στο κατάλληλο mood. Σαν να αποτελείται από ψηφίδες αισθητικής, που τη διατρέχουν όπως τα φίλτρα στις φωτογραφίες. Κλασικό. Μοντέρνο. Νοσταλγικό. Σαν παλιό σινεμά. Ένα κομμάτι της Ζωοδόχου Πηγής ανάμεσα στα Εξάρχεια και τη Σόλωνος σε ταξιδεύει, πιο κάτω σε επαναφέρει στο σήμερα.

Τα πάντα υπηρετούν την υπενθύμιση του χρόνου που κυλάει. Δρόμοι παλιοί, δρόμοι καινούργιοι, και στο βάθος ένα αγόρι που μπάντα κατεβαίνει σφαίρα είτε πάνω σε ένα ξύλινο ετοιμόρροπο πατίνι, είτε πάνω σε ένα ποδήλατο με σκουριασμένη αλυσίδα, είτε πάνω σε ένα παπάκι, είτε πάνω στο αθόρυβο και γκατζετοειδές δίκυκλο του αιώνα μας. Θα ήθελα να τον βρω και να του φωνάξω να μη βιάζεται, ας απολαύσει το ότι είναι πιτσιρίκος, όταν τρέχεις με φούρια ξοδεύεις αλόγιστα τις στιγμές, γερνάς πιο γρήγορα. Τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις και εκεί που είσαι είκοσι, κοιτάς στον καθρέφτη και βλέπεις έναν πενηντάρη, έναν εβδομηντάρη, έναν ογδοντάρη. Αυτά θα ήθελα να του πω. Μα δεν τον βρίσκω πουθενά. Μάλλον καλύτερα έτσι. Γιατί θα με κοίταζε, θα κούναγε το κεφάλι του απορημένος και θα συνέχιζε να τρέχει. Όπως ίσως θα έκανα κι εγώ στη θέση του. 

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου «Τα αηδόνια της σιωπής» θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός