Life in Athens

Ρέκβιεμ για μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Μπορεί τα παλιά στέκια να πεθαίνουν, αλλά χάρη σε ανθρώπους που τα θυμούνται, μένουν κι αυτά στη ζωή

27005-103933.jpg
Στέφανος Δάνδολος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρέκβιεμ για μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια
© Vitalina / Pexels

Ο παλιός χάρτης της Αθήνας και πόσο γρήγορα αλλάζει η πρωτεύουσα με το πέρασμα των χρόνων

Ζευγάρι γύρω στα ογδόντα, καλοστεκούμενο, με χοντρό παλτό εκείνη, με καμπαρντίνα εκείνος. Στέκονταν και οι δύο ακίνητοι στη γωνία της Λυκούργου με την Απελλού που είναι το μικρό κάθετο στενάκι πάνω από την Αθηνάς, το οποίο βγάζει στην πλατεία Κοντζιά. Κλασσική αθηναϊκή γωνιά. Κάποτε έσφυζε από ζωή. Υπήρχαν ωραία μαγειρεία, το εστιατόριο Αθήναιον, από το 1932, εκεί έτρωγε συχνά και ο παππούς μου, υπήρχαν καφενεία, παντοπωλεία, στοές με τεχνίτες κάθε είδους, ακόμα και τραπεζικά καταστήματα. Τώρα όλη αυτή η παλιά αστική μαγεία έχει σβήσει, υπάρχει μόνο ο Νότος απέναντι, ένα φαρμακείο πιο πάνω, επίσης το καινούργιο ξενοδοχείο που φτιάχτηκε στο κατέβασμα προς την οδό Αθηνάς. Φαίνεται, είχαν να κατέβουν καιρό στο κέντρο ο άντρας με τη γυναίκα, και σήμερα το πρωί κοιτούσαν απογοητευμένοι τα απομεινάρια του θρυλικού καπελάδικου «Μοσχονάς», με τα κάγκελα να πλαισιώνουν την έρημη βιτρίνα που λαμποκοπούσε τέτοιες γιορτινές μέρες κάθε χρόνο για δεκαετίες από το 1926. Η πόλη είναι φτιαγμένη από τις ιστορίες των παλιών μαγαζιών, άλλοτε θυμόμαστε το Μινιόν, άλλοτε τον Κλαουδάτο, άλλοτε την Πανελλήνιο Αγορά απ’ όπου αγοράζαμε subbuteo, άλλοτε τα δισκάδικα που φρόντιζαν τη μουσική μας επιμόρφωση. Όμως η Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα, όπως και όλες οι μεγαλουπόλεις, μοιάζει ανέγγιχτη από όσα συγκροτούσαν τις παλιές γειτονιές. Την καλύπτει η σκόνη μιας μετάβασης σε έναν απροσδιόριστο τόπο, ο οποίος θα αποκρυσταλλωθεί σύντομα, γύρω στα τέλη της δεκαετίας που διανύουμε, και δεν θα περιλαμβάνει το παραμικρό ψήγμα από τις γοητευτικές εικόνες του παρελθόντος.

Ρέκβιεμ για μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Ο παλιός χάρτης της πρωτεύουσας, που άρχισε να αλλάζει στα χρόνια της κρίσης με το λουκέτο εκατοντάδων καταστημάτων (ειδικά η οδός Σταδίου έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο), είναι καταδικασμένος να σβήσει οριστικά και να αναδιαμορφωθεί προς χάριν των επόμενων γενεών, που δεν θα νοιάζονται τόσο για την ιδιοσυγκρασία του κάθε σημείου, αλλά για το τι έχει να προσφέρει το κάθε σημείο. Κι έτσι, άνθρωποι σαν αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι που συνάντησα σήμερα το πρωί, και το είδα να στέκεται αμήχανα μπροστά σε κείνη την ιστορική γωνιά από την οποία ίσως κάποτε αγόρασε έναν «παναμά» ή μια τραγιάσκα, είναι προορισμένοι να κατεβαίνουν αυτές τις μέρες στο κέντρο της πόλης και να ατενίζουν έναν άλλο κόσμο, ένα σύμπαν που καμία σχέση δεν έχει με τις μέρες του ’90, του ’80, του ’70, και φυσικά τις προηγούμενες δεκαετίες. Εκείνος φαινόταν περισσότερο αποκαρδιωμένος, οι άντρες δεν χωνεύουν εύκολα την αλλαγή, οι γυναίκες είναι πιο προσαρμοστικές, καλοδέχονται και το καινούργιο. Έδειχνε απαρηγόρητος, ποιος ξέρει, μπορεί να ξύπνησε το πρωί με την ανάγκη να αγοράσει ένα ψάθινο καπέλο. Του έπιασε το χέρι. Κάτι του είπε στο αυτί. Έκαναν τρία βήματα αριστερά. Άλλο πλήγμα κι εκεί. Η βιτρίνα που λέει «Παιχνίδια Δαμίγος» είναι άθικτη, όπως ήταν επί ογδόντα χρόνια, εν μέσω πολιτικών αναταράξεων και άλλων καταιγίδων που σημάδεψαν την αθηναϊκή ιστορία. Εντούτοις η βιτρίνα είναι άδεια, όπως και το εσωτερικό του καταστήματος. Μεταφέρθηκε κι αυτό αλλού. Κοίταξαν μέσα. Τους φαντάστηκα πενήντα χρόνια νεότερους να αγοράζουν παιχνίδια για τα παιδιά τους, μια monopoly, ένα μεταλλικό αεροπλανάκι, φιγούρες στρατιώτες, τρενάκια που έκαναν τσουφ τσουφ. Η χώρα να βγαίνει από το σκοτάδι της επταετίας, να εισέρχεται στην μεταπολίτευση, και ένας μπαμπάς να γυρίζει σπίτι του φορτωμένος με σακούλες από τη συμβολή των οδών Λυκούργου και Απελλού. Και τώρα αυτή η συμβολή να του υποδεικνύει το πέρασμα του χρόνου, την αλλαγή των καιρών, το ότι τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει και δεν περιμένουν σακούλες με παιχνίδια από κείνον. Άλλα τρία βήματα αριστερά. Κοντοστάθηκαν. Κούνησαν το κεφάλι. Και άρχισαν να περπατούν.

Ρέκβιεμ για μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Το ότι η πόλη βρίσκεται σε μια οριακή φάση μετάβασης δεν το αντιλαμβάνεσαι μονάχα από τα κομπρεσέρ που βουίζουν ασταμάτητα και από τις ειδήσεις που διαβάζεις για το κλείσιμο παλιών σινεμά και παλιών καταστημάτων. Το καταλαβαίνεις με βόλτες σαν κι αυτήν. Περπατάς σε δρόμους που κάποτε συγκέντρωναν την προσοχή σου, σε δρόμους που αγάπησες επειδή ταυτίστηκαν με τη ζωή σου, και τώρα είναι τόσο διαφορετικοί που σου μοιάζουν άγνωστοι. Για ένα ηλικιωμένο ζευγάρι όπως οι ήρωες τούτου του κειμένου, αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο ιδίως στις εορταστικούς περιόδους: περιμένεις ότι θα βρεις τα πάντα στη θέση τους όπως τα θυμάσαι, και δεν βρίσκεις παρά μια εικόνα που ισοδυναμεί με συντρίμμια. Διότι μπορεί να μεταφέρθηκαν αλλού κάποια μαγαζιά, να λειτουργούν σε άλλες γειτονιές, μα το ζήτημα είναι η εικόνα σε κείνες τις παλιές γειτονιές, και το πώς αναδύονται σήμερα μέσα στην αχλή της πόλης. Ερημικά σημεία, σκονισμένες γωνιές. Εδώ κάποτε υπήρχε αυτό, παρακάτω υπήρχε εκείνο. Γέλια, έρωτες, γνωριμίες, όλα αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση που ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. Όλο σχεδόν το οικοδομικό τετράγωνο που αγκαλιάζει εκείνη την πλευρά κοντά στην πλατεία Κοντζιά, περιστοιχίζεται από σφραγισμένες καγκελόπορτες, λουκέτα που κρέμονται, κιγκλιδώματα σε βιτρίνες. Εκεί όπου το 1910 κατέληγε ο κόσμος από την πλατεία Ομονοίας, εκεί όπου το 1960 άνθιζαν μπουτίκ και εστιατόρια, τώρα υπάρχουν βρωμισμένες πλάκες και σκοτεινές εσοχές όπου σκέλεθρα χτυπάνε ενέσεις.

ρέ

Μια άλλη Αθήνα, που δεν έχει την παραμικρή ομοιότητα με αυτό που ενδεχομένως θυμάται ένας άνθρωπος ογδόντα ετών. Όχι, δεν αποτελεί είδηση, αλλά βλέποντας αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι ένιωσα ότι είναι είδηση γι’ αυτούς. Και μες στη χρονιά που φεύγει, ήταν κατά κάποιον τρόπο είδηση και για μένα. Γράφοντας το καινούργιο μου βιβλίο, έπρεπε να περπατήσω σε πολλούς δρόμους της πρωτεύουσας προκειμένου να φανταστώ πώς ήταν αυτοί οι δρόμοι αρκετές δεκαετίες πριν, προκειμένου να αποτυπώσω ανηφοριές και κατηφοριές με την πιστότητα που χρειαζόμουν. Και συγκρίνοντας το τώρα με το τότε, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που ανακάλυπτα στην έρευνά μου, έβλεπα πως τίποτα δεν έχει μείνει ζωντανό από την καρδιά του εικοστού αιώνα.

Ο χρόνος σάρωσε τα πάντα. Στην Πανεπιστημίου, στη Σόλωνος, στο Κολωνάκι, στην πλατεία Συντάγματος, στην Μπενάκη, στην Ιπποκράτους. Σχεδόν μηδαμινές οι γωνιές που άντεξαν, κι αυτές κρυμμένες μέσα στη σκόνη της καθημερινότητας. Ένα παμπάλαιο βιβλιοπωλείο που απέγινε αποθήκη. Επιγραφές που δεν ξηλώθηκαν ποτέ. Στοές όπου δεν πατάει πια κανείς. Ανηφόριζα μια στενή οδό, κάθετη στην Σταδίου, ακολουθώντας το πεπρωμένο του πρωταγωνιστή στο βιβλίο μου, και εκεί που κάποτε υπήρχε εστιατόριο τώρα έβλεπα ένα πάρκιγκ. Και πιο κάτω, εκεί όπου κάποτε υπήρχε ένα ένδοξο καφενείο, τώρα δέσποζε ένα άχαρο ξενοδοχείο. Όλα έχουν αλλάξει, η Αθήνα των γονιών μας και των παππούδων μας, ακόμα και της δικής μας νιότης, είναι ορατή μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες. Είναι πλέον ένα άλλο σύμπαν.

Ρέκβιεμ για μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια

Εκείνος την έπιασε από το μπράτσο, προχώρησαν, βρέθηκαν μπροστά σε ένα μικρό εργοτάξιο που ξήλωνε πλάκες στο δρόμο, γύρω τους κόσμος, φωνές, κόρνες αυτοκινήτων. Κανείς δεν θρηνούσε το παλιό, όλοι βιάζονταν να φτάσουν κάπου, μιλούσαν στα κινητά τους, φώναζαν, έτρεχαν. Μόνο εκείνοι οι δύο βημάτιζαν αργά και σιωπηλά, σαν να βρίσκονταν σε έναν ξένο, άγνωστο τόπο. Και ύστερα χάθηκαν μέσα στα σύννεφα που σήκωνε το χώμα. Ο ένας γαντζωμένος πάνω στον άλλο, τυφλωμένοι ίσως από τις αναμνήσεις που πυροδότησε μια πικρή, άδοξη βόλτα. Γιατί αυτό είναι που μένει, και τα καθιστά όλα ζωντανά. Η μνήμη. Μπορεί τα παλιά στέκια να πεθαίνουν, αλλά χάρη σε ανθρώπους που τα θυμούνται, μένουν κι αυτά στη ζωή και περνούν από γενιά σε γενιά. Εδώ κάποτε υπήρξε αυτό. Παρακάτω υπήρξε εκείνο. Κι ας μην υπάρχει τίποτα τώρα πια. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ