Life in Athens

Βαγγέλης Προβιάς: Αθήνα, μια συναρπαστική ηρωίδα μυθιστορήματος

Τι χρώμα άραγε θα είναι η ζωή μου αν δεν την είχε φωτίσει το χαμόγελο της Αθήνας;

Βαγγέλης Προβιάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Βαγγέλης Προβιάς, συγγραφέας, μεταφραστής και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον συνδυασμό του δήμαρχου Κώστα Μπακογιάννη «Αθήνα Ψηλά», γράφει για την προσωπική του Αθήνα

Η πρώτη εικόνα μου από την Αθήνα, που έχει παραμείνει ως αρχική στη μνήμη, είναι ο τρούλος της εκκλησίας που βρίσκεται λίγο παρακάτω από την γωνία της Λεωφόρου Αθηνών με την Σπύρου Πάτση, στην γέφυρα προς την πλατεία Καραϊσκάκη. Τον βλέπω ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Είμαι 13 χρονών, πολύ άρρωστος, με κάτι απροσδιόριστο, αναπνευστικό, και η «είσοδός» μου στην πόλη γίνεται διότι χειροτερεύω και χρειάζεται να νοσηλευτώ σε νοσοκομείο.

Μέχρι τότε είχαμε γυρίσει όλη την Ελλάδα, λόγω του επαγγέλματος της μητέρας μου – αλλά και της τυχοδιωκτικής της φύσης. Θυμάμαι να έχω ζήσει στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Σκιάθο, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στο Λουτράκι, στο Ναύπλιο – έχω κάνει σχολείο σε αυτά τα μέρη, έστω και για μισή σχολική χρονιά. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι τόποι όμως όπου έζησα μερικούς καλοκαιρινούς μήνες, μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου. Κανέναν δεν τον ένιωθα ως σπίτι. Δεν προλάβαινα.

Μετά την επεισοδιακή είσοδο στην Αθήνα, η μητέρα μου κατάλαβε ότι έπρεπε να βρούμε σταθερή βάση. Εγκατασταθήκαμε μόνιμα εδώ. Στο Παλαιό Φάληρο πρώτα και έπειτα στη Γλυφάδα, όπου έζησα ως τα 18 μου. Από το Φάληρο μου έχει μείνει η παρέα των συμμαθητών μου και μια φιλόλογος, η κυρία Στεφάνου, που με έκανε να αγαπήσω τις ιστορίες. Από τη Γλυφάδα θυμάμαι να είμαι αργά το βράδυ σπίτι, σε μια πολυκατοικία στην παραλιακή λεωφόρο, και να φτάνει στα αυτιά μου, παραμορφωμένη, η φωνή του Βοσκόπουλου που τραγουδούσε τον Ανεπανάληπτο, στα Αστέρια, το γνωστό «κέντρο».

Η επόμενη μετάβαση ήταν όταν έφυγα από τα νότια προς το κέντρο, όταν τέλειωσα το σχολείο και έγινα φυγάς. Τυχερός φυγάς. Έζησα με τον πρώτο μου σύντροφο στον Άγιο Λουκά Πατησίων, σε ένα δρομάκι τόσο μικρό και ήσυχο, ό,τι έπρεπε για να ησυχάσω την ταραγμένη μου, χωρίς όρια, ψυχή. Έπειτα, πέρασα μερικούς μήνες σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο Εθνικό Θέατρο (υπάρχει ακόμη το μισογκρεμισμένο δίπατο), και μετά… και μετά με αναβάθμισε η πρώτη μου σοβαρή σχέση. Το σπίτι του ήταν στο Κολωνάκι, σε έναν πολύ ακριβό δρόμο, δίπλα στην πλατεία και τις κοσμικές της φαντασμαγορίες. Η τρελή δεκαετία του 1990.

Ταυτόχρονα, είχα και εγώ νοικιάσει το πρώτο δικό μου σπίτι. Ήταν στη Μισαραλιώτου, στου Μακρυγιάννη, στη σκιά της Ακρόπολης. Θυμάμαι ένα μαγικό βράδυ, να πηγαίνω έξω από το Ηρώδειο για να ακούσω έτσι, λαθραία, μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Ξαφνικά, μια υπέροχη κυρία από το γκισέ των εισιτηρίων φώναξε «υπάρχουν αδιάθετες προσκλήσεις επισήμων, δωρεάν, όποιος θέλει…». Πρόλαβα μία. Μαγεία. Ήμουν 25.

Από το Κολωνάκι και του Μακρυγιάννη, μετακόμισα στα Εξάρχεια, για τα εννιά χρόνια της διαφήμισης. Το ρετιρέ όπου έμενα, με θέα όλη την δυτική Αττική, ήταν δίπλα στο αστυνομικό τμήμα. Ένα απόγευμα βρισκόμουν στην διαφημιστική, στα βόρεια, και στην τηλεόραση υπήρχε έκτακτο δελτίο για επεισόδια. Καίγονταν μηχανάκια κάτω από το σπίτι μου – εκείνη την ημέρα είχα πάει στο γραφείο με τη συγκοινωνία, η πράσινη βέσπα μου ήταν παρκαρισμένη στην συνηθισμένη θέση… ευτυχώς όμως, όταν τρομαγμένος επέστρεψα στο σπίτι, ήταν, μαγικά, άθικτη.

Το 2010 έγινε η επόμενη μετακόμιση. Παγκράτι. Στην καρδιά του. Οδός Ευτυχίδου. Εκεί απολύθηκα από τη δουλειά μου στη διαφήμιση, εκεί πέρασα μήνες, πολλούς, άνεργος, εκεί βασίστηκα στην αγάπη των φίλων, εκεί συνέχισα να διαβάζω και να γράφω, από απελπισία και άγχος στην αρχή, εκεί μάζεψα τις ιστορίες για το πρώτο βιβλίο και έπειτα για το δεύτερο. Εκεί («εδώ», μιας και ζω ακόμα στο ίδιο σπίτι, στην ίδια γειτονιά) έκανα άλλη μια μετάβαση. Έγινα πεζογράφος, αλλά και μεταφραστής. Αλλά και έμαθα να αγαπάω χωρίς να ανησυχώ τόσο πολύ, να στοχάζομαι τις ψυχοθεραπευτικές μου συνεδρίες και να γνωρίζω τον εαυτό μου, να ερωτεύομαι χωρίς να φοβάμαι, να μένω σιωπηλός και ήρεμος, να μην φοβάμαι τις στενοχώριες μου. Εδώ, επίσης, από πρόβατο με ένα συμπαθητικό blog, έγινα Προβιάς. Πρόβατο ακόμα, αλλά τώρα με όνομα.

Σε αυτό το παράξενο διαμέρισμα (οι φίλοι μου το λένε άθλια διακοσμημένο αλλά και τόσο «εξαιρετικά» καλοφτιαγμένο) πέρασα την εποχή της καραντίνας, έναν χωρισμό που μου στοίχισε πολύ και που, για αυτό τον λόγο, κέρδισα πολλά από αυτόν, και μια μεγάλη έκπληξη. Την πρόσκληση να δουλέψω για την Αθήνα. Που στην αρχή με άγχωσε, αλλά γρήγορα με ενθουσίασε.

Οι καλοί συγγραφείς πιστεύουν πως οι τόποι των ιστοριών, τα μέρη όπου ζουν και «παθαίνουν» οι ήρωες του μυθιστορήματος ή του διηγήματος, είναι εξίσου σημαντικά με τα πρόσωπα. Αυτό είναι αλήθεια και για τις πραγματικές ιστορίες, για τις ζωές μας. Το λένε και οι ψυχολόγοι, το έχουν επιβεβαιώσει με ερευνητικές μελέτες.

Αναρωτιέμαι συχνά… πώς θα ήταν η διαδρομή μου αν είχα βρεθεί σε κάποια άλλη πόλη…  αν είχα κάνει σπίτι μου έναν άλλο τόπο; Τι άνθρωποι θα με περιστοίχιζαν, σε τι γειτονιές θα είχα αποτυχίες, αστοχίες αλλά και μικρές ή μεγαλύτερες νίκες,; Πού θα ερωτευόμουν, πού θα με ανακάλυπτα, πού θα γινόμουν φίλος, εραστής, θείος, αδελφός, γιος, συνεργάτης, όλα αυτά που είμαστε οι άνθρωποι;

Τι χρώμα άραγε θα είναι η ζωή μου αν δεν την είχε φωτίσει το χαμόγελο της Αθήνας, αυτής της συναρπαστικής πρωταγωνίστριας στο μυθιστόρημα της ζωής όλων των κατοίκων της; Ήμουν ασθενής όταν έφτασα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από τότε, μου φαίνεται πως ο κόσμος σαν να έχει αλλάξει δέκα φορές. Και εγώ άλλαξα. Δέκα φορές. Και ανάρρωσα. Θα ήθελα να συνεχίζω να αλλάζω. Στην ίδια επιλεγμένη πατρίδα, την Αθήνα.