Life in Athens

Η Μαρία Ηλιού βάζει την Αθήνα στη χρονομηχανή του Μαγιακόσφκι

«Η επιθυμία μου ήταν να δω όχι μόνο τα μνημεία, αλλά και την καθημερινή ζωή, πώς άλλαζε η ζωή της πόλης και των κατοίκων της στον χρόνο»

Πηνελόπη Μασούρη
ΤΕΥΧΟΣ 810
31’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μαρία Ηλιού: Μια συζήτηση με αφορμή το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896» και την ομώνυμη ταινία της

Θα θέλατε να μας πείτε τι διηγείται το φωτογραφικό σας λεύκωμα για την Αθήνα του 19ου αιώνα;
Το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896» διηγείται πώς μια μικρή οθωμανική πόλη περίπου 8.000 κατοίκων το 1821, σε λιγότερο από 100 χρόνια, μεταμορφώθηκε σε μια νεοκλασική πόλη που φιλοξένησε με μεγάλη επιτυχία τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της σύγχρονης εποχής. Μέσα από σχέδια, γκραβούρες και φωτογραφίες αρχείων από τρεις διαφορετικές ηπείρους, το λεύκωμα αυτό φέρνει νέο άγνωστο οπτικό υλικό για την Αθήνα. Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε αυτήν τη μεταμόρφωση από οθωμανική σε νεοκλασική πόλη όχι μόνο μέσα από τις εικόνες των κτιρίων που αλλάζουν αρχιτεκτονικά, αλλά και μέσα από την ανθρώπινη παρουσία, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Το βιβλίο είναι ένα λεύκωμα για την πόλη και τους κατοίκους της Αθήνας. Χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια να βρεθεί το υλικό, απο σαράντα αρχεία σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. Το βιβλίο βασίζεται στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ και στη φωτογραφική έκθεση που πρωτοπαρουσιάσαμε το 2020 στο Μουσείο Μπενάκη. Μάλιστα, το ντοκιμαντέρ αυτό, η έκθεση και το βιβλίο είναι το πρώτο μέρος από τα πέντε που θα παρουσιαστούν τα επόμενα χρόνια και διηγούνται τις μεταμορφώσεις της Αθήνας από το 1821 έως το 2021.

Πώς και ασχοληθήκατε με τις χαμένες εικόνες της Αθήνας του 19ου αιώνα; Είναι αλήθεια ότι οι εικόνες της πόλης, σχέδια, γκραβούρες, φωτογραφίες, σας γοήτευαν από τότε που ήσασταν πολύ νέα;
Μεγάλωσα στην Αθήνα της δεκαετίας του 1960. Μέναμε στην οδό Σόλωνος, που τότε είχε ελάχιστα αυτοκίνητα και μύριζε σοκολάτα όταν περνούσαμε έξω από το ζαχαροπλαστείο Delice, έτσι όπως τη διασχίζαμε καθημερινά με τον παππού μου, τον ραδιοσκηνοθέτη Κώστα Κροντηρά, «γκάγκαρο» Αθηναίο, πηγαίνοντας στον Εθνικό Κήπο. Οι δικοί μου έλεγαν πως ο κήπος ήταν το «γραφείο της κόρης τους», αφού πηγαίναμε πρωί και απόγευμα. Στην πραγματικότητα, ήταν το γραφείο του παππού μου, που έπαιρνε μαζί του τα σενάρια των ραδιοφωνικών εκπομπών για να τα διορθώσει, ή ένα βιβλίο να διαβάσει, ή πολλές φορές παλιές φωτογραφίες της Αθήνας που αγόραζε από τα παλαιοπωλεία και του άρεσε να τις κοιτάζει στον κήπο. Ο κήπος ήταν για μένα η απόλυτη ελευθερία, η περιπέτεια, έτσι όπως με τους φίλους μου παίζαμε ασταμάτητα, ανακαλύπτοντας νέες γωνιές. Όταν όμως κουραζόμουν, μου άρεσε να σκαρφαλώνω στον τεράστιο παππού μου για να ξεκουραστώ και, όποτε είχε φωτογραφίες της παλιάς Αθήνας, να τις κοιτάω μαζί του. Βλέποντας τις εικόνες, «γλιστρούσα» στις διαφορετικές στιγμές, φανταζόμουν πως περπατούσα εκεί όπου περπατούσαν οι περαστικοί, πως μπορούσα να κάνω μαζί τους μια βόλτα στην Αθήνα των προπάππων μου, που ήταν τόσο διαφορετική από τη δική μου Αθήνα της δεκαετίας του ’60.

Η αγάπη μου για ελευθερία και η επιθυμία μου να ανακαλύψω τον κόσμο, που παιδί με έκαναν να καρδιοχτυπώ όποτε πέρναγα την καγκελόπορτα του Εθνικού Κήπου, με οδήγησαν πολύ νέα, με την πρώτη ευκαιρία, να φύγω για σπουδές στο εξωτερικό. Άφησα τους δικούς μου και την πόλη μου, που τόσο πολύ αγαπούσα, σπούδασα Lettere e Filosofia στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και Κινηματογράφο, και αργότερα εργάστηκα ως βοηθός σκηνοθέτη στην Ιταλία με τους Giuseppe και Bernardo Bertolucci σε ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Για πολλά χρόνια, έζησα και δούλεψα στην Πάντοβα, τη Ρώμη, το Παρίσι, το Μόναχο και μετά τη γέννηση της κόρης μας στη Νέα Υόρκη.

Η Αθήνα άρχισε να μου λείπει ήδη από την περίοδο των σπουδών μου. Και μια μέρα, στη Ρώμη, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα μπροστά σε ένα παλαιοπωλείο και αγόρασα δύο φωτογραφίες της Αθήνας του 19ου αιώνα, όπως έκανε παλιά ο παππούς μου. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ η ελληνική ιστορία σε σχέση με τον κινηματογράφο. Σκέφτηκα τότε ότι θα μου άρεσε πολύ να έμπαινα στη χρονομηχανή του Μαγιακόφσκι –μια μηχανή που, όπως έλεγε ο ποιητής, σε πήγαινε όπου ήθελες μέσα στον χρόνο– και να μπορούσα να δω την Αθήνα σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές.

Ένας τσολιάς και ένας αστός συζητούν μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, Φωτογράφος W. S. Smith, Standard Scene Company, Ευγενική παραχώρηση Library of Congress

Ποιες ήταν οι περιπέτειες που ζήσατε μέχρι να πραγματοποιηθούν το πρώτο ντοκιμαντέρ της σειράς και το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896»;
Τα χρόνια κύλησαν. Τα πρώτα χρόνια μου στη Νέα Υόρκη, όπου έφτασα με μια υποτροφία καριέρας Fulbright, μια αλυσίδα από συμπτώσεις με οδήγησε να αφήσω στην άκρη τις ταινίες μυθοπλασίας που έκανα έως τότε και να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική, «Το ταξίδι: Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική». Ήταν το 2005 που συνάντησα τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ, ένα βροχερό πρωινό σε ένα καφενείο στη Φιλαδέλφεια, και αποφασίσαμε να συνεργαστούμε για την ταινία. Λίγο μετά συνάντησα τον Άγγελο Δεληβορριά στο Princeton, που είχε ακούσει για το έργο και μου ζήτησε το ντοκιμαντέρ και η έκθεση για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική να παρουσιαστούν στο Μουσείο Μπενάκη. Δέχτηκα με χαρά.

Εκείνη τη χρονιά, αναζητώντας υλικό στην Αμερική για το «Ταξίδι» (δεν υπήρχαν καρτέλες με αυτό το θέμα, και έπρεπε να αναζητώ υλικό υπό διάφορους τίτλους, ένας από αυτούς ήταν «Έλληνες»), βρήκα τυχαία στη Library of Congress (Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου) στην Washington DC, ένα εύφλεκτο φιλμ από τη Σμύρνη, την πόλη του πατέρα μου, αλλά και υπέροχες φωτογραφίες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Ήταν η περίοδος του φωτορεπορτάζ για τους Αμερικανούς φωτογράφους, και το υλικό αυτό για την Αθήνα είχε μια σπάνια ζωντάνια, που δεν είχα ξαναδεί.

Η παλιά επιθυμία να μπω στη χρονομηχανή του Μαγιακόσφκι και να δω την Αθήνα σε διαφορετικές στιγμές επανήλθε με ορμή. Η επιθυμία να δω όχι μόνο τα μνημεία αλλά και την καθημερινή ζωή, να δω τις εικόνες σε συνέχεια, πώς άλλαζε η ζωή της πόλης και των κατοίκων της στον χρόνο – τελικά μια αφηγηματική διήγηση της ιστορίας της πόλης με εικόνες πήρε μορφή και άρχισε να γίνεται έργο. Είχα μόλις συναντήσει σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη την Άσπα Παπαζαχαρία και τον Ben Pollard και είχα μοιραστεί αυτές τις σκέψεις μαζί τους. Προσφέρθηκαν με ενθουσιασμό να ψηφιοποιήσουν αυτές τις εικόνες για να δούμε τη σχέση τους με μια πρώτη αφήγηση. Είχαμε μάθει από έναν γνωστό μας που συνεργαζόταν με τον George Lucas ότι το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο αν τυπώναμε τις μικρές φωτογραφίες σε μεγάλες και μετά να τις σκανάραμε. Οι κούτες με τις μεγάλες φωτογραφίες άρχισαν να φτάνουν στη Νέα Υόρκη από τη Library of Congress – τουλάχιστον 200 φωτογραφίες, και παρά λίγο να καταρρεύσει η φιλία μας. Η Άσπα και ο Ben έμεναν τότε σε ένα μικρό διαμέρισμα. Δεν χωρούσαν και εκείνοι και ένα θηριώδες επαγγελματικό scanner και οι φωτογραφίες για πολύ καιρό! Μοιράσαμε τελικά τις φωτογραφίες στα δυο μας σπίτια, και η φιλία μας σώθηκε και είναι ακόμη σήμερα γερή, μετά από συνεργασία σε πολλές ταινίες. H πρώτη φωτογραφία που ψηφιοποιήσαμε τότε είναι από τις τελευταίες σε αυτό το βιβλίο: Οι Αθηναίοι που στέκουν περήφανοι μπροστά στο μνημείο του Λυσικράτη. Όταν τέλειωσαν το σκανάρισμα και η διόρθωση των φωτογραφιών, συνεργαστήκαμε για την κίνηση των εικόνων και φτιάξαμε μαζί το πρώτο trailer για να το δείξουμε σε χορηγούς για τη χρηματοδότηση ενός Archive Preservation Project με τίτλο «Athens Rising», έτσι ώστε να άρχιζε μια συστηματική έρευνα και διάσωση οπτικού υλικού που θα βρίσκαμε σε διάφορες χώρες και αργότερα θα γινόταν και τα ντοκιμαντέρ. Σκέφτηκα τότε πως ο χορηγός δεν μπορεί παρά να βρισκόταν στην Ελλάδα, καθώς το θέμα ήταν η Αθήνα, και σε ένα ταξίδι μου στην Αθήνα, έκανα δώδεκα αιτήσεις. Χορηγός τότε, το 2005, για την έρευνα και τη συντήρηση του υλικού, δεν βρέθηκε. Όμως σε εκείνο το ταξίδι συνάντησα την ιστορικό Κατερίνα Γαρδίκα, που μου έδωσε σπάνια βιβλία για την Αθήνα του 19ου αιώνα, τα οποία διάβαζα ξανά και ξανά τα επόμενα χρόνια.

To 2007 παρουσιάσαμε, με ιστορικό σύμβουλο της ταινίας τον Αλέξανδρο Κιτροέφ, «Το ταξίδι: Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και στο Μουσείο Μπενάκη. Στην πρεμιέρα, στο κτίριο της οδού Πειραιώς, ο κόσμος χειροκρότησε με ενθουσιασμό. Στο κρασί που πρόσφερε το μουσείο εκείνο το βράδυ, ο Άγγελος μου ζήτησε να κουβεντιάσουμε οι τρεις μας με την Ειρήνη Γερουλάνου ποιο θα ήταν το επόμενο έργο. «Σμύρνη ή Αθήνα;» ρώτησα. «Πρώτα Σμύρνη, μετά Αθήνα», ήταν η απάντηση του Άγγελου.

Από το 2007 έως το 2012 που παρουσιάσαμε στο Μουσείο Μπενάκη το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Σμύρνη, η καταστροφή μια πόλης, 1900-1922» και μετά ένα  δεύτερο ντοκιμαντέρ, «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου». Διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών, 1922-1924 δεν υπήρχε χρόνος για να γίνει έρευνα για το έργο της Αθήνας.

Από το 2012 και έως το 2020, όμως, η Αθήνα ήταν το έργο πάνω στο οποίο κυρίως δουλέψαμε. Από τότε άρχισαν οι συζητήσεις με τον Άγγελο Δεληβορριά για τη δομή των ταινιών, τα αφηγηματικά νήματα και τους τίτλους. Αποφασίσαμε πως θα ήταν πέντε ταινίες, πέντε εκθέσεις και πέντε φωτογραφικά λευκώματα, σε χρονολογική σειρά και με τους εξής τίτλους:

Ι. Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896
ΙΙ. Η Αθήνα και η Μεγάλη Ιδέα, 1897-1922
ΙΙΙ. Η Αθήνα των συγκρούσεων, 1922-1950
ΙV. Η Αθήνα μεγαλούπολη, 1950-1974
V. Η Αθήνα της Ευρώπης, 1974-2021

Χρειαζόταν να αναζητήσουμε άμεσα χορηγίες για την έρευνα, διάσωση και συντήρηση του οπτικού υλικού που θα βρίσκαμε σε διάφορες χώρες αλλά και για την παραγωγή των ιστορικών ντοκιμαντέρ.

Ο πρώτος χορηγός και ο μόνος από την Ελλάδα βρέθηκε με τη βοήθεια του Τάκη και της Αθηνάς Πικραμένου. Είναι ένας ευπατρίδης που είχε χρηματοδοτήσει και «Το Ταξίδι», αλλά όπως και τότε ζήτησε το όνομά του να μείνει κρυφό. Μας έδωσε κέφι και δύναμη η εμπιστοσύνη του στο έργο, γιατί με αυτή την πρώτη χορηγία ξεκινήσαμε την έρευνα συστηματικά.

Την ίδια χρονιά, στην Αμερική, με τη βοήθεια του Γιώργου Ηλιόπουλου, γενικού πρόξενου τότε στη Νέα Υόρκη, και της Ανθούσας Διακοπούλου Ηλιοπούλου, χορηγών με τους οποίους είχαμε συνεργαστεί στο παρελθόν, αλλά και νέων χορηγών οι οποίοι χρηματοδότησαν τόσο το Archive Preservation Project - Athens Rising όσο και μέρος της παραγωγής των πρώτων τριών ντοκιμαντέρ για την Αθήνα, από τις αρχές του 19ου έως το 1950. O Michael Jaharis, ο άνθρωπος που χάρισε στο Metropolitan Museumof Art το ελληνικό και το βυζαντινό τμήμα, έγινε ο βασικός χορηγός μας, όπως και η οικογένειά του, η Mary και η Cathy Jaharis. Επίσης υποστήριξαν το έργο οι Roy, Diana και Andrew Vagelos μέσω του Pindaros Foundation, o George Coumantaros, ο George και η Daphne Hatsopoulos και η Ειρήνη Μοσκαχλαϊδή. Πρόσφατα ήρθε η χορηγία από το Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού & Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ) για το δεύτερο και τρίτο ντοκιμαντέρ.

Η ίδια ερευνητική ομάδα που είχε συνεργαστεί για τη «Σμύρνη» άρχισε να αναζητά οπτικό υλικό από τις αρχές του 19ου έως το 1950 σε τρεις ηπείρους. Η Margaret Johnson και η Polly Petit στην Αμερική και τον Καναδά, ο James Barker στην Αγγλία, η Valery Combart στη Γαλλία, ο Victor Beelyakov στη Ρωσία και η Jane Fish στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και στην Αυστραλία. Ο Elia Savada ανέλαβε να λύνει τα θέματα copyright.

Ενώ υλικό άρχισε να φτάνει από διάφορες χώρες, παράλληλα ξανάρχισε μια ευτυχής συνεργασία με τον ιστορικό σύμβουλο και των προηγούμενων ταινιών, τον Αλέξανδρο Κιτροέφ. Για άλλη μια φορά, οι εκλεκτικές συγγένειες, ένας παρόμοιος τρόπος σκέψης, ένα κοινό πάθος για την ιστορία μάς έφεραν κοντά. Επί οκτώ χρόνια κουβεντιάζαμε για την οπτική των ταινιών, για το υλικό που ανακαλύπταμε, και ήταν σαν να σκάβαμε το ίδιο τούνελ από δυο διαφορετικές πλευρές: ο Αλέξανδρος από τη μεριά του ιστορικού, εγώ από τη μεριά του κινηματογραφιστή, που οι εικόνες γίνονται μέσα του αφηγηματικό υλικό.

Τελικά παρουσιάσαμε τo πρώτo από τα πέντε ντοκιμαντέρ για την Αθήνα, «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896», και την ομώνυμη έκθεση, τον Φεβρουάριο του 2020 στο Μουσείο Μπενάκη, Ελληνικού Πολιτισμού στην Κουμπάρη. Δυτυχώς τότε ξέσπασε η πανδημία της Covid-19, και, ενώ η ιδέα ήταν ότι το αθηναϊκό κοινό θα μπορούσε να δει για τρεις μήνες τόσο το ντοκιμαντέρ σε αλλεπάλληλες προβολές όσο και την έκθεση, το μουσείο αναγκάστηκε να κλείσει 15 μέρες μετά. Ουσιαστικά, το αθηναϊκό κοινό δεν έχει δει ακόμη αυτό το ντοκιμαντέρ.

Τα καλά νέα είναι πως το ντοκιμαντέρ αυτό –το πρώτο της σειράς– θα προβληθεί το φθινόπωρο του 2022 στο Μέγαρο Μουσικής, στην αίθουσα Τριάντη, όταν η πανδημία θα έχει κοπάσει –ελπίζω– και έτσι το κοινό θα μπορέσει επιτέλους να το δει.

Το δεύτερο από τα πέντε ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουμε για την ιστορία της Αθήνας, «Η Αθήνα και η Μεγάλη Ιδέα, 1896-1922», το κοινό θα το δει Γενάρη-Φλεβάρη-Μάρτη του 2023 στο Μουσείο Μπενάκη στο κεντρικό κτίριο, παράλληλα με την ομώνυμη φωτογραφική έκθεση.

Πάντως καταφέραμε μέσα στην πανδημία να εκδώσουμε το φωτογραφικό λεύκωμα που βασίζεται στο πρώτο ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896». Το λεύκωμα, χάρη στην καλή συνεργασία με τη γραφίστα Άννα Κατσουλάκη, τη διορθώτρια Βενετία Καίσαρη, τα εκτυπωτήρια του Μητρόπολις, με τη φροντίδα του Μιχάλη Αγγελόπουλου, και χάρη στον εκδότη Γιάννη Κωνστανταρόπουλο (εκδόσεις Μίνωας), βγήκε πανέμορφο, και το κοινό μπορεί να το προμηθευτεί από το Μουσείο Μπενάκη ή από τα βιβλιοπωλεία.

Δύο μαθητές, αστοί, με τα βιβλία τους, ντυμένοι με ευρωπαϊκά ρούχα, και ένας ηλικιωμένος πλανόδιος πωλητής, που πουλάει πάπιες, ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά του. Ευγενική παραχώρηση Library of Congress

Οι περισσότερες εικόνες στο λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896» είναι άγνωστες. Γιατί χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να βρεθεί αυτό το υλικό; Υπήρξε υλικό που βρέθηκε τυχαία;

Γιατί αναζητήσαμε το υλικό σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη- Αμερική- Αυστραλία) και σαράντα αρχεία. Επίσης μας ενδιέφερε πολύ να βρούμε όχι μόνο φωτογραφίες που να δείχνουν την πόλη που αλλάζει αλλά και τους ανθρώπους από κοντά μέσα στην πόλη, πράγμα δύσκολο. Η ιδέα ήταν να ανακαλύψουμε και να συντηρήσουμε το άγνωστο και χαμένο οπτικό υλικό για την Αθήνα σε διάφορες γωνιές της γης αλλά και να κάνουμε έρευνα και στην Ελλάδα. Έτσι ενσωματώσαμε από τα περισσότερα ελληνικά αρχεία λίγες φωτογραφίες, ώστε να τιμήσουμε την πολύτιμη εργασία τους αλλά και το έργο να είναι κατά κάποιο τρόπο συλλογικό. Έγινε λοιπόν μια προσεκτική έρευνα σε πολλές χώρες από ένα επιτελείο ερευνητών και το περισσότερο υλικό του λευκώματος αλλά και της ταινίας-ντοκιμαντέρ, είναι άγνωστο και ανέκδοτο. Υπήρξε όμως υλικό που πράγματι ήταν σαν να βρέθηκε «τυχαία».  Αλλά ίσως να είναι το Hasard Objectif, το «αντικειμενικό τυχαίο» του Andre Breton, δηλαδή το τυχαίο που δεν είναι τυχαίο.

Το 2017, και ενώ τα πρώτα γυρίσματα για τα ντοκιμαντέρ είχαν ήδη γίνει, αποφάσισα ένα ταξίδι στην Αυστραλία, στα αρχεία της Ganberra, όπου γνωρίζαμε ότι υπήρχε οπτικό υλικό του 20ού αιώνα και ίσως να βρίσκαμε και υλικό του 19ου. Ακόμα έλειπαν άγνωστες εικόνες της Αθήνας, ακόμα και από το Σύνταγμα και την Ομόνοια, γύρευα φωτογραφίες πιο ζωντανές από αυτές που είχαμε ήδη βρει σε σχέση με τις δυο κεντρικές πλατείες και ήλπιζα πως κάτι ίσως θα βρισκόταν στα unprocessed materials. Όταν έφτασα εκεί, το υλικό είχε ενδιαφέρον αλλά δεν ήταν το υλικό που έλειπε από την Αθήνα του 19ου αιώνα. Ούτε στη Μελβούρνη στάθηκα τυχερή. Αλλά όλα άλλαξαν όταν έφτασα στο Sydney. Πρώτα απ’ όλα, η πόλη με μάγεψε. Το πρώτο απόγευμα έκανα μια βόλτα στο λιμάνι και ήπια ένα ποτήρι λευκό κρασί με κόσμο τριγύρω μου, που είχε μόλις βγει από τη δουλειά του. Αριστερά μου υψωνόταν η γέφυρα και δεξιά το πανέμορφο κτήριο της Όπερας. Άρχισα να συζητώ με τους ανθρώπους τριγύρω, στα τραπεζάκια στο λιμάνι. Υπήρχε μια οικειότητα που με έκανε να νιώθω μέρος της πόλης και μια αίσθηση ευφορίας μου έδωσε κέφι.

Την επόμενη μέρα είχα ένα ραντεβού με τον Βρασίδα Καραλή στο The University of Sydney. Ο Βρασίδας διδάσκει εκεί νεοελληνική λογοτεχνία. Ήθελα να κουβεντιάσω μαζί του αν είχε στον νου του άλλες πηγές στην Αυστραλία για οπτικό υλικό για την Αθήνα από τον 19ο αιώνα έως το 1950. Ο Βρασίδας, με ένα πλατύ χαμόγελο, μου ανακοίνωσε ότι πριν λίγο καιρό είχε γίνει μια δωρεά από τη Liska Woodhouse, την κόρη του καθηγητή αρχαίων ελληνικών στο πανεπιστήμιο του Sydney William Woodhouse, από το 1890 έως το 1930 περίπου. Η Liska δώρισε 1.800 γυάλινες πλάκες με εικόνες της Ελλάδας και της Αθήνας, φωτογραφίες ολοζώντανες της καθημερινής ζωής που είχε τραβήξει ο πατέρας της William Woodhouse στα ταξίδια του στην Ελλάδα. Το πρώτο ταξίδι του καθηγητή στην Αθήνα ήταν το 1892. Ο Βρασίδας Καραλής μου έδειξε μερικές πρόχειρες αναπαραγωγές από τις φωτογραφίες και έμεινα έκπληκτη. Το υλικό που γύρευα ήταν εκεί και είχε βρεθεί τυχαία! Από αυτό το αρχείο είναι οι σπάνιες για τη ζωντάνια τους φωτογραφίες από το Σύνταγμα και την Ομόνοια, αλλά και η φωτογραφία από τα Κούλουμα στον λόφο του Φιλοπάππου, που βρίσκονται σε τούτο το λεύκωμα. Η δωρεά είχε γίνει στο Nicholson Museum, Chau Chak Wing Museum, The University of Sydney και τα επόμενα χρόνια συνεργαστήκαμε με την CandaceRichards, που μας έστειλε το υλικό.

Το 2018, ήρθε μια πρόσκληση από τον πρέσβη μας στη Στοκχόλμη, τότε, τον Δημήτρη Τουλούπα, για μια προβολή του ντοκιμαντέρ Σμύρνη. Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922 στο Nordisca Museum. Ζήτησα τότε από τον πρέσβη μας, αν θα μπορούσε να με βοηθήσει με ένα ραντεβού στα αρχεία τηςNational Library of Sweden. Όταν έφτασα στο αρχείο βρήκα χάρτινες παλιές φθαρμένες καρτέλες που έγραφαν Aten και τίποτε άλλο. Η υπεύθυνη των αρχείων Ulrika Strömsquist ήταν πολύ συμπαθής και ευγενική. Τη ρώτησα αν θα μπορούσα να δω όλες τις κούτες, μια που δεν υπήρχε ένδειξη καμία στις καρτέλες, και με κοίταξε με απελπισία. Βάλαμε τα γέλια. «Θα δοκιμάσω» είπε. Πήγα σε ένα άλλο τμήμα της βιβλιοθήκης, που είχε να κάνει με φιλμ, με επίκαιρα, και μετά από δυο ώρες μου τηλεφώνησε αναστατωμένη. Ανάμεσα στο υλικό είχε βρεθεί ένας ξεχασμένος τόμος ενός σημαντικού Σουηδού φωτογράφου, του Carl Oscar Halldin. Οι φωτογραφίες αυτές είναι από τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα λεύκωμα που ποτέ δεν άνοιξε από τότε και παρέμεινε για πάνω από εκατό χρόνια ξεχασμένο στα υπόγεια της βιβλιοθήκης. Οι συνθήκες φύλαξης ήταν τόσο καλές που οι φωτογραφίες είναι σε εξαιρετική κατάσταση. Πήραμε μια ειδική άδεια και οι περισσότερες από αυτές τις φωτογραφίες θα προβληθούν και δημοσιευτούν στο επόμενο ντοκιμαντέρ και λεύκωμα «Η Αθήνα και η Μεγάλη Ιδέα, 1897-1922». Εδώ όμως έχουμε συμπεριλάβει για χάρη της αφήγησης δύο εικόνες για τη σπάνια ζωντάνια τους αλλά και επειδή η ατμόσφαιρα θα ήταν κάπως έτσι και στα τέλη του 19ου: το «Θηρίο» με τον κόσμο στην αφετηρία του στην Αθήνα, το ατμοκίνητο τρένο που οι Αθηναίοι έπαιρναν από την πλατεία Λαυρίου για να πάνε στην Κηφισιά, και μια φωτογραφία από το Ζάππειο με τους περαστικούς σε μια κυριακάτικη ίσως βόλτα.

Ζήσαμε πολλές τέτοιες ιστορίες, όπου είναι σα να βρίσκεις τυχαία το υλικό αλλά το υλικό φτάνει στα χέρια σου γιατί εξακολουθείς να το γυρεύεις με χίλιους τρόπους.

Σε ποια σχέδια, γκραβούρες και φωτογραφίες που παρουσιάζετε στο φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1897» στέκεστε περισσότερο; Υπάρχει κάποια περίοδος ιδιαίτερης  συναισθηματικής φόρτισης;

Με γοητεύουν πολύ οι μεταβατικές εποχές.  Το πέρασμα από τα Οθωμανικά χρόνια της Αθήνας, στη δημιουργία της νεοκλασικής πόλης την εποχή του Όθωνα  είναι μία από αυτές τις εποχές. Επίσης η εποχή του Γεωργίου Α. Εκείνα τα χρόνια, από το 1863 έως τα πρώτα χρόνια του 20ού, η Αθήνα αποκτά την νεοκλασική της μορφή, στις κεντρικές αρτηρίες αλλά και στις γειτονιές, ολοκληρώνεται η Τριλογία στην Πανεπιστημίου, η Ακαδημία και η Βιβλιοθήκη και παντού στις γειτονιές χτίζονται νεοκλασικά κτήρια. Παράλληλα, με τον Τρικούπη η Αθήνα και η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται, για πρώτη φορά και δημιουργείται μια αστική τάξη. Οι γυναίκες μορφώνονται και διεκδικούν πιο ενεργό ρόλο στη ζωή. Η Αθήνα αρχίζει να μετατοπίζεται από την Ανατολή στη Δύση. Το 1896 θα γίνουν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες της σύγχρονης εποχής στην Αθήνα και οι επισκέπτες θα θαυμάσουν την νεοκλασική πόλη αλλά και μια σύγχρονη πόλη για την εποχή εκείνη. Οι Αθηναίοι είναι περήφανοι για την αρχαία τους κληρονομιά –τα μνημεία φυλλάσονατι τώρα με κιγκλιδώματα– αλλά είναι περήφανοι και για τη σύγχρονη Αθήνα που φιλοξένησε με επιτυχία τους πρώτους Ολυμπιακούς. Το 1896 είναι μια χρονιά αισιοδοξίας.

Σε αυτό το κεφάλαιο, το τρίτο του λευκώματος, οι αναγνώστες θα ανακαλύψουν άγνωστες φωτογραφίες από τη Library of Congress, το Ghetty, το Princeton, το Harvard, το πανεπιστήμιο του Sydney, το Rex Museum, από ιδιωτικές συλλογές, όπως αυτή του καταπληκτικού συλλέκτη που δεν ζει πια, Μιχάλη Τσάγκαρη, αλλά και του συλλέκτη Νίκου Πολίτη και πολλών άλλων αρχείων.

Είναι η περίοδος που ανακαλύπτεται το φωτορεπορτάζ και οι φωτογράφοι πλησιάζουν από κοντά τους ανθρώπους στον δρόμο αποτυπώνοντας τις κοινωνικές διαφορές και την καθημερινή ζωή.

Θα σταθώ σε μερικές φωτογραφίες: Στη φωτογραφία του εξωφύλλου και αφίσα του ντοκιμαντέρ, με τον γηραιότερο Αθηναίο ντυμένο με τη φουστανέλα του και τον πιο μοντέρνο Αθηναίο και νεότερο, ντυμένο με παριζιάνικα ρούχα. Ακόμη, τη φωτό με δυο αστόπαιδα που κρατάνε τα βιβλία τους πηγαίνοντας στο σχολείο, ενώ δίπλα τους ένα λαϊκός πωλητής με πάπιες μεταφέρει την πραμάτεια του που κρέμεται από τον λαιμό του. Επίσης τις φωτογραφίες, με τους πρώτους τουρίστες που κατεβαίνουν τα προπύλαια, την πλατεία Συντάγματος πριν το γκάζι με τους περαστικούς και τα ιππήλατα τραμ αλλά και μετά την τοποθέτηση του γκαζιού, την Ομόνοια με τη στάση με τα αμαξάκια, την Αθηνάς με τους πωλητές, το Ζάππειο με γυναίκες ντυμένες με Αρβανίτικα ρούχα και δίπλα τις νταντάδες ντυμένες με ευρωπαϊκά να σπρώχνουν τα καροτσάκια.

Τέλος την υπέροχη φωτογραφία στο τέλος του λευκώματος: H νεοκλασική Αθήνα φωνογραφημένη από τον Λυκαβηττό. Φαίνονται τα σπίτια και το Ιπποδάμειο σχέδιο της πόλης με τις καθέτους. Αυτή η φωτογραφία κλείνει σε έναν κύκλο το βιβλίο. Στις πρώτες σελίδες υπάρχει ένα σχέδιο της Οθωμανικής Αθήνας με τους μιναρέδες, ζωγραφισμένο από τον Dodwell το 1806, από το ίδιο ακριβώς σημείο όπου περίπου 100 χρόνια αργότερα τράβηξε την τελευταία φωτογραφία του λευκώματος ο Ολλανδός φωτογράφος-ερασιτέχνης L. Heldring. Η μεταμόρφωση της Οθωμανικής πόλης με 8.000 κατοίκους, σε μια νεοκλασική πόλη μέσα σε έναν αιώνα με 130.000 κατοίκους, είναι απίστευτη.

Όταν είχα δει το ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896» στο Μουσείο Μπενάκη τον Φεβρουάριο του 2020, είχα σκεφτεί ότι με το μοντάζ σας ταξινομείτε μεγάλο όγκο πληροφοριών που συλλέγετε αποδίδοντας έναν κόσμο αποσαφηνισμένο. Είναι η τάξη πρωταρχική στη δουλειά σας ή υπάρχουν και σημαντικότερα στοιχεία;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Υπάρχουν και σημαντικότερα. Η δομή μιας ταινίας, και άρα η ταξινόμηση που οδηγεί στη δομή, είναι απαραίτητη, είναι η ραχοκοκαλιά της αφήγησης, χωρίς αυτήν τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο θεατής χάνονται.

Όμως η ελευθερία της δημιουργίας που σπάει τη δομή που έχεις χαράξει με κόπο, και φέρνει νέες ιδέες, είναι αυτή που δίνει ζωντάνια στην ταινία. Αυτές οι ξαφνικές ιδέες που σε συναρπάζουν, οι συγκινήσεις, οι εμπνεύσεις λειτουργούν τόσο παρορμητικά, που μερικές φορές είναι σαν να σε τραβάει η ταινία από το μανίκι και να μην αποφασίζεις εσύ αλλά η ίδια, σαν να γίνονται οι επιλογές από μόνες τους, από το ίδιο το υλικό, χωρίς το υλικό να με ρωτήσει! Είναι ευτυχισμένες αυτές οι στιγμές. Αυτές λοιπόν οι ανατροπές σε μια γερή δομή είναι οι πιο πολύτιμες.

Το Μνημείο του Λυσικράτους περιφραγμένο, Keystone View Company. Ευγενική παραχώρηση Library of Congress

Η καταγραφή του πολιτισμού είναι κεντρική πολιτιστική ενέργεια σήμερα. Εσείς το έχετε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Πώς προέκυψε αυτή η πρωτοποριακή πρωτοβουλία σας;

Με γοήτευαν από πάντα η ιστορία μας και οι ιστορίες των ανθρώπων σε σχέση με αυτήν. Άνθρωποι που ονειρεύονταν με τα μάτια ανοιχτά και φέρανε μεγάλες αλλαγές στον τόπο, τι πήγε λάθος, τι πήγε καλά, οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων που τους παρέσυρε το κύμα της Ιστορίας. Πως αντιδρά κανείς στις μεγάλες αλλαγές, ποιες είναι οι στιγμές που όλα πήγαν καλύτερα και πώς μέσα από την ιστορία μας μπορούμε να μάθουμε, να συνεργαστούμε, να φτιάξουμε έναν καλύτερο τόπο, έναν καλύτερο κόσμο. Έτσι ενώ έκανα ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους έως το 2000 μια σειρά από συμπτώσεις μου κέντρισε την περιέργεια, μου δημιούργησε την επιθυμία να ασχοληθώ με ένα ντοκιμαντέρ για τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Αμερική –ζούσα τότε στην Αμερική– και σε συνδυασμό με το ντοκιμαντέρ κατάλαβα πως θα ήταν απαραίτητο να συλλέξουμε και να συντηρήσουμε το χαμένο οπτικό υλικό σε σχέση με την μετανάστευση των Ελλήνων της Αμερικής από αμερικανικά αρχεία, φωτογραφίες και φιλμάκια, υλικό που δεν είχαμε δει ποτέ αλλά σίγουρα θα υπήρχε.

Έτσι ξεκίνησε μέσω της μη κερδοσκοπικής Αμερικανικής εκπαιδευτικής εταιρείας Proteus NY Inc που τότε δημιουργήσαμε ένα παράλληλο project με το ντοκιμαντέρ που ονομάσαμε Archive Preservation Project, το οποίο συνοδεύει κάθε ταινία μας, ή μάλλον προηγείται. Δηλαδή με μια ομάδα ερευνητών γίνεται μια προσεκτική έρευνα στην Αμερική και στην Ευρώπη, τη Ρωσία, τον Καναδά, την Αυστραλία, βρίσκουμε άγνωστο υλικό, το συντηρούμε και το χρησιμοποιούμε για τα ντοκιμαντέρ, τις εκθέσεις, τα φωτογραφικά λευκώματα και φροντίζουμε το υλικό αυτό να φτάσει πίσω στο κοινό. Κάθε έργο μας λοιπόν έχει ένα πρώτο στάδιο που το ονομάζουμε Archive Preservation Project.

Αργότερα μάλιστα σκεφτόμαστε να δωρίσουμε αυτό το υλικό που αγγίζει τα διάφορα θέματα των ταινιών που έχουμε κάνει σε κάποιο μουσείο ή βιβλιοθήκη στην Ελλάδα που θα μπορεί να φιλοξενήσει το οπτικό υλικό που ανακαλύψαμε και συντηρήσαμε, τόσο το φιλμικό, όσο και το φωτογραφικό.

Παλιότερα, όπως προαναφέρατε, είχατε κάνει το ντοκιμαντέρ και την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη το 2007 και στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με τίτλο «Το ταξίδι: Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική». Πόσο διαφέρει ο Έλληνας που παρέμεινε στη  Μεσόγειο από τον αυτόν που πέρασε τον Ατλαντικό; Ο πολιτισμός που τον περιστοιχίζει τον αλλάζει; Είναι καλό αυτό;

Ο Έλληνας που πέρασε τον Ατλαντικό είναι πολύ διαφορετικός από τον Έλληνα που παρέμεινε στη Μεσόγειο. Ο πολιτισμός που τον περιστοιχίζει τον αλλάζει. Όταν βρίσκεσαι ξαφνικά σε ανοιχτές, δυναμικές, πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αξιοποιείς καλύτερα τα δώρα του χαρακτήρα σου, απελευθερώνεσαι. Είναι πολύ καλή εμπειρία.

Για αυτό οι Έλληνες, όταν φεύγουν για να ζήσουν αλλού, και συγκεκριμένα στην Αμερική, συχνά διαπρέπουν. Πιστεύω πως οι δυσκολίες που συναντάς σε μια καινούργια χώρα σε κάνουν πιο άξιο. Επίσης στην Αμερική είναι πιο εύκολο για ανθρώπους δημιουργικούς να προχωρήσουν. Υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες. Είναι μια μεγάλη χώρα που ακόμη και σήμερα δίνει ευκαιρίες, όχι μόνο γιατί υπάρχει χώρος για πολλούς ανθρώπους, μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, αλλά και γιατί υπάρχει άλλη αντίληψη που υποστηρίζει τόσο τη δημιουργικότητα όσο και την επιχειρηματικότητα.

Επίσης στην Αμερική δεν νιώθεις το βάρος της Ιστορίας, είναι νέα ήπειρος. Υπάρχει ορμή αλλά και αποδοχή των ανθρώπων χωρίς πολλή κριτική, καθώς και γενναιοδωρία. Τα «μπράβο» είναι πιο γενναιόδωρα, και αυτό βοηθάει τους ανθρώπους να προχωρήσουν. Και ακόμη κάτι, πολύ σημαντικό. Οι άνθρωποι που δουλεύουν για το ίδιο project συνεργάζονται χωρίς ανταγωνισμούς και στηρίζουν με κάθε τρόπο το project.

Το ότι ζεις σε μια πολύ διαφορετική κοινωνία, σε έναν διαφορετικό πολιτισμό, δεν σημαίνει βέβαια πως χάνεις τη δική σου πολιτισμική ταυτότητα, ίσα ίσα έχεις να προσφέρεις τη δική σου ταυτότητα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία.

Θυμάμαι πάντα με συγκίνηση τα σοφά λόγια του γερουσιστή Paul Sarbanes στο τέλος του ντοκιμαντέρ μας «Το Ταξίδι, το Ελληνικό Όνειρο στην Αμερική». Έλεγε λοιπόν ο Sarbanes ότι κάποτε έγραψαν για αυτόν ότι είχε μια λαμπρή καριέρα γιατί σπούδασε σε καλά αμερικανικά πανεπιστήμια και μπόρεσε «να αποτινάξει» τις ελληνικές του καταβολές. Ο Sarbanes απάντησε με μια επιστολή στις εφημερίδες λέγοντας πως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Μπόρεσε να προσφέρει πολλά στην αμερικανική κοινωνία ακριβώς γιατί πάντα τίμησε τις ελληνικές του καταβολές και πολιτισμό, αυτό ακριβώς πρόσφερε στην αμερικανική κοινωνία, την ελληνική του πολιτισμική ταυτότητα.

Εμείς οι Έλληνες συχνά είμαστε καχύποπτοι απέναντι στην Αμερική και έχουμε κάποιους λόγους λόγω της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής και της ανάμειξής της σε δικές μας ιστορικές στιγμές, η πιο πρόσφατη ήταν η υποστήριξη από τον Νίξον της Χούντας, έχουμε λοιπόν κάποιους λόγους λοιπόν πολύ σοβαρούς, ιστορικά να είμαστε επιφυλακτικοί. Όποιος όμως έχει ζήσει στην Αμερική γνωρίζει καλά πως άλλο η εξωτερική πολιτική στην Αμερική και άλλο η Αμερική ως κοινωνία, τουλάχιστον στις κοσμοπολίτικες μεγάλες πόλεις των δυο ακτών που συγκεντρώνονται οι πιο δημιουργικοί και ανοιχτοί άνθρωποι.

Σκέφτομαι συχνά πως αν δεν είχα ζήσει στην Αμερική για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, δεν θα είχα ίσως ποτέ κάνει τα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζουμε τα τελευταία 15 χρόνια, ή κι αν τα είχα κάνει δεν θα είχαν αυτήν τη μορφή. Όχι μόνο γιατί από εκεί είναι κυρίως η χρηματοδότηση αλλά και γιατί σκέφτεσαι με άλλο τρόπο όταν είσαι εκεί, έχεις μια χρήσιμη απόσταση από την Ελλάδα που σου επιτρέπει να δεις πιο αντικειμενικά τα πράγματα. Επίσης έχεις μια ελευθερία δημιουργική που στην Ελλάδα μπορεί ίσως και να μην υπάρχει μερικές φορές, έτσι όπως όλοι στον τόπο μας έχουν μια άποψη για το πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα με αποτέλεσμα ο χορηγός ή ο παραγωγός να έχει μερικές φορές απόψεις για την ταινία ενώ από τους χορηγούς μας στην Αμερική δεν είχαμε ποτέ καμιά ανάμειξη για το πώς διηγούμαστε κάθε φορά μια ιστορία. Αυτό είναι απόφαση μόνο του σκηνοθέτη και του ιστορικού συμβούλου.

Στην οδό Αθηνάς, Ευγενική παραχώρηση Library of Congress

To 2012, παρουσιάσατε στο Μουσείο Μπενάκη ένα ντοκιμαντέρ, μια έκθεση και ένα φωτογραφικό λεύκωμα για τη Σμύρνη. Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922», που αγαπήθηκε πολύ από το αθηναϊκό κοινό,  θα ξαναπροβληθεί στις 19 Μαρτίου 2022, στο Μέγαρο Μουσικής, στην αίθουσα Τριάντη, λόγω των 100 χρόνων από την Καταστροφή της Σμύρνης. Tι καινούργιο έφερε αυτό το ντοκιμαντέρ για τη Σμύρνη; Επίσης, έχετε καταγωγή ή κάποια πιο προσωπική σχέση με τη Σμύρνη;

Το ντοκιμαντέρ αυτό φέρνει πράγματι κάτι καινούργιο. Πρώτα απ' όλα, χαμένες φωτογραφίες και φιλμάκια της Σμύρνης που δεν είχαμε ξαναδεί. Προέρχονται από 30  και πλέον αρχεία της Αμερικής και της Ευρώπης. Φέρνει όμως και μια διαφορετική ματιά στην ιστορία της πόλης.

Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τη Σμύρνη σαν μια ελληνική πόλη, αλλά η Σμύρνη, αν και είχε βεβαίως μεγάλο ελληνικό πληθυσμό, ήταν κοσμοπολίτικη. Υπήρχε, εκτός από την ελληνική κοινότητα, μεγάλη μουσουλμανική κοινότητα, Εβραίοι, Αρμένιοι, Λεβαντίνοι και Αμερικανοί. Αυτό έκανε πολύ σημαντική τη Σμύρνη, η πολυπολισμικότητά της. Το ντοκιμαντέρ προβάλλει αυτήν την πραγματικότητα.

Επίσης διηγούμαστε την ιστορία πιο πολύ μέσα από τη ματιά των Μικρασιατών ομιλητών και όχι μέσα από την οπτική της επίσημης εκδοχής του ελληνικού κράτους. Αυτό δίνει χώρο στις διαφορετικές κοινότητες να μιλήσουν για τη δική τους Σμύρνη. Τέλος, το ντοκιμαντέρ διηγείται τη μεγάλη ιστορία –πριν από την Καταστροφή μα και πώς φτάσαμε στην Καταστροφή– αλλά συγχρόνως. προβάλλοντας τις ιστορίες των ανθρώπων από τις διαφορετικές κοινότητες, δείχνει πώς το ρεύμα της Ιστορίας παρασύρει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή, διηγούμαστε την ιστορία της κοσμοπολίτικης Σμύρνης, τιμώντας τους Έλληνες και Αρμένιους που χάθηκαν αλλά και την επιστήμη της Ιστορίας. Η ματιά της ταινίας κρατά αποστάσεις από μια εθνικιστική αφήγηση, αλλά και από νεότερα αφηγήματα που αποσιωπούσαν μερικά από τα τραγικά γεγονότα της Καταστροφής, παραποιώντας την αλήθεια. Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με την ιδέα ότι η Σμύρνη, λόγω της πολυπολιτισμικότητας, είναι τρόπος ζωής, μια ιδέα που δεν καταστρέφεται. Τη Σμύρνη μπορεί να την έχει κανείς πάντα μαζί του, όπως λέει η Βάννα Σολωμονίδου στο τέλος του ντοκιμαντέρ.

Είναι αλήθεια πως έχω μια προσωπική σχέση με τη Σμύρνη. Ο πατέρας μου, ο Αντρέας, ήταν Σμυρνιός. Μεγάλωσε στη Σμύρνη, στο Κορδελιό, έμαθε επτά γλώσσες και από μικρός ανακάλυψε τη χαρά της ζωής σε αυτό το λιμάνι που η Ανατολή και η Δύση διασταυρώνονταν με κάθε τρόπο. Το 1922, με την Καταστροφή, ο Αντρέας ήρθε στην Αθήνα. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου η Σμύρνη με στοίχειωνε. Υπήρχε παντού στο διαμέρισμά μας της οδού Σόλωνος, όπου μεγάλωνα. Υπήρχε στις κουβέντες μας, στα όνειρά μας και στους εφιάλτες μας. Η αποδοχή του διαφορετικού, οι καινούργιες ιδέες, η μουσική, τα γέλια αλλά και η νοσταλγία για τον μαγικό κόσμο που περιέγραφε ο πατέρας μου υπήρχαν με κάθε τρόπο στην καθημερινότητά μας. Καμιά άλλη πόλη στον κόσμο δεν ήταν τόσο μοναδική. Η φράση «Τα δαχτυλίδια πέφτουν, τα δάχτυλα μένουν» επέστρεφε συχνά, όπως και η ιδέα πως η πραγματική φιλία είναι πάνω απ' όλα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η δημιουργικότητα και όχι τα υλικά αγαθά που μπορούν να εξαφανιστούν σε ένα λεπτό. Στους εφιάλτες μου η Σμύρνη καιγόταν και η θάλασσα γέμιζε πτώματα, γινόταν κατακόκκινη, κι εγώ προσπαθούσα να σωθώ στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου. Ήδη από τότε ήθελα μέσα από μια κλειδαρότρυπα ή από έναν μαγικό φανό να δω την καθημερινή ζωή, αλλά και το τι ακριβώς συνέβη και φτάσαμε στην Καταστροφή.

Tο ντοκιμαντέρ σας «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών, 1922-1924», που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη, πριν από μερικά χρόνια, πώς προέκυψε; Υπήρχε και εκεί κάτι προσωπικό, κάποια οικογενειακή ιστορία;

Μεγάλωσα με δυο πατεράδες, έναν Σμυρνιό, τον πατέρα μου Αντρέα Ηλιού, και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, με τον δεύτερο σύζυγο της μητέρας μου, τον Τάκη Νασούφη, με καταγωγή από τον Πόντο, από την Κερασούντα, επίσης υπέροχο άνθρωπο. Άνθρωποι πολύ δημιουργικοί, αν και εντελώς διαφορετικοί, πιο καλλιτεχνικός ο Αντρέας και έμπορος καπνών, πιο ορθολογιστής ο Τάκης, επιστήμονας, γιατρός-χειρουργός, άφησε τη θέση του μόνιμου καθηγητή στην πανεπιστημιακή κλινική του Αμβούργου για να ζήσει με τη μητέρα μου στην Αθήνα.

Ο Τάκης λοιπόν, όταν αρχίσαμε να ζούμε μαζί, παρατήρησε πως ήμουν συχνά μελαγχολική. Ο θάνατος του πατέρα μου –είχαν περάσει τρία χρόνια– ήταν νωπός. Μια φορά, για να με κάνει να καταλάβω πως ένιωθε τι μου συνέβαινε, με πήρε αγκαλιά και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Πως έχασε κι εκείνος τον πατέρα του σε περίπου την ίδια ηλικία, στον Πόντο, λίγο πριν από τα γεγονότα του 1922.

Ήταν μια αυγουστιάτικη μέρα. Περίμεναν τον πατέρα, τον Γιώργη, για φαγητό στην ελληνική γειτονιά της Κερασούντας με τα πανέμορφα νεοκλασικά, αλλά εκείνος δεν φαινόταν. Η μητέρα του Τάκη –Παναγή τον έλεγαν οι δικοί του τότε– η Χρυσούλα, έστειλε τον μικρό της γιο, τον Παναγή (τα άλλα της παιδιά ή σπούδαζαν γιατροί ή ήταν γιατροί στη Μασσαλία και την Αλεξάνδρεια ή τρία από αυτά τα είχαν στείλει οι Τούρκοι να σπάνε πέτρες στο λατομείο του Ας Καλέ, στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό του Πόντου) να δει τι συμβαίνει. Ο πατέρας, ο Γιώργης, ήταν γνωστός προύχοντας του τόπου. Ο Παναγής-Τάκης βρήκε το μαγαζί κλειστό. Οι γείτονες του είπαν πως είχαν πάρει τον πατέρα του στη φυλακή. Έτρεξε ο μικρός στη φυλακή, αλλά ο Καβάσης, ο φρουρός, όταν τον αναγνώρισε, του είπε να φύγει και να ζητήσει από τη μητέρα του να έρθει η ίδια στη φυλακή να αναζητήσει τον άντρα της. Ο Παναγής όμως σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο έξω από τη φυλακή για να δει τι γινόταν στον περίβολο, μήπως έβλεπε τον πατέρα του. Και τότε αντίκρισε ένα φριχτό θέαμα που τον στοίχειωσε για όλη του τη ζωή. Στη μέση της αυλής, από τον μεγάλο πλάτανο, σε ένα κλαδί ήταν κρεμασμένος ο αγαπημένος του πατέρας, το σώμα του άψυχο, να αιωρείται από το αεράκι, νεκρός.

Ο Παναγής ξέσπασε σε κλάματα, δεν έβλεπε πώς να κατέβει από το δέντρο. Κακήν κακώς, έτρεξε στο σπίτι να πει τα απαίσια νέα. Η μητέρα τον έκρυψε σε μια καταπακτή και σε λίγο ήρθαν να τον συλλάβουν, να τον κάψουν στον φούρνο, για παραδειγματισμό τής είπαν, να τελειώνει η γενιά του Νασούφη. Δεν τον βρήκαν. Η Χρυσούλα έδωσε τα χρυσαφικά της στον Τούρκο γείτονα και του ζήτησε να περπατήσει με τον Παναγή επτά χιλιόμετρα μέσα στη νύχτα, να βγουν σε μια απομακρυσμένη ακρογιαλιά, όπου θα περίμενε ένα καϊκι τον μικρό για να τον πάει στην Αλεξάνδρεια, όπου ζούσε ένας από τους μεγαλύτερους  αδερφούς του, ο Τάσης. Πράγματι ο Παναγής-Τάκης έφτασε στην Αλεξάνδρεια το καλοκαίρι του 1922 και σώθηκε.

Όμως ο Τάκης δεν μισούσε τους Τούρκους της Κερασούντας. Μου έλεγε πως οι άνθρωποι που σκότωσαν τον πατέρα του δεν ήταν οι Τούρκοι της Κερασούντας, της κοινότητας, αλλά Τούρκοι που είχαν έρθει από μακριά. Έλεγε πως η κοινότητα είχε αρχαίους δεσμούς, για αυτό και σώθηκε τόσο εκείνος όσο και η μητέρα του αργότερα. Οι φριχτές πορείες θανάτου που είχαν γίνει και νωρίτερα, και κράτησαν για χρόνια, ήταν κυρίως από τον εθνικιστικό στρατό που ερχόταν πάντα από μακριά.

Όταν σπούδαζα Κινηματογράφο στην Ιταλία –και ο Τάκης με είχε υποστηρίξει στην επιλογή μου με κάθε τρόπο– μου ζητούσε κάθε τόσο να κάνω μια ταινία για τον διωγμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922-1924.

Μια σειρά από συμπτώσεις με έκανε να γνωρίσω Τούρκους στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, που ανακάλυψα πως ήταν ανταλλάξιμοι, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από τους δικούς μας ανθρώπους, από την Ελλάδα στην Τουρκία. Ειδικά η συνάντησή μου με τον ειρηνικό Muffit Bodur, που μου διηγήθηκε με δάκρυα στα μάτια την ιστορία της μητέρας της γυναίκας του που αναγκάστηκε να φύγει από τη Θεσσαλονίκη –με πιο ειρηνικό τρόπο απ’ ό,τι οι δικοί μας βέβαια– αλλά και οι εικόνες και τα στοιχεία που ανακάλυψα στο αρχείο του Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη, με έκαναν να δω ότι μετά τον διωγμό από τη Μικρά Ασία, η ανταλλαγή στάθηκε ένα δράμα και για τις δύο πλευρές, και για τους ορθόδοξους που ζούσαν στη Μικρά Ασία αλλά και για τους μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα. Ανακάλυψα πως δεν υπάρχουν «προνόμια» στον πόνο, και οι μεν και οι δε ήταν «Δυο φορές ξένοι», όπως εύστοχα είπε με το βιβλίο του ο Bruce Clark.

Το ντοκιμαντέρ «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, διωγμός και ανταλλαγή πληθυσμών» έγινε με τη σκέψη μου πρώτα απ' όλα στον Τάκη για τον διωγμό των δικών μας ανθρώπων, αλλά συγχρόνως για την ανταλλαγή, για τον ξεριζωμό από την πατρίδα των χριστιανών της Μικράς Ασίας, αλλά και των μουσουλμάνων της Ελλάδας, που έχασαν και αυτοί την πατρίδα τους.  Ο Τάκης, λοιπόν, ήταν το έναυσμα – μια πολύ προσωπική ιστορία και πάλι.

Είσαστε η εγγονή της Θείας Λένας της παιδικής μας ηλικίας και μάλιστα έχετε κάνει μια ταινία και μια έκθεση για τη γιαγιά σας που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2017.Τι μάθατε εσείς από τη θεία Λένα; Οι ραδιοφωνικές της εκπομπές, τα βιβλία της, η εκπαίδευση που πήρατε από τους παππούδες σας, την Αντιγόνη Μεταξά, τον Κώστα Κροντηρά και τη μητέρα σας Λήδα Κροντηρά πώς επηρέασαν την αναζήτησή σας, τον τρόπο έκφρασης, τη δημιουργική σας σκέψη;

Η γιαγιά και ο παππούς μου μαζί με τη μητέρα μου, μου χάρισαν πολλά «δώρα». Πρώτα απ’ όλα την αγάπη για την τέχνη της αφήγησης, την περιέργεια για τα μυστικά της ζωής, την καλλιτεχνική δημιουργία που λυτρώνει και προσφέρει, την ιδέα της προσφοράς.

Η γιαγιά μου έγραφε και έλεγε παραμύθια που ήταν ευφάνταστα αλλά πίστευε πως κάθε παραμύθι θα είχε νόημα μόνο αν μάθαινε τα παιδιά κάτι σημαντικό για τη ζωή. Δεν ήθελε τα παραμύθια της να είναι καθαρά διδακτικά, να «σηκώνουν το δάκτυλο» και να λένε τι είναι καλό και τι όχι σε σχέση με την ζωή, ήθελε αυτές οι χρήσιμες ιδέες για τα παιδιά να κρύβονται μέσα στον ιστό της αφήγησης, ώστε τα παραμύθια να μη φαίνονται διδακτικά, να ψυχαγωγούν, όπως έλεγε εκείνη, αλλά τελικά να μαθαίνει πολύτιμα πράγματα τους μικρούς της αναγνώστες και ακροατές στην «Ώρα του παιδιού» και στις πολλές άλλες εκπομπές που είχε στο ΕΙΡ για μεγαλύτερα παιδιά.

Αργότερα –την περίοδο των κινηματογραφικών σπουδών μου- μου είχαν κάνει εντύπωση οι απόψεις του Elia Kazan σε σχέση με το πότε έχει νόημα να κάνει κανείς μια ταινία. Έλεγε λοιπόν ο Kazan πως έχει νόημα να κάνει κανείς ταινίες μόνο αν αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων προς το καλύτερο. Βέβαια ελάχιστοι δημιουργοί έχουν αυτήν την τύχη αλλά η ιδέα να προσπαθείς να κάνεις κάτι χρήσιμο, είναι καλή.

Τα ντοκιμαντέρ μας είναι ιστορικά ντοκιμαντέρ και στηρίζονται στην έρευνα, άρα θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι διδακτικά. Όμως δεν είναι διδακτικά ντοκιμαντέρ από καθ’ έδρας, είναι ένα θέαμα, με τις εικόνες της καθημερινότητας που βρίσκουμε σε αρχεία, με τη μουσική, τους ήχους εποχής που προσθέτουμε, οι θεατές μας λένε συχνά πως είναι σαν να ταξιδεύουν στον χρόνο, σαν να περπατούν για παράδειγμα στους δρόμους της Αθήνας του 19ου αιώνα. Από την άλλη όμως, με την προσεκτική ιστορική τεκμηρίωση, προσπαθούμε να φέρουμε μια νέα ματιά στην ιστορία μας, μια ματιά που στηρίζεται στην έρευνα, και όχι διχαστική, μια ματιά που θα μας βοηθήσει ίσως να προχωρήσουμε στο μέλλον, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι χρήσιμο.

Επίσης και η Αντιγόνη και ο Κώστας Κροντηράς πίστευαν πολύ στην ιδέα της προσφοράς γενικότερα και δεν είναι τυχαίο πως τα ντοκιμαντέρ μας γίνονται από δύο μη κερδοσκοπικές εταιρείες, μια ελληνικού δικαίου και μια αμερικανικού, την Πρωτέας και την Proteus NY Inc.

Ο παππούς μου ο ραδιοσκηνοθέτης, Κώστας Κροντηράς, ήταν επίσης ένας βαθιά μορφωμένος άνθρωπος, με μεγάλη αγάπη για το θέατρο. Ηλικιωμένοι φίλοι και γνωστοί θυμούνται με νοσταλγία τις καταπληκτικές του ραδιοφωνικές εκπομπές στο «Θέατρο της Τετάρτης» στο ΕΙΡ. Πρωτοπαρουσίασε Πίντερ, Μπέκετ, Πιραντέλο, Ανούιγ, Ιονέσο, Ντύλαν και τόσους άλλους. Αλλά τους παρουσίασε ραδιοφωνικά. Τα πρωινά με έπαιρνε η γιαγιά μου στις εκπομπές της και τα απογεύματα ο παππούς μου. Ο Κώστας με έβαζε με τον ηχολήπτη να κάνω ήχους στο στούντιο και αυτό μου άρεσε τρομερά. Με θυμάμαι σε νεαρή ηλικία να κουνάω κλαδιά με φύλλα, σε λεκάνη με νερό να προσπαθούμε να κάνουμε τον παφλασμό της θάλασσας, να χτυπάω ένα κουδουνάκι τρεις φορές πριν εμφανιστεί ο Άριελ στην «Τρικυμία», αν θυμάμαι καλά.

Αυτός ο μαγικός κόσμος των ήχων ίσως ευθύνεται που στα ντοκιμαντέρ μας έχουμε πολλές ηχητικές μπάντες, προσπαθώντας να ζωντανέψουμε τις εικόνες με τους ήχους της κάθε εποχής.

Πάντως τόσο η γιαγιά μου όσο ο παππούς μου και η μητέρα μου μου έδωσαν την αγάπη για τη γνώση. Θυμάμαι την περιέργειά μου, πώς χαιρόμουν τα λήμματα της «Εγκυκλοπαίδειας του παιδιού» αλλά και της «Μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας», όταν στην εφηβεία μου αντέγραφα τα διορθωμένα από τους παππούδες μου λήμματα στην παλιά οικογενειακή Olivetti στο σπίτι μας στη θάλασσα, με λήμματα παντού και όλους μαζί να δουλεύουμε για την επανέκδοση της εγκυκλοπαίδειας.

Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα είναι πως με έμαθαν βασικά πράγματα για τη ζωή. Πώς να ζεις μια ζωή δημιουργική και ευτυχισμένη μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, να προχωράς παρά τα εμπόδια, να χαίρεσαι την καθημερινότητα και τους ανθρώπους που συναντάς στη διαδρομή σου, να απολαμβάνεις τα δώρα της ζωής αλλά και την προσφορά. Όλα αυτά μεταφέρονται σχεδόν ασυνείδητα από γενιά σε γενιά. Το βλέπω με χαρά στην κόρη μας, τη Νεφέλη, που είναι αρχαιολόγος και τελειώνει τώρα το διδακτορικό της στην Οξφόρδη με πλήρη υποτροφία από το αγγλικό κράτος.

Αθηναίοι αστοί ποζάρουν μετά από μια παρτίδα τένις / Ευγενική παραχώρηση Μουσείο Μπενάκη, Φωτογραφικά αρχεία

«Η Αλεξάνδρεια, μια ερωτική ιστορία» είναι μια από τις ταινίες σας μυθοπλασίας, εποχής. Τα ιστορικά σας ντοκιμαντέρ είναι για θέματα ναι μεν της πρόσφατης ιστορίας μας, αλλά του χτες. Προτιμάτε το σήμερα ή το χτες; Πώς θα μας βοηθήσει η γνώση της ιστορίας, οι μνήμες, το παρελθόν;

Ζω στο σήμερα που με ενδιαφέρει πολύ και με γοητεύει αλλά με γοητεύει και το χτες γιατί είναι χρήσιμο για το σήμερα και το αύριο. Πώς μπορεί να προχωρήσει μια κοινωνία χωρίς μνήμη; Είναι πολύ χρήσιμο να μιλήσουμε, να μελετήσουμε την ιστορία μας, να τη διηγηθούμε ανακαλύπτοντας νέες πτυχές της, για να ζήσουμε καλύτερα το σήμερα και το αύριο.

Κάθε εποχή έχει την τάση να διαβάζει διαφορετικά το παρελθόν και οι δικές μας ταινίες ήρθαν σε μια εποχή που αυτό ήταν εφικτό, ίσως γιατί είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, για μια ανάγνωση της ιστορίας μας με λιγότερες εμπάθειες, όχι εθνικιστική, όχι διχαστική. Και ακόμη: H έρευνά μας δεν είναι μόνο σε σχέση με τη μεγάλη Ιστορία αλλά και με τις μικρές καθημερινές ιστορίες, που φωτίζουν με τρόπο πιο σύνθετο την ιστορίας μας. Δεν ξεχνώ τα λόγια του Bruce Clark στο ντοκιμαντέρ μας «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου».

Έλεγε: Η ταυτότητα των ανθρώπων που ανταλλάχθηκαν από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, δεν έχει μόνο να κάνει με το διαβατήριο που κρατάνε. Είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι Χριστιανοί ορθόδοξοι που ήρθαν από την Μικρά Ασία δεν είναι μόνο Έλληνες αλλά και Μικρασιάτες, είναι διαφορετικοί και αυτό περνάει και στις επόμενες γενιές και η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας είναι σα να γιατρεύει παλιές πληγές και στις σημερινές γενιές. Η μελέτη της ιστορίας μας, η μελέτη του χτες μπορεί να κάνει με διαφορετικούς τρόπους καλύτερο το σήμερα και το αύριο.

Ο πλανήτης, η Ευρώπη, η Ελλάδα δοκιμάζονται. Στην ιστορία μας υπάρχουν απανωτά τέτοιου είδους γεγονότα. Είναι οι σημερινή δοκιμασία ιδιαίτερη και πιο οριακή σε σχέση με τις προηγούμενες;

Οι δοκιμασίες για κάθε γενιά ήταν τρομακτικές. Στην Ελλάδα, οι γονείς μας, και οι παππούδες μας, έζησαν τις τραγικές εποχές της Κατοχής, των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου. Τα πράγματα άρχισαν να φτιάχνουν προς τα μέσα/τέλη της δεκαετίας του ’50 με μια ελληνική κοινωνία όχι πια τόσο διχασμένη και με την οικονομική ανάπτυξη του ’50. Έζησαν μια άνοιξη στη δεκαετία του ’60 που σταμάτησε βίαια από τη Χούντα το 1967.

Η δική μου η γενιά στην Ελλάδα ήταν πολύ τυχερή. Από το ’74 και μετά, με τον ενθουσιασμό της μεταπολίτευσης, η γενιά μου έζησε μια καλή εποχή σε γενικές γραμμές μέχρι την οικονομική κρίση του 2009, 35 καλά χρόνια. Όλοι μας τότε είχαμε την αίσθηση ότι όλα θα πήγαιναν καλύτερα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο, αν όχι σε όλη τη γη. Τι ανόητα αισιόδοξοι που ήμασταν. Μας βρήκε η τρομοκρατία, η οικονομική κρίση, ο λαϊκισμός, η πανδημία. Σε διεθνές επίπεδο η ασφάλεια με την οποία ζούσαμε ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα χάθηκε με τρόπο που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί το δράμα με τους δίδυμους πύργους στην Νέα Υόρκη το 2001 ή το Bataclan στο Παρίσι, το 2015. Το Παρίσι στα φοιτητικά μας χρόνια ήταν μια πόλη ασφαλής, η πόλη των τεχνών και των διανοούμενων. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα βλέπαμε κόσμο που ενώ πίνει το beaujolais του ήσυχα στα bistrot, ξαφνικά να δολοφονείται γιατί το ρήγμα ανάμεσα στους φανατικούς μουσουλμάνους και τον Δυτικό κόσμο ήταν τόσο βαθύ. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως η οικονομική κρίση θα επέστρεφε στα δικά μας χρόνια, ούτε πως θα ζούσαμε τον επικίνδυνο λαϊκισμό, τον ακροδεξιό του Trump –ποιος φανταζόταν την κατάληψη του Καπιτώλιου το 2021 στην Washington DC– και βέβαια δεν μας περνούσε από το μυαλό πως το θέμα της ταινίας «Contagion» θα γινόταν η καθημερινότητά μας στην πανδημία της Covid-19 για ήδη δυο χρόνια.

Ήμασταν λοιπόν κατά κάποιο τρόπο μια απροετοίμαστη, ανυποψίαστη γενιά σε σχέση με τα προβλήματα που ήρθαν.

Αυτό όμως που διαφοροποιεί τα πράγματα και τα κάνει πραγματικά τραγικά για μας, γιατί κινδυνεύουν να γίνουν μη αναστρέψιμα, είναι τα προβλήματα της οικολογικής καταστροφής του πλανήτη μας. Είμαστε σαν υπνωτισμένοι ενώ οι επιστήμονες φωνάζουν πως το «Ρολόι της Γης», που δείχνει τον κίνδυνο της καταστροφής είναι λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Η νέα γενιά είναι εδώ να μας θυμίζει ότι πρέπει να κάνουμε κάτι άμεσα για να σταματήσουμε την καταστροφή για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

Πού διατίθεται το φωτογραφικό λεύκωμα «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896»; Πώς μπορεί να δει κανείς τις ταινίες σας;

Το φωτογραφικό λεύκωμα μπορεί να το βρει κανείς στα βιβλιοπωλεία αλλά και στα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη.

Την άνοιξη, στις 19 Μαρτίου 1922, το κοινό μπορεί να δει το ντοκιμαντέρ «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922» στο Μέγαρο Μουσικής στην αίθουσα Τριάντη. Μεγάλος χορηγός της προβολής είναι το Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ).

Το φθινόπωρο του 2022 το ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1896-1922», θα προβληθεί επίσης στο Μέγαρο Μουσικής, στην αίθουσα Τριάντη. Οι δύο αυτές προβολές είναι σε συνεργασία με τον Πρωτέα και το Μουσείο Μπενάκη.

Τον Γενάρη-Φλεβάρη-Μάρτη του 2023 θα προβληθεί το δεύτερο ντοκιμαντέρ για την Αθήνα «Η Αθήνα και η Μεγάλη Ιδέα, 1896-1922» στο Μουσείο Μπενάκη, Ελληνικού Πολιτισμού, στην οδό Κουμπάρη, ενώ παράλληλα τους ίδιους μήνες θα παρουσιάσουμε την ομώνυμη φωτογραφική έκθεση στο ίδιο κτίριο.