Life in Athens

Το Κουκάκι του Δημήτρη Ξανθούλη

Κουκάκι, ή στου Κουκάκη; Ξέρεις ποιο είναι το σωστό;

portrait_ioanna_nikolareizi_1.jpg
Δημήτρης Ξανθούλης
ΤΕΥΧΟΣ 801
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Kουκάκι, Αθήνα
©Θανάσης Καρατζάς

Κουκάκι: Ο Δημήτρης Ξανθούλης γράφει στην Athens Voice για τη γειτονιά του.

Κουκάκι, ή στου Κουκάκη; Το δεύτερο είναι το σωστό γιατί στη Γαργαρέτα υπήρχε παλιά μία βιοτεχνία σομιέδων, πασίγνωστη προπολεμικά, από αυτήν πήρε το όνομα. Στην πραγματικότητα, τότε, ήταν περισσότερο μια μεγάλη γειτονιά, μια ουρά της Πλάκας, που ξεκινούσε από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Οριοθετημένη από τις νοτιοανατολικές πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου στο επάνω μέρος, τη λεωφόρο Συγγρού στο κάτω και τη Χαμοστέρνας, συνέχεια της Καλλιρόης, που είχε πάρει το όνομά της από τη Χάμω Στέρνα, μια ανοικτή υδατοδεξαμενή που την τροφοδοτούσε με νερό το μετέπειτα κουρεμένο βουνό που έστεκε στην απέναντι πλευρά και που έχασε το ύψος του και ισοπεδώθηκε, για να φιλοξενηθούν σε αυτό κοινωφελείς εγκαταστάσεις (σχολεία, παιδικός σταθμός, ΙΚΑ), καθώς και το διαβόητο γήπεδο γνωστό και ως Ελ Πάσο.

Επάνω λοιπόν που λέτε, γύρω από τον λόφο του Φιλοπάππου, είχαν τα εξοχικά τους στην αρχή, και μετά χτίσαν τα σπίτια τους, οι παλιοί Αθηναίοι αστοί. Παλιοί Πλακιώτες, ως επί το πλείστον. Αυτό το κομμάτι διατηρείται ακόμα αρκετά καλά. Πιο κάτω όμως, στις δύο μεγάλες παράλληλες Βεΐκου και Δημητρακοπούλου και στα κάθετα στενά, γκρεμίσαν τα πάντα για να χτίσουν μοντέρνες και άχαρες πολυκατοικίες του ’60 και του ’70. Με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα να χάσει το κάτω μέρος της περιοχής την ατμόσφαιρα της γοητευτικής αθηναϊκής γειτονιάς που είχε. Πυκνοκατοικημένη από τη μεσοαστική τάξη των Αθηναίων λειτουργούσε περισσότερο σαν μια ουρά – προέκταση του κέντρου. Ίσως γιατί δεν είχε κανένα σημείο πολεοδομικής αναφοράς: πλατείες και αστικά πάρκα, τόπους δηλαδή συγκέντρωσης των κατοίκων. Πέρασε έτσι μια άχαρη περίοδο, τις δεκαετίες ’60, ’70.

Την εποχή εκείνη το μόνο ενδιαφέρον στην ήσυχη συνοικία των μικροαστών ήταν το ερωτικό αλισβερίσι στο κάτω μέρος της. Τω καιρώ εκείνω, στη Συγγρού –ξεκινώντας από την πλατεία Τσόκρη, μέχρι την παλιά Ολυμπιακή που τώρα έχει γίνει ζαχαροπλαστείο– και τα γύρω στενά, οι τρανς, ως πρωτοπόρες εθελόντριες, προσέφεραν κοινωνικό έργο στους μεταμεσονύκτιους μερακλήδες. Μέχρι που ήρθε το politically correct, ρήμαξαν οι πιάτσες και πέσαν οι δουλειές, χαθήκαν και αυτές, με μόνο το καμπαρέ «Κούκλες», της θρυλικής Μαριλού, στην οδό Ζαν Μωρεάς, να έχει μείνει σαν μάρτυρας της θέσης της κρυφής ερωτικής γειτονιάς. Ίσως οι τελευταίες που είδα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Covid, ήταν κάτι ανενημέρωτες για τον καινούργιο κόσμο Βουλγάρες τρανς, που τις βρήκα να κάθονται σε ένα σκοτεινό παγκάκι, άνεργες, και μία φίλη μου, πρωτοπόρα στο mothering πολύ πριν ανακαλύψει τον όρο η Athens Biennale, τους μάθαινε το πάτερ ημών στα ελληνικά, για να μπορούν να ξεματιάζονται…

Ας μην ξεφεύγουμε, όμως, από το θέμα μας. Στην πραγματικότητα η περιοχή άρχισε να δομείται σαν συνοικία από τη στιγμή που άνοιξαν οι δύο σταθμοί του μετρό και πεζοδρομήθηκαν οι οδοί Δράκου, Μακρυγιάννη και Γεωργίου Ολυμπίου. Τότε έγινε η μεγάλη αλλαγή.

Αυτήν την κατάσταση βρήκα κι εγώ όταν πρωτοεγκαταστάθηκα εκεί πριν από 30 περίπου χρόνια. Ατμόσφαιρα συνοικίας, με μπουτίκ για παχουλές, καταστήματα νεωτερισμών με ρόμπες και πιτζάμες, κινηματογράφους, καθαριστήρια, πολλές έβγες, ψιλικατζίδικα και μικρά μπακάλικα, χρυσά ψαλίδια, θαυμάσια μαγειρεία, ταβέρνες και άπειρα σουβλατζίδικα με ναυαρχίδα το σουβλατζίδικο της Ποπίτσας στην οδό Δράκου. Ήταν μαγευτικά. Έμενα σε έναν δρόμο ψηλά στην οδό Αγράφων και χωρίς να το καταλάβω, βυθισμένος στη γλυκιά γοητεία της συνοικιακής Αθήνας, με αυτά και με εκείνα, περάσαν 23 χρόνια…

Έπειτα ήρθε η κρίση… Το ένα μετά το άλλο άρχισαν να κλείνουν όλα τα ωραία και να ερημώνει η περιοχή. Χρειάστηκε και να μετακομίσω γιατί το σπίτι μου πουλήθηκε οπότε αποχαιρέτησα τη συνοικία που τόσο αγαπούσα. Δεν την πρόλαβα τη μεγάλη αλλαγή. Αυτή έγινε όταν άνοιξε το Μουσείο της Ακρόπολης και το air B&B, είχαν φύγει εν τω μεταξύ λόγω κρίσης πάρα πολλοί από τους παλιούς κατοίκους και οι υπόλοιποι ακολούθησαν όταν τα μικρά διαμερίσματά τους που νοικιαζόταν για το τίποτα –εάν ποτέ έβρισκαν ενοικιαστή–, άρχισαν να ενοικιάζονται για προσωρινή διαμονή σε ταξιδιώτες, στο δεκαπλάσιο του ενοικίου που θα έπαιρναν κανονικά. Άλλαξε ο πληθυσμός. Καινούργια μαγαζιά, lavomatic, εστιατόρια και μπαρ ανοίξαν και μετά από μια μικρή κοιλιά λίγων χρόνων, η συνοικία πήρε τα πάνω της. Δεν θα έλεγα ότι είναι πια συνοικία, είναι περισσότερο ένα πέρασμα ταξιδιωτών και νυχτερινών επισκεπτών που κατακλύζουν τα μπαρ και τα εστιατόρια, πολλά από αυτά εξάλλου είναι πολύ καλά… Είναι ένα σύγχρονο lieux de plaisir που εάν εξαιρέσει κανείς τον εκνευριστικό θόρυβο που κάνουν τα ροδάκια από τις συρόμενες βαλίτσες, είναι πολύ ευχάριστο. Και θα είναι, πιστεύω, όσο η Ζυράννα Ζατέλη, στην αρχή της Δημητρακοπούλου, συνεχίζει ακόμα να φρουρεί την είσοδο στη συνοικία! 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ