Life in Athens

Γιάννης Νένες: Νύχτες στο Graffiti

Ένα ταξίδι στο πιο hip, ιστορικό κλαμπ της Αθήνας

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 776
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός Γιάννης Νένες γράφει για τα αγαπημένα του αθηναϊκά στέκια τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Το κλαμπ Graffiti ήταν, επί 15 χρόνια στη ζωή της νυχτερινής Αθήνας, κάτι σαν την Κολυμπήθρα του Σιλωάμ: μετά τις 12, κατηφόριζαν όλοι εκεί για να ξεπλύνουν (με αλκοόλ) τις αμαρτίες τους και να αποκτήσουν καινούργιες.  

Από το 1988 και μέχρι τις αρχές των 00s όταν έκλεινε το Κολωνάκι, Aleko’s Island, Alexanders και τα περιφερειακά, όλο το gay crowd της πόλης και οι φίλες τους «περνούσαν από το Graffiti», ένα κλαμπ στον 4ο (ή μάλλον 3o) όροφο μίας σύχρηστης, εγκαταλελειμμένης πολυκατοικίας σε ένα στενό στο κέντρο της πόλης, για να συνεχίσει η νύχτα λίγο πιο σκληρά. 

Το Graffiti πέτυχε την Ομόνοια στην ωραιότερη στιγμή της, από τα 60s και μετά: μόλις χτύπαγαν μεσάνυχτα, ειδικά τα Σαββατόβραδα, όλη η Αθήνα περνούσε από την ολοζώντανη πλατεία για να πάρει τις κυριακάτικες εφημερίδες φρέσκιες από το τυπογραφείο, τα ξένα περιοδικά από τα φορτωμένα με τον παγκόσμιο Τύπο περίπτερα και να διώξει τις λιγούρες από το πιόμα, με street food που δεν ήταν από γκουρμέ καντίνα αλλά είχε πολλή περισσότερη πλάκα γιατί εκεί συναντούσες όσους έψαχνες να βρεις αλλά δεν είχες το τηλέφωνό τους. Ήταν τα χρόνια που δεν υπήρχαν κινητά, αλλά υπήρχαν Στέκια. 

Το κλαμπ το άνοιξαν δύο φίλοι, ο μακαρίτης Γιώργος Σταυριανός και ο Γιώργος Καρακελάφης. Μία πολυκατοικία με έρημα γραφεία, στον 4ο (ή μάλλον 3ο) όροφο της οποίας υπήρχε η φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Σταυριανός. Όταν η φαρμακαποθήκη έκλεισε, ο Γιώργος νοίκιασε τον χώρο αποφασίζοντας να κάνει ένα κλαμπ σαν να βρισκόταν στην κρεαταγορά της Νέας Υόρκης. Hip και γεμάτο γκράφιτι.

Η οδός Ξούθου είναι ένα μικρό ανήλιαγο στενό. Η μία άκρη της έβγαζε στα κλαρίνα και στα μικρά, κομψά μπουρδελάκια της Μενάνδρου. Η άλλη άκρη της βγάζει στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, στο οποίο συχνά ο Σταυριανός έστελνε πεσκέσι μπουκάλες γουίσκια στους μπάτσους. Στριμωγμένη, απέναντι από την είσοδο του Graffiti ήταν και η μικρή, διακριτική είσοδος της ιστορικής γκέι σάουνας της Αθήνας μέσα στην οποία πολλά κορμιά, γνωστά και άγνωστα, έχουν ιδρώσει. Τον ιδρώτα που έρρεε όμως στην τσιμεντένια πίστα, με τους ανεμιστήρες και τα συρματοπλέγματα στο Graffiti, καμία σάουνα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει. Αφού περνούσες την πρώτη πόρτα, στο ισόγειο, με τον σωματώδη, καραφλό Βαγγέλη (τον είδαμε χρόνια αργότερα drag queen με μεγάλη επιτυχία), ανέβαινες με το ασανσέρ του τρόμου, που έτριζε και μύριζε μία ανάμνηση παρφούμ με λέδερ, αλκοόλ, πόπερς και μπεντζίνα, στον τέταρτο όροφο κι εκεί σε υποδεχόταν ένας ευγενικός κύριος που σου έδινε το χαρτάκι εισόδου. Το μπαρ του 4ου ήταν ένα είδος προθάλαμου, σαν λιτό, παλιομοδίτικο ποτάδικο. Ψηλά σκαμπό, ντίβες του Χόλιγουντ στον τοίχο, μουσική άλλα αντ’ άλλα από κασέτες που έβαζε ο υπέροχος Κάρλο, ένας Αργεντίνος μπάρμαν που έκαιγε καρδιές σαν κάφτρα επάνω σε πολυέστερ. Εκεί συνήθως καθόταν η Μάρβα Βελλιανίτη, φάσιον έντιτορ και μποέμ Αθηναία, απολαμβάνοντας πάντα «ένα Perrier». Η απάντηση σε αυτό ήταν «Σιγά, μωρή Παριζιάνα. Πες εκεί, μία γκαζόζα». 
 
Ο προθάλαμος με την γκαρνταρόμπα και το κόκκινο τηλέφωνο –με ένα δίφραγκο τηλεφωνούσες– είχε και τον τοίχο με τα αυτόγραφα. Θαμώνες, ονόματα, love 4 ever, σκίτσα, ανάμεσά τους η υπογραφή της Μαίρης Χρονοπούλου (θαμών) και των Bronski Beat – του πρώτου γκρουπ του Jimmy Somerville. Εδώ η ιστορία είναι ότι όταν οι Bronski Beat είχαν έρθει στην Αθήνα για εμφάνιση σε παραλιακό κλαμπ, μετά, μη θέλοντας να πάνε με τη δισκογραφική τους εταιρεία για φαγητό, αναζήτησαν gay night out και η Νίκη Βίσση, τότε υπεύθυνη στο PR, με παρακάλεσε να τους «πάω κάπου». Φυσικά, τους πήγα στο Graffiti: ενθουσιάστηκαν, πέρασαν τέλεια, έγραψαν τα ονόματά τους στον τοίχο και μάλιστα ο Steve Bronski έφυγε με δεσμό που τον πήρε και μαζί του στο Λονδίνο.  

Το κόλπο στο Graffiti ήταν ότι το κυρίως κλαμπ ήταν στον 3ο, αλλά έμπαινες από τον 4ο. Καλύτερος έλεγχος για θεμιτούς και ανεπιθύμητους αλλά και λαβυρινθοειδής περιπέτεια για να κατέβεις όταν την ίδια ώρα ανέβαιναν άλλες. Το καλό με εκείνη τη θεόστενη κατάμαυρη σκάλα ήταν ότι, και να έπεφτες, δεν έπεφτες: δεν είχε χώρο. Το Graffiti, μαύρο με μικρές τούβλινες παρεμβάσεις και κατεβασμένες λαμαρίνες σαν στόρια καταστημάτων γεμάτα εικόνες με σπρέι, τίμησε δεόντως τη νεοϋορκέζικη «γραμμή Keith Haring». Ήταν οι μέρες που η gay κουλτούρα είχε περάσει στη ζωή των μεγάλων πόλεων όχι σαν περιθώριο αλλά με δυνατή φωνή (για πρώτη φορά), διεκδικώντας όχι μόνο χώρο για να ερωτευθεί και να διασκεδάσει αλλά και να διαδηλώσει, να ζητήσει προστασία από το AIDS – ήταν οι μέρες που όσο πιο πολύ διασκεδάζαμε και δημιουργούσαμε σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης, τόσο πιο πολλούς φίλους χάναμε από εκείνη την καταραμένη αρρώστια.


 
Η αγάπη στο Graffiti έβγαινε από παντού, ξεχείλιζε από τα ποτήρια, τα κεράσματα, απλωνόταν στο μικρό, γωνιακό dark room όπου έβλεπες μόνο κάφτρες και λευκά δόντια να δουλεύουν, ξεχυνόταν από τα ηχεία, έλιωνε στον χορό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Το κλαμπ είχε απενοχοποιήσει όλες τις μουσικές αλλά δεν έχανε τον χαρακτήρα του σαν prog dance μεταμφιεσμένο σε pop. Mέσα από το μικρό, σιδερόφρακτο DJ booth είχαν περάσει πολλοί όπως ο Δημήτρης Πάντσος, ο Νικήτας Καραγιάννης, οι δύο Στέρεο Νόβα, ακόμα κι ο υπογράφων κάθε Τετάρτη με ροκ, όπου δεν πατούσε άνθρωπος. Όλοι όμως υποκλινόμασταν στον DJ Mikee που μας είχε στα πατώματα. Τα «ξαφνικά» στο Graffiti συνέβαιναν πραγματικά ξαφνικά, όταν για παράδειγμα ο Σταυριανός αποφάσιζε να παραγγείλει σουβλάκια για όλους. Ή όταν, σε κάποια έφοδο της αστυνομίας (παραβίαση ωραρίου;) οι δύο Γιώργηδες πρόλαβαν και μάζεψαν όσους υπήρχαν στο κλαμπ, τους έβγαλαν από ένα παραθυράκι του φωταγωγού σε μία ταράτσα του ακάλυπτου και περίμεναν, σκυφτοί και χωρίς κιχ όλοι, να περάσει ο κίνδυνος.  

Ξαφνικά συνέβαιναν και τα drag show, όπως όταν ο Γιάννης Αγγελάκης-Τάρα είχε τραγουδήσει Σοφία Βόσσου στην Eurovision, ο Πασκάλ Καραγιαννάκης, πιο λεπτός κι από κλαράκι είχε ντυθεί Divine και για το ίδιο πάρτι, ένα απολαυστικά αστείο κορίτσι, η Φάνυ Πολέμη, ντυμένη αλάνθαστα Michael Jackson τραγούδησε το «Dirty Diana» με ελληνικούς στίχους «Μωρή Βρωμιάρα» για ένα πάρτι. Στο ίδιο εκείνο πάρτι, πάνω στην έξαρση, κάποιοι, κάπως, κανείς δεν κατάλαβε πώς, είχαν γκρεμίσει κάτι μέσα από το μαγαζί και το χάραμα μας βρήκε να χορεύουμε πάνω στα μπάζα με πρώτο και πιο λυσσασμένο τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη. 
 
Ήταν πια η εποχή που το Graffiti είχε γίνει τουριστικός προορισμός της hip Αθήνας. Είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον του Κωστόπουλου (είχε έρθει μάγκικα, με την καλλονή, Αυστραλέζα Φιλίππα Μάθιους στο πλευρό του), του Λαζόπουλου, ξέρεις τώρα, φωτογράφων και άλλων lifestyle πρακτόρων. Το πρώτο κοινό όμως του μαγαζιού, αγόρια και κορίτσια gay με πολλές παραλλαγές, το κρατούσε αλώβητο, παρά μόνο επέτρεπε τους ξένους σε ώρες και μέρες επισκέψεων. Τα club kids του Graffiti ήταν ήδη ή έγιναν πρώτες φίρμες στον χώρο του design, των περιοδικών, της μουσικής, της μόδας, του κινηματογράφου. Από τον Απόστολο Μητρόπουλο, τον Μιχάλη Πάντο, τον Γιάννη Κολιόπουλο (καταπληκτικός Hellraiser), την Κλειώ Χατζηστεφάνου, τον Γιώργο Πανόπουλο, τον Νίκο Πατρελάκη και την Μελίτα Κάραλη, τον Πάνο Κούτρα, τον Μάρκελλο Νύχτα, τον Βασίλη Ζούλια, τον Σταύρο Ζαλμά, τον Κύριο Κρίτωνα, τον Λευτέρη Αντωνούλη και πολλούς ακόμα, καθώς και μικρότερης ηλικίας party animals που έρχονταν και παρακαλούσαν στην είσοδο να μπουν «έστω και για λίγο». Μία τέτοια φιγούρα ήταν ένα κοντό, κατάμαυρο πανκ κορίτσι, σαν κόρη της Siouxise Sioux, που ήθελε να την φωνάζουμε Τούρνα – γιατί ήταν πάντα τούρνα. Συχνά ο Σταυριανός άφηνε τα μικρά να μπουν αλλά αυστηρά «όχι αλκοόλ». Λες και χρειαζόσουν αλκοόλ στο Graffiti. 
 
Τον δείκτη εξαλλοσύνης στο κάτω κλαμπ τον ανεβοκατέβαζαν τα δύο αστέρια του μαγαζιού, στο μπαρ, ο Θεοδόσης και ο Κώστας (τους χάσαμε και τους δύο…). Με ένα λουκ από gym bunnies μέχρι Μαίρες Χρονοπούλες, είχαν κοφτερό χιούμορ και ακαριαία αντανακλαστικά. Όταν σε κάποιο πάρτι ο Κώστας είχε ντυθεί νύφη και  ανέβηκε επάνω στο μπαρ, ο Θεοδόσης από κάτω και από λάθος έβαλε φωτιά στο νυφικό. Το πάρτι άναψε για τα καλά, οι δύο Γιώργηδες κόντεψαν να πάθουν συγκοπή πριν καούμε όλοι μαζί ζωντανοί στο Κούγκι, ήρθαν οι ενισχύσεις, το νυφικό έσβησε και ο χορός συνεχίστηκε μέσα στους αφρούς– αδειάσαμε επάνω μας όλους τους πυροσβεστήρες του μαγαζιού. 

Πολύ δικαιολογημένα, δεν θυμάμαι άλλα. 
 
Πριν λίγα χρόνια είδα την Ξούθου σε ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ για τους μετανάστες. Εκεί που ήταν το Graffiti σήμερα ζουν άνθρωποι σε άθλιες συνθήκες. Ήταν μία υπενθύμιση ότι οι ζωές περνούν, αφήνουν το ίχνος και τις ιστορίες τους επάνω στους τοίχους, αλλά τα κτίρια μένουν εκεί, ακίνητα, γνωρίζοντας τα πάντα.

*Ο Γιάννης Νένες είναι δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός στον Athens Voice Radio 102,5 καθημερινά 08:00-10:00 εκτός σκ.