Life in Athens

Ποιος νοικιάζει ταινίες από video clubs μέσα στην καραντίνα;

Συναντάμε τους εναπομείναντες βιντεοκλαμπάδες της Αθήνας

Κατερίνα Καμπόσου
ΤΕΥΧΟΣ 773
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Movie Galaxy και Movie Club: Επισκεφθήκαμε τα συνοικιακά Video Club σε Εξάρχεια και Παγκράτι που αντέχουν στην καραντίνα και μιλήσαμε με τους ιδιοκτήτες τους

Ένας τόσο δα ιός ήταν αρκετός για να μας αλλάξει όλη την καθημερινότητα, να μας κλείσει στο σπίτι, να σαρώνουμε τις επιλογές στη τηλεόραση ή τα συνδρομητικά κανάλια και να χανόμαστε με τις ώρες στις μεγάλες λεωφόρους του streaming. Οι «νετφλιξάδες» της μετα-millenials εποχής που έχουν συνηθίσει με το πάτημα ενός κουμπιού, να παρουσιάζεται μπροστά τους το νέο blockbuster μέσα σε μερικά δεύτερα, σίγουρα δεν μπορούν να φανταστούν πως κάποτε η καλύτερη έξοδος που θα μπορούσε να κάνει κανείς ένα μοναχικό βράδυ Παρασκευής ήταν η βόλτα στο video club της γειτονιάς.

© Θανάσης Καρατζάς

Η ιεροτελεστία ξεκινούσε καλησπερίζοντας τον υπάλληλο πίσω από τον πάγκο, αυτόν τον cool τύπο με τα αστεία t-shirt που σε έκανε να αναρωτιέσαι κάθε φορά για τον αριθμό ταινιών που έχει δει, αφού σε κάθε ενοικίαση σου έκανε νόημα thumbs up λέγοντας την ίδια ατάκα: «Πολύ καλό το είδα χθες». Στην συνέχεια ακολουθούσε η ψιλή κουβέντα με τους άλλους πελάτες σχετικά με την κωμωδία που θα γελάσεις περισσότερο συνοδευμένη με τον ήχο του κλακ-κλακ που έκαναν τα dvd καθώς ψαχούλευες στα ράφια. Το τελετουργικό τελείωνε όταν κατάφερνες να συνδυάσεις με επιτυχία το σωστό βρώμικο takeaway για να συνοδεύσει την ταινία που νοίκιασες.  

Με αυτά και με αυτά, αναρωτιέμαι, την εποχή που μεσουρανεί το streaming, οι συνδρομητικές πλατφόρμες και το downloading, υπάρχουν ακόμα Video Clubs; Κι αν ναι, ποιος πηγαίνει να νοικιάσει ταινίες εκεί; Αποφασίσαμε να πατήσουμε rewind στην αναπόληση του dvd και της κασέτας και συναντήσαμε δύο από τους εναπομείναντες εκεί έξω «ορκισμένους» βιντεοκλαμπάδες της πόλης, που εξακολουθούν να εξυπηρετούν το μικρό αλλά πιστό τους κοινό. Ο Δημήτρης Μπίστης, γύρω στα ‘00ς έφτασε να είναι ιδιοκτήτης επτά βίντεο κλαμπ στην Αθήνα. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης του Video Blue στην Ηλιούπολη και του λιλιπούτειου Movie Club στο Παγκράτι. Το τελευταίο απλωνόταν σε όλον τον χώρο αλλά εξαιτίας της κρίσης σε συνδυασμό με την καραντίνα αργότερα, έπαψε να είναι κερδοφόρο και ο Δημήτρης αποφάσισε πρόσφατα να μετατρέψει τον κάτω χώρο σε laundry και να φτιάξει στην σοφίτα-15τμ-ένα μικρό κινηματογραφικό παράδεισο. Η διαρρύθμιση του παραπέμπει σε κάποιο Νεοϋρκέζικο σκηνικό και το ενδιαφέρον είναι ότι όσο περιμένει κάποιος να στεγνώσει η μπουγάδα του ανεβαίνει στην σοφίτα για να χαζέψει τα dvd.

© Θανάσης Καρατζάς

«Το 1997 το να ανοίξει κανείς video club όπως εγώ, φαινόταν καλή κίνηση επιχειρηματικά, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την πτώση που θα ερχόταν μετά το 2004. Οι πελάτες έρχονταν δύο με τρεις φορές την μέρα, όσοι έμεναν πολύ κοντά κατέβαιναν να παραδώσουν την ταινία με τις πιτζάμες. Η ενοικίαση ήταν στις 150 με 200 δραχμές και μετά το 2000 στα 2 ευρώ. Η φρενίτιδα γύρω τους οδήγησε να τοποθετηθούν πειραματικά για λίγο καιρό στην πόλη και κάποια 24ωρα που έμοιαζαν με ATM στα οποία έριχνες το κέρμα και σου έβγαζaν την ταινία. Ο teenager ερχόταν σε εμάς για να ενημερωθεί τι παίζει στην ποπ κουλτούρα, όπως πήγαινε και στα δισκάδικα. Στα '90ς οι σινεφιλ ζητούσαν κασέτες ακόμα και του ’75-αυτές πλέον τις πουλάω. Οι κασέτες όμως δεν θα ξανανιώσουν όπως τα βινύλια. Θα απομείνουν ελάχιστα video club ίσα για να δίνουν αυτόν τον χαριτωμένα retro και νοσταλγικό τόνο στην πόλη κι όχι επειδή θα είναι βιώσιμα.»

Το πρώτο μεγάλο πλήγμα για τα video club συμφωνούμε με τον Δημήτρη ότι ήταν η ιδιωτική τηλεόραση. Έπειτα η οικονομική κρίση βούλιαξε κάποιες επιχειρήσεις και ευνόησε τα torrents και την πειρατεία με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα να υπάρχουν κάτω από 400 και οι δεκάδες εταιρείες διανομής μετρημένες στα δάχτυλα. Προσωπικά θυμάμαι τον βιντεοκλαμπά της γειτονιάς μου στην επαρχιακή πόλη από την οποία κατάγομαι,  εκείνο το διάστημα να γκρινιάζει ότι ο περιπτεράς πουλούσε περισσότερα dvd από εκείνον με τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Ο Δημήτρης μου εξηγεί ότι πλέον αυτοί που θα πάνε στο μαγαζί του να νοικιάσουν ταινίες είναι σχεδόν αποκλειστικά τα μικρά παιδιά που θέλουν να βρουν μεταγλωττισμένα παιδικά, με εξαίρεση κάποιους που αναζητούν την συγκεκριμένη «avant garde ξενόγλωσση ταινία» που δεν υπάρχει στο internet. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που μπαίνουν να χαζέψουν για να περάσει η ώρα τους χωρίς να σκοπεύουν να νοικιάσουν κάτι αφού στην πλειοψηφία τους χρησιμοποιούν το netflix.

© Θανάσης Καρατζάς

Εσύ βλέπεις ταινίες από πλατφόρμες; Τον ρωτάω «Δεν έχω δει ποτέ, από άποψη. Το θεωρώ προδοσία στο επάγγελμά και βλέπω τις ταινίες από τα μαγαζιά μου. Τα συνδρομητικά κανάλια, είναι στα high τους επειδή ποντάρουν στο ότι δεν βγαίνεις από το σπίτι σου-δεν είναι φτηνότερα από την ενοικίαση ταινίας και τα θεωρώ θεμιτό ανταγωνισμό, σε αντίθεση με την πειρατεία που αφέθηκε ανεξέλεγκτη στην Ελλάδα.»

Ο Λευτέρης, ιδιοκτήτης του Movie Galaxy στην γειτονιά των Εξαρχείων από το 2006, αποφάσισε να δουλέψει μέσα στην καραντίνα με delivery, μεταφέροντας τις ταινίες που παραγγέλνει ο κάθε ενοικιαστής, ο ίδιος. Η αίσθηση μπαίνοντας στο μαγαζί του για κάποιον που δεν έχει ιδέα πως είναι να ζητάς να αγοράσεις από Video Club αφίσες του Άρχοντα των δαχτυλιδιών, να αγχώνεσαι ότι θα ξεφραγκιαστείς επειδή επιστρέφεις την ταινία με δύο βδομάδες καθυστέρηση και να μεγαλώνεις βλέποντας σειρές μόνο τα μεσημέρια στο Star, είναι πάνω κάτω ίδια με αυτή μέσα σε ένα μουσείο παλαιοντολογίας. «Ξεκίνησα νιώθοντας λίγο σαν τον Tarantino. Ένας φοιτητής-ταπεινός υπάλληλος σε video club αλλά φανατικός ταινιοφάγος που μπορεί να κατάφερνε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες στην ιστορία κάποια στιγμή. Στην πορεία όμως συνειδητοποίησα ότι η δουλειά τον ονείρων μου ήταν να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση. Από τις 30.000 ταινίες που έχω εδώ μέσα επιλέγω μια-δύο να βλέπω κάθε μέρα γιατί είναι πολύ απλά το πάθος μου. Pulp Fiction, Blade Runner, Μελωδία της Ευτυχίας, Εις το όνομα του Πατρός, True Romance, κάποιες από τις αγαπημένες μου.»

© Θανάσης Καρατζάς

Συζητώντας με τον Λευτέρη στην συνέχεια, μου εξηγεί κατά κάποιο τρόπο ότι το μαγαζί του κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή επειδή βρίσκεται στα Εξάρχεια, σε μια κατεξοχήν συνοικία με σινεφίλ κόσμο όλων των ηλικιών. Από την άλλη οι κάτοικοι των Εξαρχείων είναι γνωστοί για την αλληλεγγύη που δείχνουν απέναντι στα μικρά συνοικιακά μαγαζιά.

© Θανάσης Καρατζάς

«Εδώ με υπολογίζουν περισσότερο απ' ότι ίσως σε κάποια άλλη περιοχή. Στα Εξάρχεια μένουν πολλοί καλλιτέχνες, φοιτητές στις σχολές κινηματογράφου, μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που δείχνουν ότι υπολογίζουν πολύ στην προσωπική επαφή, hipsters που παίρνουν κασέτες επειδή εκτιμούν τις συσκευασίες τους. Γι’ αυτό κι φροντίζω να είμαι πάντα ενημερωμένος. Μoυ ζητούν ψαγμένες ταινίες, Ταρκόφσκι, Φελίνι, Μπερτολούτσι αλλά και ασπρόμαυρο κινηματογράφο π.χ. Τσάρλι Τσάπλιν. Παρατηρώ σε ποιες ταινίες κοντοστέκονται, τι references πετούν σε μια χαλαρή κουβέντα και τους ψυχολογώ καλύτερα από έναν αλγόριθμο ώστε να τους προτείνω αυτό που είναι μπαμ στα γούστα τους. Στους τακτικούς ξέρω ακριβώς τα όρια φόβου τους στις ταινίες τρόμου και πολλές φορές αν δεν θυμούνται πως λέγεται η ταινία που ψάχνουν ή ποιοι πρωταγωνιστούν, η περιγραφή μονάχα ενός στιγμιότυπου μου είναι αρκετή για να καταλάβω ποια είναι. Μέχρι και προξενιά έχω κάνει εδώ μέσα με αυτόν τον τρόπο. Είχα παρατηρήσει ότι ένα αγόρι και ένα κορίτσι που έρχονταν ανά διαστήματα, επέλεγαν τις ίδιες ταινίες και ένιωθα πως θα ταίριαζαν. Κάποια στιγμή λοιπόν όταν πέτυχε το σωστό timing και βρέθηκαν και οι δύο στο μαγαζί, τους σύστησα μεταξύ τους και μετά από λίγο καιρό κατέληξαν μαζί.»