Life in Athens

Πώς κυλάει η ζωή στον Άγιο Παντελεήμονα;

Έλληνες και μετανάστες που ζουν στην περιοχή δίνουν το κλίμα και έχουν ιστορίες να μας διηγηθούν

Φιλίππα Δημητριάδη
ΤΕΥΧΟΣ 722
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι κάτοικοι του Άγιου Παντελεήμονα, Έλληνες και μετανάστες, μιλούν στην ATHENS VOICE για τη ζωή στην πολύπαθη γειτονιά.

«H γειτονιά του μίσους», «Ορμητήριο της ΧΑ», «Γειτονιά της απόγνωσης», «Ταραγμένη συνοικία», «Πολύπαθη γειτονιά». Αυτοί είναι ενδεικτικά μερικοί μόνο προσδιορισμοί που αποδίδονται στον Άγιο Παντελεήμονα, την αθηναϊκή γειτονιά που διατρέχει σαν ραχοκοκαλιά η οδός Αχαρνών.

«Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! Μετά τις 6 απόγευμα βλέπεις μόνο μαυρίλα στη γειτονιά, μαυρίλα και όλο μαντήλα, μαντήλα, μαντήλα», Έλληνας καταστηματάρχης της οδού Αχαρνών δηλώνει με αγανάκτηση πως περιμένει να βγει στη σύνταξη για να σταματήσει να έρχεται στην περιοχή. Είναι όμως 2019. Δέκα χρόνια μετά τα επεισόδια του 2009, αλλά και των επόμενων ετών, η κατάσταση στον Άγιο Παντελεήμονα είναι σαφώς πιο ήρεμη, η Χ.Α. είναι πια εκτός Βουλής και καταρρέει μέρα με τη μέρα σε μία από τις πιο ευχάριστες και αισιόδοξες εξελίξεις τον τελευταίο καιρό στην πολιτική ζωή του τόπου.

Είναι ωστόσο προφανές ότι η ομαλή συνύπαρξη Ελλήνων και μεταναστών στη γειτονιά δεν έχει επιτευχθεί. «Θα πάτε στην πλατεία (σ.σ. Αγίου Παντελεήμονα); Κράνη και αλεξίσφαιρα βάλατε;», η φωνή ενός οργισμένου άντρα από το κουζινάκι ενός καφενείου απευθύνει την ερώτηση με τόνο επιθετικό και ζητά επίμονα να μάθει αν είμαι όντως δημοσιογράφος. Ύστερα ξεκινά με τη γνωστή φράση, «Εγώ ρατσιστής δεν είμαι αλλά...». 

«Γειτονιά της απόγνωσης», «Ταραγμένη συνοικία», «Πολύπαθη γειτονιά». Αυτοί είναι ενδεικτικά μερικοί μόνο προσδιορισμοί που αποδίδονται στον Άγιο Παντελεήμονα, © Φιλίππα Δημητριάδη

Πάνω από την εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα υψώνονται κάτι γιγάντια και αφράτα άσπρα σύννεφα. Η μέρα είναι ηλιόλουστη και πολλοί είναι εκείνοι που έχουν βγάλει τα παιδιά τους βόλτα με το καρότσι. Άλλοι στέκονται και φωτογραφίζουν τον επιβλητικό ναό με το κινητό τους σαν τουρίστες στην ίδια τους τη γειτονιά. Μια μητέρα με ένα παιδάκι που κουβαλά σχολική τσάντα και έχει μόλις σχολάσει, κάθονται σε ένα παγκάκι απέναντι από το σιντριβάνι και τσιμπάνε κάτι στο χέρι. Κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα δεν φαίνονται να είναι απαραίτητα. Από ένα αναψυκτήριο έρχεται η ζεστή μυρωδιά του ψωμιού. 

Το χατσαπούρι της Μαρίνας

Δεν είναι ψωμί, αλλά χατσαπούρι και σότι, παραδοσιακές γεωργιανές πίτες τις οποίες φουρνίζει η Μαρίνα με τους βοηθούς της σε έναν τεράστιο κυκλικό πέτρινο φούρνο με πλάκες. Ήρθε στην Ελλάδα από τη Γεωργία πριν 18 χρόνια και έκανε μία νέα αρχή στη χώρα μας προσέχοντας ηλικιωμένους.

«Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου», λέει η Μαρίνα με ευγνωμοσύνη, © Φιλίππα Δημητριάδη

«Η Ελλάδα είναι δεύτερη πατρίδα μου, χίλια ευχαριστώ στους  Έλληνες που μας φιλοξένησαν εκ μέρους όλων των Γεωργιανών μεταναστών, τους αγαπώ» λέει η Μαρίνα με ευγνωμοσύνη, ενώ αναφέρει πως δεν έχει βιώσει ρατσισμό. «Κλείνω στις 12 τα μεσάνυχτα το μαγαζί και είμαι ακριβώς απέναντι από την πλατεία, δεν έχω δει τίποτα κακό ή ύποπτο. Και να σου πω κάτι; Τα ναρκωτικά και οι κλεψιές συμβαίνουν παντού και στην Κηφισιά και στη Γλυφάδα να πας. Δεν φοβάμαι στη γειτονιά μου».

Μοχάμεντ και Τάνια: Ένας γάμος μέσω skype

Στην πολυσύχναστη Αχαρνών κάθε καφέ είναι σχεδόν γεμάτο. Άνθρωποι πηγαινοέρχονται στα πεζοδρόμιά της. Στο mini market του Μοχάμεντ επικρατεί συνωστισμός. Δεν είναι μόνο το μικρό του μέγεθος, αλλά και ότι διαθέτει κυριολεκτικά τα πάντα. Ο 36χρονος Μοχάμεντ ήρθε στην Ελλάδα από το Μπαγκλαντές το 2006. Πρώτος προορισμός του υπήρξε ο Πύργος Ηλείας όπου δούλεψε ως οικοδόμος. Η οικογένεια Ελλήνων που τον προσέλαβε, τον αγάπησε και τον προέτρεψε να παντρευτεί και να φέρει την αγαπημένη του να ζήσουν στην Πελοπόννησο. Ο γάμος έγινε μέσω Skype. «Εγώ είχα μαζευτεί με φίλους μου εδώ και έναν ιερέα, εκείνη με την οικογένειά της και έναν άλλο ιερέα, υπογράψαμε ξεχωριστά τα χαρτιά του γάμου και η τελετή έγινε με βιντεοκλήση» διηγείται γελώντας. Το ζευγάρι ήρθε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον Άγιο Παντελεήμονα το 2010 και ο Μοχάμεντ αγόρασε με τα χρήματα που είχε μαζέψει την επιχείρηση mini market που διατίθονταν προς πώληση, δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του, Tanya. 

Ο Μοχάμεντ από το Μπαγκλαντές παντρεύτηκε μέσω Skype, © Φιλίππα Δημητριάδη

Η καθημερινότητα στον Άγιο Παντελεήμονα όταν έφτασε ο νεαρός Μπαγκλαντεσιανός δεν ήταν εύκολη, αλλά όπως αναφέρει οι «μεγάλες φασαρίες γίνονταν στην πλατεία». Από την Αχαρνών περνούσαν περιπολίες χρυσαυγιτών πάνω σε μηχανάκια με κράνη και λοστούς. «Ήμασταν προσεκτικοί. Κατεβάζαμε τα ρολά, όταν περνούσαν» θυμάται και διατείνεται πως ούτε εκείνος έχει βιώσει ρατσισμό. Οι πελάτες του είναι κυρίως από τη Συρία και έχει και μερικούς Έλληνες, τους «παλιούς» της περιοχής οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, δυσκολεύονται τόσο με τις μειωμένες συντάξεις τους που πολλές φορές αγοράζουν τα απαραίτητα από το μαγαζί του βερεσέ.

H μαμά Μαρία

Στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι διερχόμενοι μπροστά από ένα περίπτερο φωνάζουν «Μαμά Μαρία», ενώ άλλοι χαιρετούν εγκάρδια και ζητούν χάρες, όπως να τους κρατήσει μία εφημερίδα να περάσουν να την πάρουν μετά. Στο ίδιο πόστο τα τελευταία 30 χρόνια η Μαρία, 59 ετών, αποτελεί την ψυχή της Αχαρνών. Κατάγεται από την Κορυτσά.

Όλοι οι μετανάστες φωνάζουν τη Μαρία «μαμά», © Φιλίππα Δημητριάδη

«Στην Αλβανία με έβριζαν για Ελληνίδα και στην Ελλάδα για Αλβανίδα» αναφέρει χαρακτηριστικά, αλλά ανακαλεί στη μνήμη της τη στήριξη που της έδωσαν οι Έλληνες όταν ήρθε στην περιοχή. Της άφηναν ρούχα και ψωμί έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Έχοντας γνωρίσει τον ξεριζωμό και η ίδια, κατανοεί τους μετανάστες που ήρθαν στην περιοχή μετά από εκείνη, ωστόσο όπως λέει, «μόνο αυτούς που δημιουργούν προβλήματα δεν μπορώ. Οι περισσότεροι μετανάστες “μαμά” με φωνάζουν». 

Είναι προφανές ότι η ομαλή συνύπαρξη Ελλήνων και μεταναστών στη γειτονιά δεν έχει επιτευχθεί, © Φιλίππα Δημητριάδη

Ο Αντώνης διατηρεί παντοπωλείο στη Μιχαήλ Βόδα. Γεννημένος το ’72 σε ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από το κατάστημα που άνοιξε ο πατέρας του το 1969, είδε τη γειτονιά να αλλάζει δεκάδες φορές. Ανέλαβε το παντοπωλείο το 1998, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Έζησε τις ταραγμένες μέρες του 2009 και τη γενικότερη επέλαση της Χ.Α. τα επόμενα χρόνια στην περιοχή πολύ έντονα. Θυμάται σπασμένα μαγαζιά και περιπολίες.

«Δεν φεύγω, περιμένω να αλλάξει η γειτονιά, όχι να αλλάξω γειτονιά εγώ», λέει ο Αντώνης, © Φιλίππα Δημητριάδη

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους μετανάστες, οι κυριότεροι πελάτες μου είναι Ρουμάνοι και Αλβανοί. Με την ανομία έχω πρόβλημα. Μου έχουν ληστέψει το μαγαζί τρεις φορές. Ωστόσο δεν φεύγω, περιμένω να αλλάξει η γειτονιά, όχι να αλλάξω γειτονιά εγώ», γελάει. Για τον Αντώνη αυτό που καταδικάζει τον Άγιο Παντελεήμονα είναι το γεγονός ότι δεν ζουν εκεί νέοι άνθρωποι ελληνικής καταγωγής και το ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα σπίτια ξενοίκιαστα δεν βοηθά την κατάσταση. «Οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής έχουν γεράσει και σιγά-σιγά, ένας-ένας “φεύγουν”».

Άλλοι στέκονται και φωτογραφίζουν τον επιβλητικό ναό με το κινητό τους σαν τουρίστες στην ίδια τους τη γειτονια, © Φιλίππα Δημητριάδη

Γειτονιές με βαθιές πληγές, όπως αυτή του Άγιου Παντελεήμονα, είναι δύσκολο να προχωρήσουν μπροστά. Η κρατική μέριμνα και η σωστή διαχείριση του προσφυγικού - μεταναστευτικού ζητήματος είναι ο ένας παράγοντας της εξίσωσης. Οι βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις απέναντι στον μετανάστη, ωστόσο, φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που οφείλουμε να υπερπηδήσουμε ως κοινωνία.