Life in Athens

Urban Lines: Άλιμος

Μικρές urban ιστορίες στο μετρό της Αθήνας

Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 714
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Urban Lines: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Είναι Σάββατο μεσημέρι. Η ζέστη αλλοιώνει την όραση και κάνει την άσφαλτο να κυματίζει λίγα μέτρα μακριά. Μια οφθαλμαπάτη που φαίνεται να ανήκει μόνο στις ερήμους εξαπλώνεται στην Αθήνα κάθε καλοκαίρι. Μόνο όταν φυσάει βοριαδάκι είναι η ανάσα θεραπευτική έναντι της ενίοτε καλοκαιρινής θηλιάς.

Κάθομαι σε ένα παγκάκι έξω από τη στάση Άλιμος της κόκκινης γραμμής του Αττικού μετρό. Περιμένω τη Μαργαρίτα να έρθει για να πάμε βόλτα στο κέντρο· από αυτές τις βόλτες που καμιά φορά ξεκινάνε απόγευμα και μπορεί να τελειώσουν νωρίς το επόμενο πρωί. Φοράω τα ακουστικά μου και παρατηρώ τους ανθρώπους που περνάνε μπροστά μου. Δεν έχω διάθεση να διαβάσω το βιβλίο μου σήμερα. Το κουβαλάω απ’ το πρωί μαζί μου και δεν το έχω ανοίξει ούτε στιγμή, ενώ είχα χρόνο. Ο σελιδοδείκτης, που έχει μείνει στην ίδια σελίδα εδώ και μέρες, προδίδει την αδράνειά μου.

Ενώ παίζει το κομμάτι Tesselate από Alt-J έρχεται και κάθεται δίπλα μου μια κυρία. Την ώρα που γυρίζω να την κοιτάξω βλέπω ήδη ότι μου λέει κάτι χαμογελαστά. Βγάζω το ένα ακουστικό και τη σταματάω. «Συγγνώμη, δεν σας άκουσα». «Γεια σου, κούκλα μου. Σε ρώτησα εάν έχεις ένα χαρτομάντηλο». «Δυστυχώς μόνο υγρό μαντιλάκι εάν θέλετε, απλό δεν έχω». «Μου κάνει και αυτό», λέει, ενώ σκουπίζει τον ιδρώτα στο μέτωπό της με το πίσω μέρος της παλάμης της. Είναι καλοντυμένη· τα ρούχα της ολοκαίνουργια, αλλά παλιά.

Ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω το βιβλίο και την ατζέντα μου για να βρω τα μαντιλάκια. Με την άκρη του ματιού μου την βλέπω να σηκώνει το βιβλίο και να το εξετάζει. «Διαβάζεις Καζαντζάκη, κορίτσι μου; Μπράβο σου, δεν το περίμενα». «Γιατί σας εκπλήσσει;» τη ρωτάω, περίεργη να ανακαλύψω σε ποιο από όλα τα στερεότυπα ανήκω. 

«Παρακαλάω τον γιο μου χρόνια τώρα να ανοίξει κανένα ελληνικό βιβλίο, μόνο τα ξένα διαβάζει. Ζει στο Λονδίνο βέβαια εδώ και καιρό, ίσως και αυτό να επηρεάζει, δεν ξέρω. Αυτόν πάω να δω τώρα στο αεροδρόμιο. Έχει αναμονή 2 ώρες, έρχεται από την Αγγλία και φεύγει άρον άρον για Νάξο με τους φίλους του. Λογικό, θέλει και αυτός να δει λίγο ήλιο και λίγη θάλασσα. Του ‘πα να μείνει λίγο στην Αθήνα να τον χορτάσω και εγώ αλλά δεν του δίνουν άλλη άδεια, λέει. Ποιος ξέρει,  μπορεί να ’χει βρει και κανένα κοριτσάκι και να μη μου τα λέει. Εσύ, κορίτσι μου, μιλάς στους γονείς σου;»

«Γενικά ναι, ειδικά όχι. Όσο χρειάζεται για να ξέρουν ότι είμαι καλά». «Σαν τον Στέλιο μου και εσύ. Και τώρα στον καφέ που θα πιούμε εκεί στο πόδι, πάλι τα ίδια θα μου πει. Όλα καλά ρε μάνα, μην ανησυχείς. Ανησυχώ, όμως, παιδί μου». Στα λίγα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολουθούν προσπαθώ να σκεφτώ κάτι καθησυχαστικό να απαντήσω. Θέλω να της πω ότι ξέρω πώς νιώθει. Ότι για χρόνια το αεροπλάνο ήταν για μένα μια πύλη μεταξύ δυο κόσμων. Ότι είναι το ίδιο δύσκολο για αυτόν που φεύγει... ίσως πιο δύσκολο ακόμα, γιατί επωμίζεται και τη δική του θλίψη, και αυτή των ανθρώπων που αφήνει πίσω κάθε φορά. Ότι ο Στέλιος τη σκέφτεται, και ας φεύγει. Ότι κατά έναν τρόπο... όλοι κάποτε φεύγουμε. Δεν μίλησα όμως.

Ξαφνικά βλέπω τη Μαργαρίτα να περπατάει νωχελικά προς το μέρος μου, χωρίς να με έχει δει ακόμα, και νιώθω το χέρι της μητέρας του Στέλιου να σφίγγει το δικό μου. «Να ξέρεις ότι εμείς οι γονείς πάντα ξέρουμε εάν είστε καλά ή όχι, ό,τι και να μας λέτε». «Ο Στέλιος σας είναι καλά;» τη ρωτάω πριν καν προλάβω να το σκεφτώ. «Είναι, παιδί μου. Γι’ αυτό και υπομένω την απουσία του». Το μαντιλάκι που της έδωσα είναι ακόμα αχρησιμοποίητο στα χέρια της.