Life in Athens

Στην «Αgora» της Αθήνας

Το κτίριο του ελληνικού Χρηματιστηρίου θα χρησιμοποιηθεί ως τόπος πολιτιστικής συνάντησης

Μαρίνα Φωκίδη
ΤΕΥΧΟΣ 455
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Agora: Το κτίριο του ελληνικού Χρηματιστηρίου θα χρησιμοποιηθεί ως τόπος πολιτιστικής συνάντησης

Είναι πραγματικά αναμφισβήτητο: Το να ξανα-ανοιχτεί το κτίριο του ελληνικού Χρηματιστηρίου στο κέντρο της πόλης προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως τόπος πολιτιστικής (εικαστικής και θεωρητικής) συνάντησης (4η Athens Biennale), κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ολικής «διάλυσης» στην Αθήνα, είναι μια εξαιρετική ιδέα!

Σε έναν τόπο όπου η ανερχόμενη φτώχεια, η ματαιότητα, η ταπείνωση, η αβεβαιότητα και όλες οι επερχόμενες «αρετές» της κρίσης έχουν συνθλίψει την όποια δημιουργικότητα, πνευματικότητα και φαντασία (για να λέμε και του στραβού το δίκιο), η τέχνη, ή καλύτερα το όχημα της Τέχνης και της διανόησης –προκειμένου να ακριβολογούμε για αυτούς που πιστεύουν ότι όλα αυτά δεν είναι τέχνη–, επιχειρεί και καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, να επουλώνει τραύματα, δεξιά και αριστερά, όσο μικρά και εάν είναι αυτά. Πώς αλλιώς εξάλλου θα ανα-δημιουργηθεί ένα πλαίσιο έστω χιλιο-θρυμματισμένο, και μανταρισμένο, μια μήτρα από όπου θα ξαναρχίσουν να γεννιούνται οι συζητήσεις για τη «δημοκρατία» ή έστω την ψευδαίσθηση; Και κυρίως οι ελπίδες για αυτήν.

Η τέταρτη έκδοση της Μπιενάλε της Αθήνας εκτυλίσσετε –όπως μιλάμε– στο Χρηματιστήριο Αθηνών με καθημερινές «πράξεις» (εκδηλώσεις) και ζωντανό ρυθμό, καθιστώντας ένα χώρο συμβολικά συνδυασμένο στην Ελλάδα με εύκολο χρήμα, αλλά και διαφθορά, φούσκες και ματαιωμένες ελπίδες, σε ένα είδος καθαρτηρίου. Καθαρτήριο από την προηγούμενη ταυτότητά του. Η ομάδα της Μπιενάλε, μέσω της δυνατής χειρονομίας να ξανανοίξει αυτό το χώρο –στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία– και να αλλάξει τη χρήση του δημιουργεί ένα μετα-δημόσιο χώρο για ανθρώπινες, αυτή τη φορά, διαπραγματεύσεις. Δεν πρόκειται για μια ακόμη εικαστική έκθεση με τη συντηρητική έννοια του όρου. Αυτό είναι δυστυχώς κάτι που στην Ελλάδα συζητιέται ακόμη αρκετά. Κάτι συμβαίνει εδώ, και επιμένουμε ότι οι εκθέσεις Τέχνης πρέπει να έχουν παραταγμένα σε συγκεκριμένους σχηματισμούς αμιγώς καλλιτεχνικά αντικείμενα (βίντεο, εγκαταστάσεις, γλυπτά, ζωγραφικά έργα, φωτογραφίες) και όχι ιδέες μέσω όποιου άλλου ανοιχτού τρόπου, μπορεί να φανταστεί ο εκάστοτε δημιουργός ή διανοούμενος. Ενώ ανά τον κόσμο παντού, λόγω της συγκυρίας του βομβαρδισμού εικόνων σε καθημερινή βάση μέσω του ίντερνετ καταρχήν, η κρίση που βιώνουμε έχει περάσει και στην εικόνα (αφήνοντάς την ακέραιη μόνο για την αγορά τέχνης), δίνοντας χώρο σε πολλές άλλες εκθεσιακές μορφές μέσω αρχείων κ.λπ., εδώ υπάρχει μια μικρή πια αλλά σταθερή επιμονή. Ίσως να φταίει ότι μάθαμε τη σύγχρονη Τέχνη καταρχήν μέσω γκαλερί και συλλογών, στην απουσία οποιουδήποτε δημόσιου χώρου σύγχρονης τέχνης και πολιτισμού, άλλα έχουν περάσει χρόνια πια...

n

n

© Μαριάννα Μπίστη

Ένας χώρος συνάντησης στο κέντρο της Αθήνας –μετά την καταστροφή–παρελθοντολογικά μελλοντικός στο στιλ– η 4η Μπιενάλε της Αθήνας μαζεύει αρκετό κόσμο σε συστηματική βάση, και όχι μόνο τους hipsters, παρά τα σχόλια διαφόρων στα εγκαίνια ότι πρόκειται για μια hipsterland.

Όχι ότι αυτό θα ήταν κακό, για να απαντήσω στην αγκύλωση ορισμένων που εξισώνουν τη «μετ-αμφίεση» ως την κοινωνική τάξη των «γλιτωμένων». Hipsters είναι ένα μεγάλο ποσοστό της αληθινής και παρατεταμένης νεολαίας και πρόκειται για μια απλή εικονική απόδραση από το καθημερινό, τη μόδα και χωρίς καμιά άλλη (πολιτική) προέκταση. Ωραία είναι να βλέπεις καλοντυμένους ανθρώπους σε εικαστικές συναντήσεις, ποιο το πρόβλημα; Παρόλα αυτά η 4η Μπιενάλε Αθηνών δεν είναι ένας εφήμερος χώρος καταρχήν ψυχαγωγίας. Πρόκειται για μια συνάντηση όπου η Τέχνη και η συζήτηση μέσω και γύρω από αυτήν είναι η κύρια ενασχόληση, δεν έπεται του ποτού και της μουσικής, και μάλιστα σε μικρά ποσοστά. Παρά τις καθημερινές ζωντανές πολιτιστικές δραστηριότητες δεν είναι ένα εφήμερο Six D.o.g.s ή Bios –πετυχημένοι πολυχώροι και οι δυο στο είδος τους–, οι οποίοι λανθασμένα έχουν περάσει σε ένα μέρος του συλλογικού συνειδητού ως πολιτιστικοί οργανισμοί.

Στην τέταρτη έκδοσή της, και από τις πιο πετυχημένες μαζί με την πρώτη, κατά τη γνώμη μου η Μπιενάλε απαντάει καίρια στη χρονική στιγμή, ανοίγοντας το χώρο και δημιουργώντας ένα μεγάλο αριθμό ερωτημάτων γύρω από αυτό που ζούμε. Και αυτό το κάνει με σαφέστατη επιμελητηριακή μεθοδολογία από τους διευθυντές της και περισσό στιλ. Ίσως το δεύτερο να ξεφεύγει πολύ λίγο ορισμένες φορές, αλλά δικαιολογημένα κιόλας, για θέαμα πρόκειται όχι για εκκλησία ιδεών.

Για φετινή της εκδοχή, οι διευθυντές της Μπιενάλε αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα συλλογικότητας «φέρνοντας μέσα στο χώρο που επέλεξαν» (επιλογή που αποτελεί το κυρίως επιμελητηριακό στίγμα) ένα σύνολο περισσοτέρων από 30 σκεπτόμενων ανθρώπων προκειμένου να συνεισφέρουν σε αυτή την εκδήλωση - έκθεση - εφήμερη δημόσια συνάντηση. Αυτού του είδους η συνεργασία λειτουργεί στο μεγαλύτερο μέρος της εκπληκτικά. Οι αναφορές, άλλοτε δυνατές και άλλοτε όχι τόσο, συντελούν σε ένα πολύμορφο περιβάλλον που δεν φέρει το αισθητικό ελιτισμό ίσως των λίγων ή τη μια συγκεκριμένη ματιά-υπογραφή. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα χώρο που εμπεριέχει αισθητικά και εννοιολογικά στοιχεία που ανήκουν σε διαφορετικά πεδία και ενίοτε συγκρούονται. Το γενικό κλίμα μοιάζει να πρόκειται σαν μια εφήμερη ανασκόπηση της ευρύτερης καλλιτεχνικής και εναλλακτικής σκηνής της πόλης και όχι μόνο. Μαζί έχουμε και μια σειρά ομιλιών και συνεδρίων, όπως το τελευταίο, κατά το οποίο ένα σύνολο επιφανών και διακεκριμένων οικονομολόγων έκαναν μια επισκόπηση της κρίσης. Ποτέ δεν έτυχε να βρεθώ να ακούω (και φαντάζομαι και αρκετοί άλλοι στο κοινό) 4 ώρες τόσο ειδικευμένα οικονομικά.

n

«Τα Φυτά» , © Μαριάννα Κατσαούνη

Πριν από αυτά την πρώτη εβδομάδα της έκθεσης το χώρο είχαν καταλάβει η ομάδα «Τα φυτά», ένα ντουέτο δύο καλλιτεχνών - περφόρμερ το οποίο «καταγγέλλει» και σαρκάζει την ελληνική ταυτότητα μέσω ντανταϊστικών και metapunk DIY (κάν’ το μόνος σου). Το επταήμερο καταστατικό τους εγχείρημα ξεκίνησε εκπληκτικά, άγγιξε το πλατύ κοινό, ακόμη και ήρωες χειρίστου νεο-λαϊκού lifestyle των συμβόλων που κατηγορούσε, ξέφυγε δυστυχώς στο κρεσέντο, όπως γίνεται με τα ελληνικά πράγματα. Δανειζόμενοι mainstream κώδικες για να πουν την ενδιαφέρουσα ιστορία τους (όπως λίστες των 100 χειρότερων Ελλήνων κ.λπ.) ή άλλου τύπου θεάματα, στο τέλος πέρασε στον αντίποδα. Δεν καταλάβαινες εάν ήσουν σε εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου διαβάζοντας «Downtown» ή στο σχολιασμό αυτών. Ήθελες απλώς να σταματήσουν τα όργανα! Και ευτυχώς κάποτε σταμάτησαν. Τα φυτά διαδέχτηκαν μια σειρά από ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ομιλίες performances, εργαστήρια όπως αυτό της Tania Bruguera ή η ομιλία της Hito Steyerl για την επικοινωνία μέσω του Internet σε μια εποχή που οι εικόνες έχουν γίνει τα όργανα εκμετάλλευσης του πολίτη.

Κάτω από αυτή τη φετινή Μπιενάλε στο Χρηματιστήριο Αξιών, είναι και μια πρόταση –πνευματική όαση –ένα σαλόνι (με την περιπαιχτική έννοια της εμπορικής έκθεσης fair ) παιδείας και μόρφωσης, που τόσο λείπει από την Ελλάδα. Μέσα σε ένα ιδιαίτερα στιλιζαρισμένο κλίμα, η σκηνογραφία μοιάζει να πατάει, ή έτσι το φαντάζομαι, σε ένα σενάριο μιας μετα-κρίσης, κατεστραμμένης κοινωνίας. Το Χρηματιστήριο μοιάζει να επανακαταταλάμβανεται από τους «αθώους» οραματιστές, ενώ έξω κυκλοφορούν ακόμη τα επικίνδυνα ζόμπι. Εδώ βρεθήκαμε να έχουμε σωθεί και κανονίσαμε την κουζίνα μας, τη βιβλιοθήκη μας, την πλατεία μας, την αρχαία αγορά μας, προσπαθώντας να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό μας και να επιβιώσουμε. Mέσα στον κύριο χώρο ο οποίος είναι τόσο καλά σκηνογραφημένος, ανάμεσα σε άλλα, συναντάμε το σταματημένο σε μια τυπική μέρα του 2007 ηλεκτρονικό πίνακα συναλλαγών, έργο ready made του Νίκου Χαρβαλιά.

Έργο γνωστό από τη μόνιμη έκθεσή του στο Bios, το οποίο εδώ ενώ ταιριάζει απόλυτα στο χώρο, χάνει την έννοια της καλλιτεχνικής χειρονομίας εξαιτίας αυτού του ταιριάσματος· επίσης τη Νομαδική κουζίνα, μια ομάδα μαγειρικής γνωστή σε αρκετούς από το κοινό μέσω του συνεργατικού καφενείου της Ακαδημίας Πλάτωνος, να πουλάει καλό φαγητό σε χαμηλές τιμές· μηχανή δανειστικής βιβλιοθήκης δρόμου· τη νέον επιγραφή της δανέζικης ομάδας Fos («Υour sucess is your amnsesia») έργο το οποίο μαζί με την επιγραφή του καλλιτέχνη Δημήτρη Ντοκατζή («Money Money that is always the danger with you» – φράση «αποσπασμένη» από τη νουβέλα «Κρυφός Αντίπαλος» της Άγκαθα Κρίστι) αποτελούν τις μάντρες που θα επαναλαμβάνονται σιωπηλά στο κεφάλι μας όσο θα περιτριγυρίζουμε στο «ιερό» του χώρου. Στο βάθος ένα αμφιθέατρο φτιαγμένο από παλέτες εντείνουν το προσφυγικό κλίμα μιας επείγουσας κατάστασης μετά την καταστροφή. Ο χώρος είναι σχεδόν άδειος και σκηνοθετημένος να δέχεται προτάσεις, όχι να προτείνει μόνο.

Ενδιαφέρον έχει πως όλες οι συναντήσεις γίνονται ανοιχτά μέσα στα εκθέματα και τους επισκέπτες που βολτάρουν, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο τους πάντες συμμετέχοντες και εκτιθέμενους. Στον εξωτερικό προθάλαμο ο καλλιτέχνης Πάνος Παπαδόπουλος δημιουργεί μια παρωδία ενός business lounge με κάποια παλιά έπιπλα και ταυτόχρονα ζωγραφικά έργα και την προσομοίωση μιας τηλεπικοινωνιακής reception από το υπερπέραν. Αυτά σε προετοιμάζουν άριστα για το μετα-matrix κλίμα του κυρίους χώρου, ενώ συνδυάζουν με επιτυχία την εικαστική καίρια παραφροσύνη με τα σημεία των καιρών.

Στους επάνω ορόφους του χρηματιστηρίου, όπως και στο Camp, η έκθεση γίνεται πιο κλασικά εικαστική. Ενώ σε όλους τους χώρους παρουσιάζονται κάποια εκπληκτικά έργα και προτάσεις, η επιμέλεια μοιάζει να χαλαρώνει κάπως. Καταρχήν χρειάζεται απόσταση από την εμπειρία του ζωντανού χώρου για να περάσουμε στην πιο παθητική θέαση. Επίσης, ενώ έχει γίνει μια καλή προσπάθεια παρουσίασης αρχείων και παλαιότερων έργων και καινούργιων προτάσεων, μοιάζει να απουσιάζει η επιμελητηριακή μελέτη και ο σχεδιασμός που θα τεκμηρίωναν όλα αυτά τα εκθέματα μαζί και μέσα στους χώρους. Άλλα αυτό πάλι είμαι ένα υποκειμενικό σχόλιο. Με ψυχραιμία κανείς βλέπει πολύ ενδιαφέροντα έργα και αξίζει να δώσει χρόνο.

n

© Μαριάννα Μπίστη

Ξεχωρίζουν το έργο του Abbas Akhavan «Study for a Blue Shield», μια μπλε ασπίδα ως σύμβολο προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (όπως καθιερώθηκε το 1954 από τη συνθήκη της Χάγης, ενώ το 2003 όταν εισέβαλαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ ζωγραφίστηκε στη στέγη του Εθνικού Μουσείου για αποφυγή βομβαρδισμών). Στον εκθεσιακό χώρο βλέπει κανείς το αρνητικό ίχνος, την τρύπα σε σχήμα ασπίδας που απέμεινε μετά την παραγωγή της, ενώ έξω από το χρηματιστήριο άξιων υπάρχει η μπλε ασπίδα. Επίσης το έργο της νεαρής Bertille Bak, ένα βίντεο αφήγηση μιας ηλικιωμένης καλόγριας που αναφέρεται στην εφευρετικότητα ως διεκδίκηση ζωής, αλλά για μια φορά όχι μέσω μιας μπάντας punk αλλά μιας άλλης κοινότητας του περιθωρίου. Ξεχωρίζουν έργα όπως αυτά της Erica Baum, της Κατερίνας Χρηστίδη, του Peter Watkins, της Μarinaella Senatore (έργο που είδαμε και στην περσινή Art Athina), του Πέτρου Τουλούδη (καινούργια έργα της ατομικής ενότητας που είδαμε στην Kunsthalle Athena), του David Harvey, αλλά θα μας χρειαζόταν όλο το περιοδικό για να τα αναλύσουμε.

Η 4η Μπιενάλε Αθήνας είναι ίσως η πιο δυνατή και ουσιαστική εικαστική συνεύρεση τον τελευταίο χρόνο στα δρώμενα της Ελλάδος. Μια πρόταση ουσιαστική, και όχι μια κίνηση εκθεσιακού πλούτου και εκθεσιακού αισθητισμού, όπως βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα, η οποία συνάδει με το εδώ και τώρα, και με πνευματική και συναισθηματική ακρίβεια θέτει το εύλογο ερώτημα «και τώρα τι;». Μια απάντηση σε φίλους φιλότεχνους και επαγγελματίες του διεθνές εικαστικού γίγνεσθαι που λαμβάνοντας εκθεσιακές προσκλήσεις από την Ελλάδα μού λένε «Μα τι έπαθαν όλοι εκεί και νομίζουν ότι είναι Ελβετία, κανένας δεν μπορεί να μιλήσει για την πρωτοφανής και άδικη πτώση που βιώνετε;», ή τουλάχιστον να τη σεβαστεί, συμπληρώνω, και να τη συμπεριλάβει στο εκθεσιακό κλίμα.

n

Από την παράσταση «Νέα Ελλάδα», Όπερες των ζητιάνων

© Μαριάννα Κατσαούνη

Μπορεί να συζητήθηκε για το αναρχο-τουριστικό της στιλ, κριτική που αντιλαμβάνομαι μεν άλλα δεν συμμερίζομαι απόλυτα δε. Και εμένα μπορεί να μου φαίνονται πρόχειροι ή διαφημιστικοί οι χειρισμοί, όπως η χρήση του συμβολικού κόκκινου-μαύρου, εναλλακτικές προσπάθειες σε εφήμερη εκθεσιακή μόστρα κ.λπ., αλλά η σωστή προώθηση και η εκθεσιακή πλατφόρμα προσπαθειών για εικαστική κατανάλωση είναι κωδικός επικοινωνίας στο καπιταλιστικό ρεαλισμό. Ο αναρχισμός και ο φασισμός χρησιμοποιούν την ίδια διχρωμία, γιατί όχι η Μπιενάλε; Αφού αυτό προσελκύει… (γέλια). Αλλά, για να σοβαρευτούμε.

Συγχαρητήρια στην ομάδα επιμέλειας διοργάνωσης και σχεδιασμού της φετινής Μπιενάλε. Δημιούργησαν ένα φαντασιακό τόπο στον οποίο μαγικά μέσα εκεί όλοι γινόμαστε ηθοποιοί στο ίδιο έργο. Και αυτό είναι ακόμη μία από τις επιτυχίες της. Σε περιόδους κρίσης υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη για συνεύρεση και επικοινωνία, και όχι τόσο η υπομονή για παρατήρηση και ήσυχη θέαση. Η τέταρτη Μπιενάλε Αθηνών πρόσφερε απλόχερα το χώρο για ερεθίσματα και συζήτηση, και κατάφερε να την πυροδοτήσει. Σε όλους να τη συνεχίσουμε.

n

© Μαριάννα Μπίστη


Kεντρική Φωτό: Από την παράσταση «Νέα Ελλάδα», Όπερες των ζητιάνων,  © Μαριάννα Κατσαούνη