Life in Athens

Η στάχτη της Αττικής

Μια θλίψη που θα κάνει καιρό να ξεχαστεί. Ή μάλλον, δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ

Μανίνα Ζουμπουλάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μένουμε πια σχεδόν όλη η παρέα κάθε Αύγουστο στην Αθήνα: στα νησιά γίνεται σκοτωμός, στις παραλίες επίσης, και πού να τρέχουμε. Κάνουμε διακοπές πιο πριν, ή πιο μετά, ή δεν κάνουμε διακοπές. Μας αρέσει η Αθήνα τον Αύγουστο. 

Φέτος μας έσκισε το καλοκαίρι. Οι φωτιές, η εθνική τραγωδία, οι ενενήντα τέσσερεις θάνατοι, οι οικογένειες, τα παιδάκια, οι απώλειες, το φριχτό, ασήκωτο δράμα της Αττικής, δεν μας αφήνουν να «ανέβουμε», και δεν θέλουμε. Το μπαλκόνι μου είναι γεμάτο στάχτη, δεν το σφουγγαρίζω γιατί μου φαίνεται ασέβεια, ότι δεν έχω πενθήσει αρκετά. Ο Γιώργος Πανόπουλος μας έλεγε χθες στο τουριστό-πληκτο Μοναστηράκι ότι φταίει η κλιματική αλλαγή, εκτός που οι πάγοι που λιώνουν στην Ανταρκτική ελευθερώνουν θανατηφόρο μεθάνιο. Τα έντεκα μποφόρ της πυρκαγιάς την έκαναν να τρέχει με 120 χιλιόμετρα την ώρα. Τα δέντρα είναι πιο ξερά από ότι συνήθως, το χώμα πιο στεγνό, ο αέρας δεν σταματάει πουθενά – συνταγή καταστροφής που την έχω ζήσει στην Θάσο και στην Καβάλα.

Κάποτε είχαμε ένα σπίτι στη Θάσο και βλέπαμε τη φωτιά να κατεβαίνει από το βουνό σαν να κάνει σλάλομ. Η καυτή ζέστη δεν σε άφηνε να ανασάνεις, κι ήμασταν μακριά ακόμα, ή έτσι νομίζαμε.

Ήταν ένα θανατηφόρο καλοκαίρι φέτος. Δεν πρόλαβα να πενθήσω τους φίλους: την Τζέση Παπουτσή, τον Μάνο Αντώναρο, τον Μάνο Ελευθερίου, την Ρίκα Βαγιάννη. Η Τζέση δεν ήταν δικιά μου φίλη αλλά φίλη των αγαπημένων μου. Ο Αντώναρος με είχε φιλοξενήσει σε ένα σπίτι του σε δύσκολες εποχές, μας έκανε να γελάμε ή να σκεφτόμαστε, έβρισκε ένα θετικό πράγμα να πει για τον καθένα. Ο Ελευθερίου είχε ένα σπίτι γεμάτο στίχους, χαρτιά με κατεβατά ολόκληρα σπαρμένα εδώ κι εκεί, μισοτελειωμένα ή ολοκληρωμένα βιβλία και ποιήματα απλωμένα στις καρέκλες που όλο σκόπευε να τα «ξεσκαρτάρει». Αναρωτιέμαι αν το έκανε ή αν ανέλαβε κάποιος άλλος. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να διαβάσω περισσότερα ποιήματα, κείμενα και τραγούδια του, να μαζέψω την «χαρταδούρα», όπως έλεγε.

Με την Ρίκα κάναμε παρέα, και εκπομπή, και παρέα. Πολλά ποτά, πολλά χρόνια, πολλές συζητήσεις που μας έκαναν να νοιώθουμε καλύτερα, πολλές φιλοσοφίες και ακόμα περισσότερες σάχλες. Την ακούω να γελάει, όπως και τον Αντώναρο. Η αγάπη είναι αυτή που κάνει τόσο βαριά την κάθε απώλεια.

Αλλά ενενήντα τέσσερεις νεκροί, συνάνθρωποί μας; Μικρά παιδιά, οικογένειες, παππούδες με εγγονάκια; Τόσοι πολλοί άνθρωποι, σε καιρό ειρήνης; Σε ένα μέρος που όταν πήγα εκεί τα δύο μικρότερα παιδιά μου τον Ιούνιο, όταν τα «παρκάραμε» με την  φίλη μου την Έλση και την κόρη της σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Μάτι, μείναμε ικανοποιημένες και οι δύο μαμάδες που ήταν τόσο ασφαλές.

Ένα σπίτι μέσα στο δάσος, στο Μάτι. Τι μπορεί να πάει στραβά;

Μαζέψαμε τα παιδάκια μας και αδειάσαμε το ωραίο εξοχικό σπίτι, δεκαπέντε μέρες πριν τις φωτιές. Άλλο ένα σοκ από το οποίο δεν έχω συνέλθει ακόμα. Τα πράγματα που αφήσανε τα παιδιά μας στο Μάτι, και που δεν έχουν καμιά σημασία παρά μόνον συμβολική, έγιναν στάχτη. Η στάχτη πετάει σ’ όλη την Αττική και προσγειώνεται στις βεράντες, στα μπαλκόνια και στα ανοιχτά μας παράθυρα.

Γι αυτό δεν μπορώ να γράψω κάτι ανεβαστικό, όχι ακόμα. Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι όμορφη, ήρεμη, ξεκούραστη, άδεια. Αλλά φέτος είναι γεμάτη στάχτη και σέρνει μια θλίψη που θα κάνει καιρό να ξεχαστεί. Ή μάλλον, δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ.