Life in Athens

Ιnner City

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 241
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ζωή ανάµεσα στα κτίρια έχει µεγαλύτερη σηµασία από την αρχιτεκτονική των κτιρίων  

Όποιος ασχολείται µε το life-style –το shopping, την ψυχαγωγία (η Αθήνα θεωρείται fun-city)– δεν βλέπει τι συµβαίνει: ξεµυτίζει τα µεσάνυχτα, κατεβαίνει στην Παραλιακή, κάνει clubbing· κυκλοφορεί σε προστατευµένους θύλακες· συχνάζει σε οικεία στέκια· οδηγεί ιδιωτικό αυτοκίνητο, δεν έρχεται σε επαφή µε «τους άλλους». ∆εν αντιλαµβάνεται ότι η Αθήνα είναι µια πόλη ανάπηρη. Κι αν το υποψιάζεται, ίσως πιστεύει ότι όλες οι µεγαλουπόλεις είναι παρόµοιες, κι ότι η Αθήνα διαφοροποιείται προς το καλύτερο επειδή «ξενυχτάει». The city that never sleeps: η µυθολογία του  Έλληνα επαρχιώτη. Ωστόσο, η Αθήνα αποτελεί ένα πρόβληµα, όπως όλες, σχεδόν, οι ελληνικές οντότητες: µολονότι πρόκειται για δήµο ενός εκατοµµυρίου κατοίκων (στους οποίους προστίθενται 200.000 µετανάστες, το πολύ), αντιστέκεται στη διαχείριση: πράγµα που θα πρέπει να εγείρει ερωτήµατα γύρω από το µυαλό και τις προθέσεις των διαχειριστών της.

Αντιθέτως από όσα εκφράζουν οι λαϊκές σοφίες –«το ψάρι απ’ το κεφάλι βρoµάει» κ.τ.λ.– το βρoµερό «ψάρι» είµαστε όλοι: οι καταστροφείς του περιβάλλοντός µας και οι ψηφοφόροι ανίκανων ή/και κακόβουλων πολιτικών. Ο κάθε Έλληνας κρύβει –ή δεν κρύβει– µέσα του έναν βάνδαλο, έναν καταπατητή, έναν µικροκερδοσκόπο. Ακόµα και οι φτωχές «µάζες» –όπως συνηθίζουµε να λέµε– που παρασύρθηκαν στη διαµόρφωση µιας επείγουσας πόλης, ευθύνονται για την ασχήµια µέσα στην οποία ζουν. Αν οι  Έλληνες θέλουν να ενηλικιωθούν, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η φτωχολογιά δεν έχει πάντα δίκιο κι ότι πολλές από τις πληγές µας οφείλονται στη συλλογική βλακεία, την αµορφωσιά και στα εθνικά µας χαρακτηριστικά. Ένα από τα οποία φαίνεται να είναι η αδυναµία συγκρότησης συγκεκριµένου πολιτικού λόγου: ως πολίτες είµαστε προγλωσσικοί· τα αιτήµατά µας ακούγονται αφηρηµένα (τι σηµαίνει, για παράδειγµα, «όχι στην αντι-λαϊκή πολιτική»; Τι σηµαίνει ακριβώς «όχι στην αστυνοµοκρατία;»), επαναληπτικά, χωρίς φαντασία, µισερά και, όχι σπάνια, γεµάτα µίσος. Το µίσος –«ταξικό» και άλλο– δεν οδηγεί πουθενά.

Η σηµερινή Αθήνα –το λεκανοπέδιο– διαµορφώθηκε µε βάση τη συσσώρευση φτηνού εργατικού δυναµικού και την εµπορία και υπερεκµετάλλευση της γης. Η ανάγκη γρήγορης στέγασης των εσωτερικών µεταναστών και των προσφύγων προκάλεσε την αυθαίρετη πολεοδοµική ανάπτυξη, τη γενίκευση του συστήµατος των αντιπαροχών, τη χωρίς όρια εκτίναξη των συντελεστών δόµησης και δηµιούργησε προβλήµατα υποδοµής, κυκλοφοριακό χάος, καταστροφή των παραδοσιακών κτισµάτων. Οι καινούργιες ανάγκες των µεταφορών καλύφτηκαν όπως-όπως µε λειψό «ακτινωτό» δίκτυο δηµόσιων συγκοινωνιών και µε την πριµοδότηση των ιδιωτικών αυτοκινήτων που συµβάλλουν στα κρατικά έσοδα: φορολογία αυτοκινήτων, καυσίµων, ελαστικών, ανταλλακτικών. Οι εξουσίες ωφελούνται από την υπερκατανάλωση ιδιωτικών αυτοκινήτων: κι όµως πρόκειται για ένα από τα σοβαρότερα προβλήµατα της Αθήνας, που επισύρει τη ρύπανση, τη βραδύτητα των µετακινήσεων και τη νοσηρή συλλογική ψυχολογία.

Η κοινωνική διαίρεση και η «ζωνοποίηση» των µέσων µεταφοράς συνοδεύονται παντού από άµετρη χρησιµοποίηση των ιδιωτικών αυτοκινήτων, συµβόλων τής εν µια νυκτί µικροαστικοποίησης. Στο Μέξικο Σίτι, που επιζεί µε προϋπολογισµό µιας πόλης ενός εκατοµµυρίου, ζουν έξι εκατοµµύρια στην εσώτερη πόλη και εφτά στην προαστιακή περιοχή, ενώ κυκλοφορούν τρία εκατοµµύρια τροχοφόρα. Τα τροχοφόρα και όχι τα 16.000 εργοστάσια της βιοµηχανικής ζώνης ευθύνονται και για τη µη αναστρέψιµη µόλυνση, πρόβληµα που το Μέξικο Σίτι µοιράζεται µε όλες ανεξαιρέτως τις µεγαλουπόλεις του Τρίτου Κόσµου, καθώς και µε την Αθήνα. Οι πόλεις του λεγόµενου αναπτυγµένου κόσµου έχουν ήδη βρει λύσεις σ’ αυτά τα ζητήµατα: έχει παρέλθει η εποχή που η αστική κρίση µάστιζε τον δυτικό κόσµο κι όπου τµήµατα των «δυναµικών» µεγαλουπόλεων µεταµορφώνονταν σε αστικές ερήµους. Η Αθήνα φαίνεται να ζει τη δεκαετία του ’70 των δυτικών πόλεων: την εποχή όπου οι εσώτερες πόλεις άδειαζαν και όπου παρατηρούνταν έξοδος προς στα προάστια, µε αποτέλεσµα νέες µορφές φυλετικού και ταξικού διαχωρισµού. 

Ποιος επωφελείται από αυτή την υποβάθµιση του δήµου της Αθήνας; Από το γεγονός, λόγου χάρη, ότι τα σχολεία του κέντρου απευθύνονται αποκλειστικά σε (πολύ) χαµηλά εισοδήµατα και (πολύ) χαµηλές φιλοδοξίες; Ή από το ότι πληθαίνουν τα εγκαταλελειµµένα κτίρια και αυξάνεται ο πληθυσµός των άθλιων ξενοδοχείων; Ποιος ωφελείται από την αταξία και τη βρoµιά; Γιατί, λόγου χάρη, δεν εφαρµόζονται οι νόµοι περί παιδικής εργασίας; Στα µπαρ του κέντρου ξενυχτάνε παιδάκια που πουλάνε αναπτήρες και χαρτοµάντιλα: υπάρχει σχετική νοµοθεσία, όχι; Έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη και το πανεπιστήµιο, στην Πατησίων και στην Κυψέλη, πουλιούνται κινέζικα προϊόντα: και γι’ αυτό υπάρχει σχετική νοµοθεσία. Στο κέντρο της Αθήνας (καθώς και στα «παλλόµενα» προάστια) επικρατεί το δίκαιο της µαφίας: τα µαγαζιά και τα κέντρα διασκέδασης προστατεύονται από συµµορίες. Τέλος, το κέντρο της Αθήνας βρίσκεται στα χέρια των µπαχαλάκηδων, που συνιστούν τοπικό φαινόµενο το οποίο δεν έχει αναλυθεί όπως θα όφειλε, εξαιτίας τόσο του ρόλου των µέσων ενηµέρωσης (κιτρινισµός, καταστροφολογία, κολακεία του µικροαστού), όσο και των «πολιτικώς ορθών» που φοβούνται να µη θίξουν την αριστερά, τους αριστεριστές και τους αντι-εξουσιαστές.

Προφανώς το σχέδιο έχει ως εξής – αν υπάρχει σχέδιο: να κατρακυλήσουν οι τιµές των ακινήτων στο κέντρο, να εκδιωχθούν οι κάτοικοι, να καταφθάσουν οι µεγάλοι µεσίτες και να αγοράσουν µισοτιµής ό,τι βρουν µε σκοπό να το µεταπουλήσουν όταν αποφασιστεί η ανάπλαση. Η ανάπλαση είναι εύκολη: εφαρµογή µέτρων κοινής λογικής· εφαρµογή της προαναφερθείσας νοµοθεσίας µε σκοπό γειτονιές µε ποικίλη σύνθεση (εργασία, κατοικία) που να περπατιούνται· µείωση του χρόνου που σπαταλούν οι πολίτες στα µέσα µεταφοράς, αύξηση των φτηνών κατοικιών, συντήρηση των ιστορικών κτιρίων, ασφάλεια των δρόµων, «πράσινη» δόµηση, αξιοποίηση των εγκαταλελειµµένων οικοπέδων και κτισµάτων· ενθάρρυνση της ζωής ανάµεσα στα κτίρια. 

Η ζωή ανάµεσα στα κτίρια έχει µεγαλύτερη σηµασία από την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Όσο ευκολότερα µπορείς να καθίσεις και να σταθείς, τόσο φιλικότερη και πιο επιτυχηµένη είναι η πόλη. Σε µια φιλική πόλη υπάρχουν στοιχεία πάνω στα οποία ο πολίτης ακουµπάει, καθώς και στοιχεία πάνω στα οποία µοιάζει φυσιολογικό να κάθεται. Πού µπορεί να σταθεί κανείς και πού να καθίσει: όπου υπάρχουν άλλοι άνθρωποι (ο πολίτης δεν κάθεται µόνος σ’ έναν αχανή χώρο)· όπου η πλάτη του µοιάζει προστατευµένη (δεν νιώθει «εκτεθειµένος»)· όπου έχει κάποια θέα· όπου, συχνά, υπάρχει δυνατότητα να ακουµπήσει τους αγκώνες του ή τις ηµερήσιες αποσκευές του (τσάντα, ψώνια). Φιλική και επιτυχηµένη πόλη είναι εκείνη στην οποία εκτυλίσσονται «σκηνές δρόµου»: πεζοί διασταυρώνονται στο πεζοδρόµιο· παιδιά παίζουν µπροστά στις πόρτες των κατοικιών· ο ταχυδρόµος µοιράζει τα γράµµατα: υπό αυτή την έννοια, οι µεγάλες εκτάσεις δεν έχουν καµιά χρησιµότητα για τους πεζούς· απλώς «βρίσκονται εκεί»· αδρανούν. Η ζωή της πόλης βασίζεται στην αλληλεπίδραση των ανθρώπων µεταξύ τους και των ανθρώπων µε τα κτίρια. Κάτι πρέπει να συµβαίνει διαρκώς. ∆εν συµβαίνει τίποτα όταν δεν συµβαίνει τίποτα. Εξάλλου, µια από τις αιτίες της αστυφιλίας είναι η αναζήτηση ενός χώρου όπου «κάτι» συµβαίνει.

Και, για µια ακόµα φορά, αντίθετα µε ό,τι πιστεύει ο µέσος πολίτης, οι στενοί δρόµοι είναι θετικό στοιχείο: αρκεί να χρησιµοποιούνται ως «στενοί» δρόµοι, πράγµα που σηµαίνει µικρή ή µηδαµινή κυκλοφορία τροχοφόρων· µικρά καταστήµατα· µικρές προθήκες. Οι µεγάλες, οµοιόµορφες προσόψεις των κτιρίων καταλήγουν σε αδιάφορες και πληκτικές πόλεις (όπως η Βόννη, όπως το Έσσεν)· οι πεζοί δεν σταµατούν έξω από τράπεζες ή προθήκες υψηλού γοήτρου: για παράδειγµα, η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας δεν «περπατιέται» µολονότι έχει ενδιαφέροντα κτίρια· αποτελεί χώρο «µεταβατικό». Τέλος, σε τι χρησιµεύουν οι τόσες εκκλησίες; Γιατί οι πιστοί δεν προσεύχονται στο σπίτι τους; Τι θα συνέβαινε αν οι µισές µετατρέπονταν σε δηµόσια σχολεία; Ή σε πάρκα;

Όσο περισσότερο χρόνο έξω από το σπίτι περνούν οι κάτοικοι µιας πόλης, τόσο συχνότερα συναντιούνται και τόσο περισσότερο µιλούν µεταξύ τους. Ακόµα και υπό αυτή την έννοια η ανάπλαση στην Αθήνα είναι εύκολη: το κλίµα την ευνοεί. Η ποιότητα της ζωής στην πόλη είναι συνάρτηση της ποιότητας των επαφών: παθητικές (µη-ενεργητικές επαφές), τυχαίες επαφές, γνωριµίες, φιλίες, στενές φιλίες. Μια κυρία απευθύνεται στο µωρό µιας άλλης, σκύβοντας πάνω από το καρότσι: «Τι γλυκούλι που είναι!» Και: «Πώς σε λένε;»· δυο ηλικιωµένοι πιάνουν κουβέντα στο παγκάκι: «Πάντα την ίδια ώρα έρχεστε; Είστε για µια παρτίδα τάβλι;»· παιδιά παίζουν µαζί στο πάρκο· έφηβοι µε ποδήλατα και scateboards συναντιούνται στην πλατεία. Οι δραστηριότητες, τα γεγονότα στην πόλη γίνονται θέαµα: ένα εργοτάξιο, ένα χαλασµένο αυτοκίνητο στη µέση του δρόµου, ένα ατύχηµα· µια ουρά αναµονής («Μα, τι περιµένουν όλοι αυτοί;»)· µια καλλιτεχνική παράσταση γύρω από ένα σιντριβάνι.  

Εικόνα του  Λέανδρου  από το 13ο διεθνές φεστιβάλ κόµικ