Life in Athens

Δρόμοι που δεν μεγάλωσαν...

Όχι για να γίνουν λεωφόροι...

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 248
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όχι για να γίνουν λεωφόροι ή ξενόγλωσσοι, όπως η Tragana Intersection π.χ., αλλά που δεν μεγάλωσαν να γίνουν δρόμοι κανονικοί κι έμειναν κάπως αναποφάσιστοι μέσα στην πόλη. (Μα τι λέω, το άτομο…)

Υπάρχουν ορισμένες φράσεις που κάνουν το μάτι σου να γυρίζει – το «οδηγήθηκε σε δρόμους σκοτεινούς», ας πούμε, είναι μια τέτοια κλισεδούρα. Και καλά όταν το λένε για καλλιτέχνες, που είναι νούμερα έτσι κι αλλιώς κι όπου κι αν οδηγηθούνε δεν πρόκειται να ιδρώσει κανείς: όταν στο λένε για ένα σεφ, αναρωτιέσαι τι να υποθέσεις. Ο σεφ σε δρόμους σκοτεινούς; Με τα μπρόκολα; Με κάτι πονηρά φιλέτα; Έκανε kinky πειράματα με την καβουρόψιχα; Πόσο σκοτεινοί μπορεί να ’ναι οι δρόμοι που περνάνε μέσα από μια κουζίνα;

Δεν αναφέρομαι σε «δρόμους σκοτεινούς» λοιπόν, παρά σε κάτι δρόμους πολύ λοξούς, ανηφορο-κατηφορικούς, απροσδιόριστους, με μίνι πεζοδρόμια που κάποιος τα σκάρωσε από το τίποτα και με μια ατμόσφαιρα πάρα πολύ ουδέτερη που δεν θυμίζει ούτε Νέα Υόρκη ούτε Νέο Δελχί (ούτε καν παλιό). Τους βρίσκεις σε διάφορες περιοχές της Αθήνας οι οποίες δεν είναι γειτονιές και, μεταξύ μας, δύσκολα τις λες «περιοχές»: είναι ανάμεσα στο Νέο Ψυχικό και Ελληνορώσων, ή ανάμεσα στο Παγκράτι και το Πίσω-από-το-Χίλτον. Ανάμεσα από τον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών και τα Πατήσια, Άνω ή Κάτω. Στα μέρη που βρίσκονται «ανάμεσα» υπάρχουν τέτοιοι δρόμοι ξεχασμένοι απ’ τον Θεό, με σκονισμένα συνεργεία αυτοκινήτων, βιτρίνες που διαφημίζουν εξοπλισμό οίκων ευγηρίας, ψιλικατζίδικα με επιγραφές ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑΤΣΙΓΑΡΑΚΑΣΕΤΕΣ, σνακ μπαρ με λαδωμένα τζάμια λες και τα καθαρίζουν με τυρόπιτες και κάτι καφενεία-ουζερί για τα οποία δεν πρόκειται να γράψει κανένας ποτέ, ούτε καν εγώ. Σε τέτοιους στραβοχυμένους δρόμους βρίσκεις τηλεφωνικά κέντρα με αραβοειδείς επιγραφές δίπλα σε χαμηλοτάβανα κομμωτήρια με ξεθωριασμένες φωτογραφίες μοντέλων από κατάλογους σαμπουάν. Και γραφεία τελετών. Και εισόδους πολυκατοικιών που μυρίζουνε πάντα λάχανο, ακόμα και όταν το λάχανο είναι εκτός σεζόν. Και σε πιάνει κατάθλιψη. Μα γιατί αυτοί οι δρόμοι έμειναν έτσι στο «σχεδόν»; Γιατί τους έφαγε η κουλή ρυμοτομία της πόλης;

Γενικά θέλεις κάτι πιο glamorous – αν δεν το ήθελες (αγαπητέ αναγνώστη) δεν θα γέμιζαν οι πλατείες με κόσμο και κοσμάκη που πίνει καφέδες μέχρι να του βγουν απ’ τη μύτη. Επειδή πάω με τα πόδια κάθε πρωί στη ΝΕΤ αυτή την εποχή, και περνάω συνέχεια από υποανάπτυκτους δρόμους, εκτιμάω όλο και περισσότερο την γκλαμουριά της οποιασδήποτε πλατείας: οι τζαμαρίες είναι καθαρές, οι βιτρίνες φωτίζονται, οι επιγραφές δεν είναι ανορθόγραφες. Υπάρχουν Γρηγόρηδες, Everest, Goody’s, Starbucks, Appleby’s, Friday’s, Pizza Huts και καφετέριες με ζωηρά χρώματα, ακόμα-ακόμα και ντιζαϊνάτες.

Έχουν μια λογική τελικά όλα αυτά – διώχνουν την αστική κατάθλιψη, γιατί άντε να σηκώσεις κεφάλι σε μια πόλη αν ΟΛΟΙ οι δρόμοι έμεναν λειψοί και δεν κατάφερναν ποτέ να ολοκληρωθούνε, σαν δρόμοι…

Πήγα για καφέ στον Φάρο (Ψυχικού) δύο Σάββατα κολλητά, επειδή έπηξα στο δρόμο με λευκά είδη εξοπλισμό νοσοκομείων. Στο Φάρο υπάρχουν χάι μαγαζιά, ακόμα κι ένας χάι μανάβης που πουλάει τα ακριβότερα μπρόκολα της υφηλίου, παρέα με ινδοκάρυδα και με αυτά τα καραφλά φρουτάκια που θα ήταν ανήθικα αν είχανε και τρίχες απάνω τους. Καθίσαμε στο “Sotton”, που με καλό καιρό είναι τέλειο (σι-θρου) αλλά το χειμώνα έχει σόμπες για να ξεχνάς ότι μπάζει (σι-θρου, λέμε) στο εξωστρεφές κομμάτι του (υπαίθριο). Είναι λιγότερο fake από άλλες καφετέριες του Φάρου και τα γκαρσόνια του είναι κανονικά παλικάρια, που θα μπορούσαν άνετα να βρούνε δουλειά από Μπουρνάζι μέχρι Κολωνάκι. Επίσης είναι φτηνότερη από άλλες καφετέριες του Φάρου των οποίων τα γκαρσόνια θα δούλευαν κανονικά στη Νάσα, αλλά έχε χάρη.

Το βράδυ πήγαμε για φαΐ στον «Μαγεμένο Αυλό». Εκατό χρόνια πριν έτρωγε εκεί ο Μάνος Χατζιδάκις και το μενού διατηρεί την παραδοσιακή ελληνο-continental διάθεση που είχε και τότε. Η Άννα Φόνσου, λεπτή και νόστιμη όπως πάντα, καθόταν σε διπλανό τραπέζι αλλά ντράπηκα να της μιλήσω (κι έπρεπε να γυρίσω σπίτι να θηλάσω, δεν κάνω πλάκα). Το φαγητό ήταν άψογο, το μουσικο-τραγουδιστικό ντουέτο πατέρας-γιος έλεγε παλιά τραγούδια και ήταν ακόμα πιο άψογο. Οι τιμές ήταν λογικές (40 ευρώ). Τους ζαλίσαμε τον έρωτα επειδή αλλάξαμε τρεις φορές τραπέζι, δεν ξέραμε τι να φάμε και είμασταν αναποφάσιστοι γενικά, αλλά είπα να το σώσω αφήνοντας καλό πουρμπουάρ… το οποίο η παρέα μου πήρε φεύγοντας, τηγανισμένη μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα. Συφιλιάστηκα την άλλη μέρα που μου το είπανε, αλλά αυτά παθαίνεις όταν φύγεις νωρίς για να πας άρον-άρον σπίτι σου να θηλάσεις δίδυμα. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί μου την έσπασε τόσο πολύ το πουρμπουάρ ήρθε-κι-έφυγε: ήθελα να κάνω χάι κίνηση για να ξεχάσω τους ημιτελείς υποανάπτυκτους δρόμους των περιοχών που δεν είναι περιοχές και τελικά δεν μου βγήκε. Πράγμα που με πήγε σε δρόμους σκοτεινούς… και σιχτίριζα ένα τέταρτο μέχρι να ξαναβγώ σε ξέφωτο. Που λέει ο λόγος…


Sotton, Σολωμού 4-6, Ν. Ψυχικό

Μαγεμένος Αυλός, Αμύντα 4, Παγκράτι, 2107223195