Life in Athens

Αθήνα: οι ασαφείς λεπτομέρειες επτά ημερών

Με το κεφάλι στο τζάμι

Χρύσα Φωτοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 555
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις τελευταίες σελίδες ενός πράσινου τετραδίου. Εκεί γράφτηκαν τα παρακάτω, στη διαδρομή μου για το Πήλιο. Στο τέρμα, με περίμενε ο Γιώργος και η φύση. Αλλά αρκεί και μόνος του ο Γιώργος. Γιατί θέλω για μια ολόκληρη βδομάδα να συμφωνώ, να χαίρομαι και να ζεσταίνομαι, επειδή κάποιος άλλος το θεωρεί απαραίτητο.


Δευτέρα, 11 Γενάρη 2016

Γιάννης. Στο «Νεάπολις». Έχω ξεχάσει το δώρο του στο 054 λεωφορείο. Το «Υ.Γ.» του Μανώλη Αναγνωστάκη κι ένα πλέιμομπιλ. Η μέρα μισή-μισή. Δεν είναι ξεκάθαρα φιλική, αλλά κι εμείς άνισοι είμαστε, άρτζι μπούρτζι. Τα Εξάρχεια, κάθε φορά, θα σε φέρνουν στους χειμώνες των 22 χρόνων με τέτοια πειστικότητα που θα περπατάς στην Μπενάκη και θα πέφτουν από τις τσέπες σου φοιτητικά εισιτήρια και χαρτάκια με «sos». Τρώμε κάτι που έχει γεύση λεμονιού. «Την άνοιξη να ξεκινήσεις τις φωτογραφίσεις σου από εδώ». «Γιατί;» «Γιατί έχει πολλές νερατζιές και κάπου είδα και αμυγδαλιές». «Εντάξει, Έλλη».

image

Εγώ αυτό το φως ψάχνω. Ακόμη και την νύχτα. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

Τρίτη, 12 Γενάρη 2016

Αλεξάνδρα. Στο σπίτι της, στο Κουκάκι. Κοιτάζω με τον Μήτσο (τον άσπρο, τον τεριέ σκύλο) ό,τι υπάρχει έξω. Το μπαλκόνι της Ευτυχίας με τα στολισμένα έλατα (ακόμη), το ψιλικατζίδικο του Πέτρου, τον Νίκο, που γράφει ξαπλωμένος σε ένα γκρι λάπτοπ, φορώντας ακουστικά και πιζάμες. Αγκαλιάζω τον Μήτσο, η Αλεξάνδρα διορθώνει κάτι γραπτά μαθηματικών. Θέλω να πιάσουμε κουβέντα για το ανεμοδαρμένο σκηνικό και τα τηλέφωνα που δεν χτυπάνε και τα μηνύματα που δεν διαβάζονται, αλλά οκ. Με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Στην τηλεόραση «Η κάλπικη λίρα». Ας μου στείλει «κι εγώ σ’ αγαπώ». Υ.Γ. Οι άλλοι είναι στον «Λωλό».

Τετάρτη, 13 Γενάρη 2016

Έλενα. Ακαδημίας. Περπατάω γρήγορα. Πάλι αργοπορημένη. Στη γωνία με την Ασκληπιού, νιώθω κάποιον να μου τραβάει το παλτό. Είναι ένα παιδί. Ένα κορίτσι 6-7 χρόνων, με παντόφλες και φόρμες μεγάλου ανθρώπου. «Και πεινάω και διψάω». «Δώσε μου το χέρι σου». Πάμε μαζί μέχρι το φούρνο. Γάλα κι ένα τοστ. «Θέλω και καλαμάκι». Καθόμαστε σε ένα από τα τραπεζάκια. «Με λένε Έλενα και θέλω και ψωμί για μετά». Της χαρίζω και το σκουφί μου. Δε θέλει τίποτε άλλο, μόνο να την πάω πίσω στη γωνία με την Ασκληπιού. Το κάνω. Την υπόλοιπη μέρα ζυγίζω τη συναίσθησή μου. Τρίβω τα μάτια μου και τρέχει αίμα. Η τιμωρία μου για το νοιάξιμο που παρέχω από το αποστασιοποιημένο ταμπούρι μου. Ένα παιδί, δύο παιδιά, εκατομμύρια παιδιά στη γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού.

image

«Μα σ’ αγαπώ βρέχει δεν βρέχει...» (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

Πέμπτη, 14 Γενάρη 2016

Μαρία. Μετς. Στην «Οντεόν». Ελληνικός καφές και λουκούμι. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας η παχουλή, γνωστή γάτα. Είμαι αλλεργική, πιάνουμε το τραπέζι της γωνίας. Η Μάρκου Μουσούρου είναι ο πλέον ανήλικος δρόμος της Αθήνας. Όπου και να κοιτάξεις, ξεφυτρώνει ένα σπίτι με αυλή και έπιπλα φερ φορζέ, ένα μπακάλικο με χύμα προϊόντα, κάποιο κομμάτι της Ακρόπολης, ο Φοίβος, το ωραίο αγόρι, που οδηγεί πάντα φορώντας κράνος και παρκάρει στη γωνία με την Αρδηττού. «Αν ήμασταν τώρα στην ασπρόμαυρη Αθήνα του 1960, θα ήθελα να μένω εδώ. Και το σπιτάκι μου να έχει και στριφογυριστή σκάλα». Η Μαρία λύνει ασκήσεις στατιστικής, αλλά με προσέχει. «Είν’ η αγάπη χίμαιρα που κυβερνά τα νιάτα με όνειρα εφήμερα χρυσούς καπνούς γεμάτα». Αττίκ από τη διπλανή παρέα. Youtube.

Παρασκευή, 15 Γενάρη 2016

Νίκος. «Κανάρια». Στον Κεραμεικό πάμε μόνο μαζί. Μιλήσαμε για τα πάντα, από τα καναρίνια, που λέγεται ότι είχε ο πρώτος ιδιοκτήτης του καφενείου, μέχρι τη βροντερή Έτα Τζέιμς. Του αρέσουν οι βροντερές νέγρες του Νίκου. Στο φόντο μας, κορίτσια και αγόρια, από 15-100. Τεράστιες συζητήσεις γύρω από ένα τραπέζι, που, αν δεν ήταν στον Κεραμεικό, θα ήταν σίγουρα στις παραδοσιακές κοιτίδες του Μικρού Χωριού, ας πούμε. «Δεν ξέρω αν μπορώ να ζήσω μακριά από την Αθήνα» μου λέει. Θέλω να του τραγουδήσω «I don’t want you to be no slave, I don’t want you to work all day, I don’t want you to be true, I just want to make love to you», αλλά το παίρνει το ποτάμι. Την επόμενη φοράς ίσως...

image

Ένα σημείο της πόλης που νιώθεις συγγενής με όλους (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

Σάββατο, 16 Γενάρη 2016

Στεφανία. Κοντά στην οδό Θεωρίας, στην Πλάκα, σε ένα πλάτωμα, που μύριζε σταφύλι, παρά το κρύο. Είναι βράδυ κι εμείς φτάσαμε ως εκεί για να πούμε κάτι άλλο, να δούμε κάτι άλλο, να ξεχαστεί λίγο η Στεφανία. Λίγες ώρες πριν, η γιαγιά της «γινόταν αέρας». Οι γιαγιάδες και οι παππούδες, το έχουμε ξαναπεί, όταν «φεύγουν», έχουν ήδη πει το πρώτο και μεγάλο ψέμα της ζωής τους σε μας, που τους λατρέψαμε σαν να τους φτιάξαμε με τα χέρια μας και δικά μας υλικά. Φεύγοντας μας παίρνουν την παντοδυναμία του «για πάντα» κι ένα κομμάτι από τα γκρεμισμένα, παιδικά μας γόνατα. Φεύγει μαζί τους κι εκείνο το πρωτόγνωρο νοιάξιμο, να είσαι τριάντα και ένας άνθρωπος να ρωτάει αν φοράς μπουφάν με κουκούλα «γιατί κυκλοφορεί γρίπη, όχι αστεία». Στην οδό Θεωρίας τα είπαμε αυτά. Κι άλλα. Και η Στεφανία δεν ήθελε να γυρίσουμε πίσω.

Κυριακή, 17 Γενάρη 2016

Μαμά. Στον «Κρίνο». Αιόλου. Κρύο. Με τη ζέστη της μαμάς όμως, που είχα να νιώσω πέντε μήνες. Τρώμε, εννοείται, λουκουμάδες, εννοείται με μέλι, εννοείται λερώνομαι, εννοείται μου κάνει παρατήρηση. «Τρώγε πιο αργά. Δε στους παίρνει κανείς». Της αφηγούμαι γεγονότα με λεπτομέρειες, όσες δεν σηκώνει ούτε το τηλέφωνο, ούτε το σκάιπ. «Σε αισθάνομαι κάπως κουρασμένη». «Κάνεις λάθος» της απαντώ, «είμαι πιο δυνατή από ποτέ». Κάνει «χμ», παραγγέλνει ελληνικό καφέ. Πίνει δυο γουλιές και αμέσως βγάζει από την τσάντα της τη φωτογραφία με εμένα, την ίδια και τον μπαμπά, έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. «Γιατί μου τη δείχνεις;» «Μετά τη βόλτα στο Μουσείο, είχαμε έρθει εδώ, στον Κρίνο. Παράγγειλες σκέτο μέλι, χωρίς κουτάλι κιόλας». Ήμουν μόνο 6. Δε θυμάμαι το περιστατικό, θυμάμαι μόνο ότι ο «Κρίνος» ήταν γεμάτος από παππούδες με τραγιάσκες, που έμοιαζαν μεταξύ τους. Τους φώναζα «γεια σου, παππού!» και γελούσαν σαν καρτούν. Η Κυριακή εκείνη (του 2016, με τη μαμά) ήταν αλλιώς. Ήταν σχεδόν καθημερινή κι αυτό επειδή η μαμά πάντα έχει τον τρόπο να μεταποιεί τα καθιερωμένα. Μέχρι και η Αιόλου είχε γάζες στις πληγές της. #Μαμά

image

Δεν υπάρχει στενάκι χωρίς έκπληξη. Άγραφος αθηναϊκός νόμος. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

To χρώμα για να φανεί θέλει γκρι φόντο και οι κόκκινες ομπρέλες υπάρχουν και χωρίς βροχή. Κέντρο Αθήνας. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

Τι ωραίοι είναι οι δρόμοι που απέχουν μια ανάσα από τον βράχο. Αξίωμα. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

Την Κυριακή πάντα κάτι εκκρεμεί, αλλά και πάντα κάτι ολοκληρώνεται. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

Είναι αρκετές φορές που σκέφτομαι ότι τα πάντα είναι δυνατά. (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

«Με το λίγο μπορώ να ζήσω, το πολύ δεν μου φτάνει». (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)

image

Αλεξάνδρα και Χρύσα. Μας «τράβηξε» ο Γιώργος γιατί του αρέσαμε.


*Το κείμενο αφιερώνεται στην παρέα της Μάρκου Μουσούρου


Κεντρική φωτό: Το ζευγάρι στη μέση ακούει το «Think» της Aretha Franklin. #Αθήνα (Φωτό: Μιχάλης Κουλιέρης)