Life in Athens

Το δικό μου Ηράκλειο

Βόλτα με τον Γιάννη Λεουνάκη

Δήμητρα Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 380
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Διάλεξα ένα σπίτι που “κοιτάζει” το τρένο από ψηλά, έτσι ώστε να μπορώ να το βλέπω συνέχεια. Μπορεί να φαίνεται χαζορομαντικό αλλά δεν μπορώ πια να φύγω από δω». Καθόμαστε στην κάτω πλευρά του ηλεκτρικού σταθμού – την τελευταία δεκαετία νέα στέκια έχουν φέρει κόσμο στην κάτω πλευρά του Ηρακλείου όπου μέχρι πρότινος δεν συνέβαιναν και πολλά. Ο Γιάννης κρατάει στην αγκαλιά του το σκυλάκι του τον Iggy (από το Iggy Pop) και μου μιλάει για την ιδιομορφία της περιοχής – το τρένο που σκίζει το Δήμο στα δύο.

«Παλιά η ζωή όλου του Ηρακλείου εκτυλισσόταν στην πάνω πλατεία, πριν ακόμα πάρει την τσιμεντοποιημένη μορφή που έχει σήμερα. Η πεζοδρόμηση το 2004 εκατέρωθεν του σταθμού πρόσθεσε πολύ μπετόν κι αύξησε την κυκλοφορία αντί να την αποσυμφορήσει. Οι πεζόδρομοι και τα απαγορευτικά δεν λειτουργούν, όλοι τα καταχρώνται. Εγώ την πλατεία την ήθελα γραφική όπως όταν ήμουν πιτσιρικάς κι ήταν το σημείο αναφοράς για τις δραστηριότητές μας αλλά και για τις παρέες από Μαρούσι, Χαλάνδρι, Νέα Ιωνία, Πευκάκια και Περισσό. Στα τέλη του ’70 το πολύ ξύλο για την κυριότητα της πλατείας έπεφτε ανάμεσα σε καρεκλάδες και ροκάδες».

Από το 1976 ως το 1979 δήμαρχος της περιοχής ήταν ο Γιώργος Γρηγοριάδης (πατέρας του ηθοποιού Κλέωνα Γρηγοριάδη), ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού, ένας από τους πιο γνωστούς χειρούργους του Ηρακλείου κι φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης (η συλλογή του περιλαμβάνει έργα του Θεόφιλου, του Ιακωβίδη, του Παρθένη κ.ά.). Πριν από ένα μήνα, ο πολυσχιδής αυτός άνθρωπος εγκαινίασε την «Πινακοθήκη Γρηγοριάδη» στην οδό Μαρίνου Αντύπα 18 (αυτή την περίοδο φιλοξενεί έκθεση ζωγραφικής με έργα του Γιάννη Βαλαβανίδη). Πίσω, στην κεντρική… μπετονένια πλατεία, οι περαστικοί αντικρίζουν σήμερα ένα κιτς άγαλμα του Κολοκοτρώνη και την πιτσιρικαρία να εξασκείται με πάθος στο skate. Σταθερό σημείο πάντως υπεροχής είναι τα δέντρα κατά μήκος των δρόμων, με άφθονα πεύκα και νεραντζιές ανάμεσά τους.

Όσο για τους κατοίκους αγγίζουν τις 60.000. «Τα τελευταία χρόνια προτίμησε το Ηράκλειο πολύς κόσμος που ήθελε να φύγει από το κέντρο αλλά ταυτόχρονα ήθελε να μεταβαίνει εύκολα σε αυτό μέσω του τρένου. Κάποια στιγμή τα ενοίκια έπιασαν ταβάνι, δεν έβρισκες ξενοίκιαστο σπίτι με τίποτα. Τώρα λόγω κρίσης τα πράγματα λογίκεψαν». Οι αναμνήσεις τον φέρνουν ξανά στα 80s. Μου μιλάει για την κατάληψη στη Βίλλα Στέλλα (σημερινό Πνευματικό Κέντρο). Το 198ο η παρέα της πλατείας μπήκε στο ακατοίκητο, καλοσυντηρημένο νεοκλασικό φέρνοντας βιβλία, σκάκι και μουσικές.

«Το χειμώνα δεν μπορούσαμε να αράζουμε στην πλατεία. Στις καφετέριες επίσης δεν πηγαίναμε και γιατί δεν ήμασταν γενιά της κατανάλωσης στη διασκέδαση αλλά και γιατί για να κάτσουμε τις ώρες που θέλαμε εμείς έπρεπε να παραγγείλουμε τουλάχιστον 2-3 πράγματα και λεφτά δεν έπαιζαν. Είχαμε ανάγκη από ένα στέκι, να υπάρχουμε κάπου. Την πρώτη μέρα της κατάληψης ήρθε κι ο Άσιμος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Μερικές μέρες μετά ήρθε ο Δήμος και γκρέμισε το πάτωμα της Βίλλας για να μας διώξουν. Η απάντησή μας; Νέα κατάληψη στην Καθολική Σχολή δίπλα από το 1ο Λύκειο. Εκεί ήρθε ο Σαββόπουλος να μας επισκεφτεί και του λέει κάποιος από την παρέα “μας έδωσες πολλά, τώρα δεν έχεις τίποτα να μας πεις, σήκω και φύγε”. Διαλύθηκε κι αυτή η κατάληψη μετά από μερικές ημέρες από τα ΜΑΤ κι με ένα καλό κούρεμα στα μαλλιά που το έφαγαν τα 7-8 άτομα που ήταν εκείνη τη στιγμή μέσα».

Σύμφωνα με τον Γιάννη, το Ηράκλειο υπήρξε ένα από τα πιο εναλλακτικά μουσικά προάστια όλης της Αθήνας. Εδώ έδρασαν: η progressive, rock μπάντα Apocalypsis του Γιάννη Παλαμίδα και του Βασίλη Δερτιλή αλλά κι η ροκ μπάντα Dalton’s Family με δημιουργό τον Γιώργο Καλούδη, οι ντράμερ Γιώργος Κουμάνης και Χρήστος Κοτσίνας και ο δημοσιογράφος Νίκος Κοντογούρης, βασικός συνεργάτης του Γιάννη Πετρίδη στο περιοδικό «Ποπ και Ροκ». Με νοσταλγία και ενισχυμένη περηφάνια θυμάται τα στέκια: το Piccadilly Club «το οποίο δεν ήταν ροκάδικο αλλά στέγαζε κι εμάς», το ροκ μπαράκι Salty Dog, την πιτσαρία του Θύμιου «στην οποία πηγαίναμε για να ισιώσουμε όταν ήμασταν λιώμα μετά τα ξενύχτια μας», το ζαχαροπλαστείο του κυρ-Hλία «εκεί όπου μαζευόμασταν όλα τα φρικιά», την καφετέρια Mariner… «στην οποία γινόταν πατείς με πaτώ σε» αλλά και τους δύο θερινούς κινηματογράφους που σήμερα δεν υπάρχουν – την Ήρα στη μέση της πλατείας και την Ηχώ.

Μένω στην πάνω μεριά της πλατείας από το 2004, αλλά την περιοχή τη γνωρίζω από μικρό παιδάκι, αφού εδώ έμενε ο παππούς μου – σε αυτό το σπίτι μένω κι εγώ. Μου αρέσει εδώ γιατί είναι ακόμα γειτονιά με τον τρόπο των ανθρώπων που γνωρίζονται. Έχω το μανάβη μου, τον κρεοπώλη μου και το αγαπημένο μου μινιόν κατάστημα καλλυντικών στην οδό Μ. Αντύπα όπου θα βρεις τα πάντα στις καλύτερες τιμές και με άψογη εξυπηρέτηση. Το μονό κοινό που έχει με τα υπόλοιπα Β.Π. είναι το πράσινο, αλλά εδώ δεν χρειάζεται να αλλάξεις δήμο για να πας σε μια τράπεζα ή περίπτερο. Αυτό που θα μου λείψει στη Στοκχόλμη είναι ότι εκεί αποκλείεται ποτέ να ξέρεις το μικρό όνομα του φούρναρή σου.


H Etten μιλάει για τη γειτονιά της

n

Μένω στην πάνω μεριά της πλατείας από το 2004, αλλά την περιοχή τη γνωρίζω από μικρό παιδάκι, αφού εδώ έμενε ο παππούς μου – σε αυτό το σπίτι μένω κι εγώ. Μου αρέσει εδώ γιατί είναι ακόμα γειτονιά με τον τρόπο των ανθρώπων που γνωρίζονται. Έχω το μανάβη μου, τον κρεοπώλη μου και το αγαπημένο μου μινιόν κατάστημα καλλυντικών στην οδό Μ. Αντύπα όπου θα βρεις τα πάντα στις καλύτερες τιμές και με άψογη εξυπηρέτηση. Το μονό κοινό που έχει με τα υπόλοιπα Β.Π. είναι το πράσινο, αλλά εδώ δεν χρειάζεται να αλλάξεις δήμο για να πας σε μια τράπεζα ή περίπτερο. Αυτό που θα μου λείψει στη Στοκχόλμη είναι ότι εκεί αποκλείεται ποτέ να ξέρεις το μικρό όνομα του φούρναρή σου.

Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές η Etten έχει… μεταναστεύσει στη Σουηδία. Εκεί θα συνεργαστεί με μια ομάδα μουσικών και θα βάλει σε εφαρμογή και το προσωπικό της project En Vit Ekorre με τα αξεσουάρ και ρούχα που φτιάχνει η ίδια από ανακυκλωμένα υλικά.