Life in Athens

Ιt’s only Rock’n’Roll but I like it

Η Mαργαρίτα Mιχελάκου αποχαιρετά το στέκι της Λουκιανού.

Μαργαρίτα Μιχελάκου
ΤΕΥΧΟΣ 341
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όλοι έχουν μια ιστορία από το Rock’n’Roll. Η δικιά μου είναι ότι μια φορά με την Ιφιγένεια μπήκαμε με τις παντόφλες, τόσο hangover είχαμε από την προηγούμενη στο Rock’n’Roll. Κι εκείνες οι Απόκριες που με έβαλαν κρυφά από την πόρτα της κουζίνας στην Υψηλάντου, γιατί δεν ήμουν ντυμένη. Και οι άλλες Απόκριες που χορεύαμε μανιασμένα με τα παιδιά από το Mega πάνω σε ένα από τα κάτω τραπέζια και το σπάσαμε. Και η φορά που κράταγα την γκαρνταρόμπα της Καλλιόπης, που είχε πάει στην τουαλέτα, και κάποιος μoυ άφησε ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο. Και η μέρα που μπήκα με ένα μεγάλο έρωτα, «οχ» είπε ο μπάρμαν μόλις μας είδε μαζί. Και η μέρα που χωρίσαμε και οι Πιτσιλίδες μού κράταγαν το χέρι και είχα κολλήσει πάνω μου δεκάδες αυτοκόλλητα «συγνώμη» και έκλαιγα κάτω από τον dj, θυμάσαι πού ήταν παλιά, στη γωνία του Μπράιαν, και έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να χωρέσεις σε εκείνη τη γωνία γιατί την έπιαναν οι μόνιμοι από νωρίς. Και το σαββατιάτικο μεσημέρι που πετύχαμε κάτω από τη σκάλα ένα φίλο μας από τη Θεσσαλονίκη και πήραμε μαζί του το αεροπλάνο για πίσω. Και η μέρα που χόρευε η Χαρούλα με τα στιλέτο πάνω στο τρόλεϊ και την τσούλαγα σε όλο το μπαρ. Και μετά που ο πορτιέρης έπαιξε ξύλο με το αγόρι της Χαρούλας. 

Αλλά αυτές είναι βαρετές ιστορίες. Πρέπει να σου πουν άλλοι για τη μέρα που γνώρισαν έξω από την τουαλέτα τον έρωτα της ζωής τους. Και μετά χώρισαν και έγραψαν στα χαρτιά του διαζυγίου ποιος μπορεί να πηγαίνει στο Rock. Να σου πουν για τις φιλίες που έκαναν, τις δουλειές που έκλεισαν, τα φιλιά που αντάλλαξαν, τα δάκρυα που έχυσαν, τα παπούτσια που έχασαν, τα ετήσια μπουγέλα του κλεισίματος για το καλοκαίρι, τη μέρα που ο Ισίδωρος πήδηξε ημίγυμνος από το πατάρι στην μπάρα, τότε που τραγούδησαν «Στων Αγγέλων τα μπουζούκια» –για χρόνια το μόνο ελληνικό που επιτρεπόταν– ενώ ήταν ορκισμένοι ροκάδες, τη Σούζι από τους Banshees και τον Σαμαράκη και τον Σημίτη και τον Βλάση με την Αλίκη και τον Κιθ Ρίτσαρντς και τη Ζυράνα Ζατέλη και τους Stranglers. 

Την περασμένη Κυριακή πήγαμε με την Καλλιόπη στο πάρτι του κλεισίματος και είπαμε όποιος κι αν είναι στην γκαρνταρόμπα θα τον βγάλουμε έξω και θα δουλέψουμε. Και τότε είδαμε όλον αυτό τον κόσμο να τα λέει απ’ έξω –τόσο πολύς κόσμος μετά από πολύ καιρό– και μας έπιασε μια τρομερή ευφορία, αγκαλιάζαμε τους παλιούς, κουτσομπολεύαμε τους καινούργιους, αναρωτήθηκα αν θα φάω πόρτα, με έβαλαν από την κουζίνα στην Υψηλάντους, στριμώχτηκα μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα, προσπάθησα να μαντέψω ποιανής τα ανάποδα πόδια ήταν αυτά στο βάθος, γνωρίσαμε δύο αγόρια, τσακωθήκαμε τελικά μαζί τους, είδα εκείνον τον πρώην με την καινούργια του κοπέλα και θαύμασα πόσο ταιριάζουν, έδειξα σε όλους τις dr Martens μου, ερχόμουν εξάλλου από το πάρκο της Ναυαρίνου, σιγομουρμούρισα «Στων Αγγέλων τα μπουζούκια» και μετά, στο τέλος, όταν πια το Rock έκλεισε για πάντα, δεν έκλαψα όπως οι άλλοι, δεν στεναχωρήθηκα, μόνο σκέφτηκα πόσο πόσο πολύ τυχερή είμαι που 24 χρόνια τώρα, από τα 16, φίλε μου, είχα κάπου να πηγαίνω, ένα μέρος όπου μπορούσα να φτιάχνω ιστορίες.