- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο μηχανιστικός άνθρωπος: Όταν η ψυχή σωπαίνει και το σώμα μιλά
Το έργο του Σάββα Σαββόπουλου αναδεικνύει τη στενή διαπλοκή τραύματος, μηχανιστικής λειτουργίας και ψυχοσωματικής αποδιοργάνωσης
Η μηχανιστική λειτουργία και η ψυχοσωματική αποδιοργάνωση - Θεωρητικές επεξεργασίες και κλινικά παραδείγματα από το έργο του Σάββα Σαββόπουλου
Στο βιβλίο «Ο Μηχανιστικός Άνθρωπος – Σιωπές της Ψυχής, Ρωγμές του Σώματος», ο Σάββας Σαββόπουλος αναπτύσσει ένα συνεκτικό ψυχοσωματικό μοντέλο, στο οποίο η αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, η μηχανιστική σκέψη και η αποτυχία συμβολικοποίησης συνδέονται άμεσα με τη σωματική αποδιοργάνωση. Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η παρουσίαση των βασικών θεωρητικών αξόνων του έργου σε άμεση συνάρτηση με χαρακτηριστικά κλινικά περιστατικά, τα οποία αναδεικνύουν τη λειτουργία του τραύματος, της διχοτόμησης και της μηχανιστικής ζωής σε διάφορες ψυχικές οργανώσεις.
Θεωρητικό πλαίσιο: Ψυχοσωματική λειτουργία και μηχανιστική σκέψη
Στον πυρήνα της ψυχοσωματικής προσέγγισης του Σαββόπουλου βρίσκεται η αντίληψη ότι το σώμα δεν αποτελεί απλό βιολογικό υπόστρωμα, αλλά πεδίο εγγραφής των ψυχικών διεργασιών. Η σωματική αποδιοργάνωση νοείται ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του ψυχισμού να μεταφράσει τις ενόρμητικές και συναισθηματικές διεγέρσεις σε ψυχικές αναπαραστάσεις.
Όταν η ενέργεια δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, δεν εντάσσεται στο δίκτυο της σκέψης και του νοήματος, παραμένει ως «ποσότητα διέγερσης» και επιστρέφει στο σώμα με τη μορφή ασθένειας ή νόσου. Στο πλαίσιο αυτό, η μηχανιστική σκέψη περιγράφεται ως ένας τρόπος ψυχικής λειτουργίας προσκολλημένος στο συγκεκριμένο, στο παρόν και στο πραγματολογικό, με σοβαρούς περιορισμούς στη συνειρμική ικανότητα και στην ιστορικότητα του υποκειμένου.
Η μηχανιστική ζωή λειτουργεί συχνά ως αμυντική οργάνωση απέναντι στο τραύμα, ιδίως σε περιπτώσεις πρώιμων ή διαδοχικών τραυματικών εμπειριών, όπου η διχοτόμηση παρεμποδίζει την ενσωμάτωση του βιώματος στο Εγώ.
Το τραύμα και οι αρνητικές του συνέπειες
Ο Σαββόπουλος ορίζει το τραύμα ως κατάσταση υπερδιέγερσης που υπερβαίνει τις αντοχές του ψυχικού οργάνου και την ικανότητά του για επεξεργασία. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στις «αρνητικές συνέπειες» του τραύματος, κατά τις οποίες δεν αφήνονται μνημονικά ίχνη, αλλά δημιουργείται ένας διχοτομημένος «θύλακας» εντός του Εγώ, εκτός μνήμης, νοηματοδότησης και ψυχαναλυτικής διεργασίας.
Η ύπαρξη αυτού του θύλακα επιβάλλει στον ψυχισμό την ανάγκη συνεχούς ελέγχου της επιστροφής του τραυματικού υλικού, γεγονός που οδηγεί στην ενεργοποίηση αμυντικών μηχανισμών όπως η καταστολή, η διάψευση, η προβολή, αλλά και σε περάσματα στη συμπεριφορά και ψυχοσωματικές εκφορτίσεις.
Κλινικά παραδείγματα
Η περίπτωση της Ίριδας: Καταστολή και ψυχοσωματική ασθένεια
Η Ίριδα, κατά την εφηβεία και τη νεαρή ενήλικη ζωή, βίωσε σχέσεις έντονης εξάρτησης. Στις ερωτικές της επιλογές επικαιροποιούσε προ-οιδιπόδειες και οιδιπόδειες ταυτίσεις με τους γονείς, με κυρίαρχες τις μαζοχιστικές ταυτίσεις με τη μητέρα. Ο οιδιπόδειος ανταγωνισμός με τη μητέρα ή τα υποκατάστατά της (ιδίως στον επαγγελματικό χώρο), καθώς και η διεκδίκηση του πατέρα ή των συμβολικών του υποκατάστατων, συγκροτούσαν έναν διαρκή ψυχικό άξονα σύγκρουσης.
Η διαχείριση των επιθετικών και σεξουαλικών της επιθυμιών πραγματοποιούνταν μέσω συστηματικής καταστολής των αντίστοιχων αναπαραστάσεων και συναισθημάτων. Η άμυνα αυτή, αν και λειτουργική σε ψυχικό επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συχνών κεφαλαλγιών μετά τη μετεφηβική περίοδο, τυπικής ψυχοσωματικής ασθένειας κατά κρίσεις, που λειτουργούσε ως σωματική εκφόρτιση του μη συμβολοποιημένου υλικού.
Ο Θάνος: Μηχανιστική σκέψη και περάσματα στη συμπεριφορά
Ο Θάνος εντάσσεται στο φάσμα της οριακής παθολογίας και παρουσιάζει νεύρωση συμπεριφοράς. Όταν απειλείται ναρκισσιστικά, αδυνατεί να ελέγξει τον παρορμητισμό και τον θυμό του. Ζει σε μια κατάσταση διαρκούς αγωνίας και διέγερσης, με περιορισμένη επαφή με τα συναισθήματα και την εσωτερική του πραγματικότητα.
Η σκέψη του χαρακτηρίζεται από μηχανιστικότητα και προσκόλληση στο «εδώ και τώρα». Η συνειρμική σύνδεση με παρελθοντικά βιώματα, ιδιαίτερα της παιδικής ηλικίας, είναι φτωχή έως ανύπαρκτη. Το παρόν βιώνεται ως μόνιμα απειλητικό και κάθε κατάσταση αποκτά χαρακτήρα επείγοντος.
Η αδυναμία ψυχικής επεξεργασίας οδηγεί σε περάσματα στη συμπεριφορά: κατάχρηση αλκοόλ, χαρακτηρολογικά ξεσπάσματα, επικίνδυνες πράξεις, όπως η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Οι συμπεριφορές αυτές λειτουργούν ως προσπάθειες εκφόρτισης της διέγερσης που δεν μπορεί να μετατραπεί σε ψυχικό νόημα.
Η Καρολίνα: Διαδοχικό τραύμα και μηχανιστική ζωή
Η Καρολίνα μεγάλωσε σε ένα βίαιο περιβάλλον χωρίς σαφή όρια και κανόνες. Ταυτίστηκε με βίαιες και παρορμητικές πλευρές του περιβάλλοντός της και ανέπτυξε μια σοβαρή οριακή παθολογία με έντονα στοιχεία νεύρωσης συμπεριφοράς.
Η ψυχική της οργάνωση, αποτέλεσμα διαδοχικών τραυματικών εμπειριών, χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά περιορισμένη ικανότητα ψυχικής έκφρασης και σταθερή καταφυγή σε διαταραχές χαρακτήρα και συμπεριφοράς, με αυτοκαταστροφικές και ετεροκαταστροφικές εκδηλώσεις. Σε συνθήκες νέων τραυματισμών, η σωματοποίηση παραμένει μια διαρκώς διαθέσιμη οδός εκφόρτισης.
Η Κατερίνα: Μηχανιστικός λόγος και απουσία αφήγησης
Στην περίπτωση της Κατερίνας, ο λόγος εμφανίζεται απογυμνωμένος από ψυχική επεξεργασία. Είναι μηχανιστικός, προσκολλημένος στο συγκεκριμένο γεγονός και στην εξωτερική πραγματικότητα. Αναφέρονται μόνο περιστατικά που συνδέονται με απειλή, χωρίς δυνατότητα ένταξής τους σε μια συνεκτική ατομική ή οικογενειακή αφήγηση.
Η απουσία αφήγησης αντανακλά την απουσία συμβολικού χώρου, γεγονός που καθιστά αδύνατη την επεξεργασία του βιώματος και ευνοεί την ψυχοσωματική έκφραση.
Συμπεράσματα
Το έργο του Σάββα Σαββόπουλου αναδεικνύει τη στενή διαπλοκή τραύματος, μηχανιστικής λειτουργίας και ψυχοσωματικής αποδιοργάνωσης. Μέσα από τη συστηματική σύνδεση θεωρίας και κλινικής πράξης, καθίσταται σαφές ότι το σώμα αναλαμβάνει να εκφράσει εκείνο που ο ψυχισμός αδυνατεί να συμβολίσει. Η ψυχοσωματική προσέγγιση δεν περιορίζεται στην ερμηνεία της νόσου, αλλά ανοίγει έναν χώρο κατανόησης και ενδεχόμενης αναδιοργάνωσης του ψυχισμού μέσω της θεραπευτικής σχέσης.