- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κι αν δεν έχω υποχρεώσεις, πώς θα ζω;
Πώς μπορεί να γεμίσει ο «κενός χώρος», όταν έχουμε μάθει να ζούμε για τους άλλους;
Ό,τι κάποτε έγινε τρόπος επιβίωσης μπορεί, με τον χρόνο, να μεταμορφωθεί σε τρόπο ύπαρξης
Αυτό είναι το ερώτημα που εμφανίζεται πάντα όταν η ζωή αρχίζει να αδειάζει από ρόλους — και είναι πιο υπαρξιακό απ’ όσο φαίνεται. Για πολλούς ανθρώπους, οι υποχρεώσεις λειτουργούν σαν σκελετός που κρατά τη μέρα όρθια, σαν μια εξωτερική δομή μέσα στην οποία η ψυχή μπορεί να κινείται χωρίς να διαλυθεί. Όταν αυτή η δομή χαθεί, δεν μένει απλώς χρόνος· μένει κενό, κι αυτό το κενό μπορεί να γίνει ανυπόφορο, γιατί αγγίζει ένα παλιό, παιδικό συναίσθημα: το «χωρίς να με χρειάζονται, δεν υπάρχω».
Η απάντηση όμως δεν είναι να ξαναγεμίσεις τη μέρα με καθήκοντα, αλλά να επιτρέψεις στο σώμα και στον νου να αντέξουν για λίγο την απουσία τους. Μέσα σε αυτή την απουσία αρχίζει να διαφαίνεται κάτι καινούργιο — μια ζωή που δεν ορίζεται από το “πρέπει”, αλλά από το “θέλω”. Στην αρχή μοιάζει κενή, σχεδόν επικίνδυνη, γιατί δεν έχει ακόμα περιεχόμενο. Αλλά το περιεχόμενο δεν προϋπάρχει· το φτιάχνεις μέρα με τη μέρα, όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να δοκιμάσει χωρίς απολογίες: να διαλέξει, να βαρεθεί, να μην είναι χρήσιμος.
* * *
Η Μ. είναι πενήντα τεσσάρων και για πρώτη φορά στη ζωή της δεν χρειάζεται να φροντίσει κανέναν. Ο άντρας της συνταξιοδοτήθηκε, τα παιδιά ζουν μόνα τους, η μητέρα της δεν υπάρχει πια. Ξυπνά το πρωί και δεν την περιμένει τίποτα: ούτε λίστα υποχρεώσεων, ούτε φωνές, ούτε ανάγκες. Μόνο η μέρα, ανοιχτή μπροστά της σαν λευκή σελίδα. Κι αυτό, αντί να τη λυτρώνει, την τρομάζει.
Κι όμως, κάθε απόγευμα, μέσα στο καθαρό σπίτι, νιώθει αυτό το γνώριμο βάρος, εκείνη τη λεπτή αίσθηση πως κάπου, κάτι δεν κάνει σωστά
Όλη της η ζωή ήταν ρυθμισμένη γύρω από άλλους. Η φροντίδα των άλλων ήταν ο τρόπος της να υπάρχει, ο τρόπος της να ξέρει ποια είναι. Όταν δεν υπήρχε φροντίδα, ένιωθε να διαλύεται. Ησυχία γι’ αυτήν δεν σήμαινε ανάπαυση, αλλά συναγερμό. Έτσι είχε μάθει από μικρή, σε ένα σπίτι όπου όλα έπρεπε να μένουν ήσυχα για να μη θυμώσει η μητέρα. Τότε η σιωπή ήταν φόβος, κι ο φόβος την έκανε να κινείται συνέχεια, να φροντίζει, να επισκευάζει, να διορθώνει.
Τώρα που οι φωνές σώπασαν, το σώμα της δεν ξέρει πώς να σταθεί. Ξεκινά δουλειές που δεν χρειάζονται, τηλεφωνεί στα παιδιά της με μικρές προφάσεις, γεμίζει το πρόγραμμά της για να μη μείνει λεπτό κενό. Κι όμως, κάθε απόγευμα, μέσα στο καθαρό σπίτι, νιώθει αυτό το γνώριμο βάρος, εκείνη τη λεπτή αίσθηση πως κάπου, κάτι δεν κάνει σωστά. Το άγχος δεν έχει αντικείμενο. Είναι ο ήχος της παλιάς της ζωής που επιμένει να χτυπά στο σώμα της.
Αναπνέει, περιμένει, και κάπου εκεί αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μια διαφορετική μορφή ασφάλειας που δεν χρειάζεται να την αποδείξει.
Στην ψυχοθεραπεία αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για έλλειψη δραστηριότητας αλλά για έλλειψη ταυτότητας. Όταν η αξία σου έχει χτιστεί πάνω στη χρησιμότητά σου, η ανάπαυση μοιάζει επικίνδυνη. Δεν είναι ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί, είναι ότι δεν αντέχει να μην είναι απαραίτητη. Ο οργανισμός της αναζητά τον γνώριμο ρυθμό της έντασης γιατί μόνο εκεί ξέρει ποια είναι. Όταν η ζωή επιτέλους τής προσφέρει χώρο, εκείνη νιώθει χαμένη. Σιγά-σιγά μαθαίνει να κάθεται λίγο περισσότερο με τον φόβο. Να μη σηκώνεται αμέσως όταν η καρδιά αρχίζει να χτυπά, να μην ψάχνει κάτι να τακτοποιήσει. Αναπνέει, περιμένει, και κάπου εκεί αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μια διαφορετική μορφή ασφάλειας που δεν χρειάζεται να την αποδείξει. Δεν είναι η ασφάλεια του να είσαι χρήσιμη, αλλά του να είσαι παρούσα.
Η Μ. δεν άλλαξε τη ζωή της θεαματικά. Άλλαξε τον τρόπο που την κατοικεί. Υπάρχουν μέρες που δεν κάνει τίποτα και δεν νιώθει ενοχή. Μέρες που κάθεται στην κουζίνα με τον καφέ της και νιώθει, για πρώτη φορά, πως δεν χρειάζεται να κερδίσει τον χώρο της. Είναι μια σιωπή που δεν τη φοβάται πια. Η σιωπή που δεν θυμίζει το τέλος, αλλά την αρχή.
* * *
Όταν ένα παιδί ζει μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το σώμα του μαθαίνει ότι η ξεκούραση είναι επικίνδυνη, γιατί φέρνει αορατότητα. Κι έτσι, στην ενήλικη ζωή, κάθε στιγμή ηρεμίας μπορεί να μεταφραστεί σε απειλή
Κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του μια αθέατη σύμβαση με τη ζωή. Μια συμφωνία που υπογράφεται πολύ νωρίς, όταν ακόμη δεν έχει λέξεις, αλλά έχει σώμα. Η Μ. μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η αγάπη εκφραζόταν μέσα από την ανάγκη, κι έτσι έμαθε πως η ασφάλεια υπάρχει μόνο όταν οι άλλοι σε χρειάζονται. Αυτή η βιολογική εμπειρία —γιατί δεν είναι ιδέα, αλλά αίσθηση— έγινε το νευρικό της θεμέλιο. Κάθε φορά που κάποιος τη ζητούσε, το σώμα της αναγνώριζε τον ρυθμό της επιβίωσης. Κάθε φορά που υπήρχε σιωπή, το σώμα της αντιδρούσε σαν να πλησίαζε κίνδυνος. Όταν η ανάγκη έπαψε να υπάρχει, ολόκληρος ο οργανισμός της έχασε τον προσανατολισμό του.
Αυτό που ονομάζουμε τραύμα δεν είναι πάντα ένα δραματικό γεγονός. Συχνά είναι η παρατεταμένη απουσία αναγνώρισης — το συναίσθημα ότι για να σε αγαπούν πρέπει να κάνεις κάτι, να προσφέρεις, να αποδείξεις. Όταν ένα παιδί ζει μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το σώμα του μαθαίνει ότι η ξεκούραση είναι επικίνδυνη, γιατί φέρνει αορατότητα. Κι έτσι, στην ενήλικη ζωή, κάθε στιγμή ηρεμίας μπορεί να μεταφραστεί σε απειλή. Δεν είναι τεμπελιά, δεν είναι ανησυχία χωρίς λόγο· είναι η βαθιά βιολογική μνήμη πως, όταν δεν είσαι απαραίτητος, κινδυνεύεις να χαθείς.
Η μετάβαση στη μέση ηλικία —όταν οι ρόλοι αλλάζουν, όταν τα παιδιά ανεξαρτητοποιούνται, όταν η καθημερινότητα αδειάζει— λειτουργεί σαν καθρέφτης που επιστρέφει όλα εκείνα που δεν είχαμε ποτέ επεξεργαστεί. Δεν είναι μόνο το «τι κάνω τώρα», αλλά το «ποιος είμαι όταν δεν χρειάζεται να κάνω». Το νευρικό σύστημα, που για δεκαετίες είχε οργανώσει την ύπαρξή μας πάνω στην ένταση, χρειάζεται να μάθει έναν νέο ρυθμό: την ηρεμία που δεν είναι απειλή αλλά επιλογή. Αυτή η εκπαίδευση δεν γίνεται με σκέψη ή με θέληση, αλλά με τη σταδιακή συναισθηματική ανοχή στην απουσία δράσης.
* * *
Η σιωπή που παλιά σήμαινε τιμωρία μπορεί να γίνει τόπος ανάπαυσης.
Η ψυχοθεραπεία, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν προσφέρει γρήγορες λύσεις αλλά χώρο· χώρο να βιωθεί η αμηχανία χωρίς να πρέπει να λυθεί, να αναγνωριστεί η ενοχή χωρίς να ακυρωθεί, να υπάρξει χρόνος ανάμεσα στο παλιό καθήκον και στη νέα ελευθερία. Η Μ. δεν χρειάζεται να «μάθει να αγαπά τον εαυτό της» όπως εύκολα λέγεται, αλλά να αποδεχτεί πως η αγάπη μπορεί να υπάρχει ακόμη και μέσα στην απραξία. Η σιωπή που παλιά σήμαινε τιμωρία μπορεί να γίνει τόπος ανάπαυσης. Το ίδιο σώμα που φοβόταν να σταθεί ακίνητο μπορεί να μάθει ξανά να αναπνέει χωρίς οδηγίες.
Η αλλαγή δεν έρχεται σαν αποκάλυψη αλλά σαν μικρή μετατόπιση: τη μέρα που θα καθίσει δέκα λεπτά παραπάνω χωρίς να σηκωθεί να σκουπίσει ένα ήδη καθαρό τραπέζι, τη νύχτα που θα κοιμηθεί χωρίς να σχεδιάσει την επόμενη μέρα, τη στιγμή που θα πει όχι χωρίς να χρειαστεί να απολογηθεί. Κάθε τέτοια πράξη είναι μια διόρθωση στη μνήμη του σώματος, μια υπενθύμιση ότι η αξία της δεν εξαρτάται από τη χρησιμότητά της.
Και, κάπως έτσι, μέσα από μικρές καθημερινές αναπνοές, το τραύμα αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Όχι για να ξεχαστεί, αλλά για να αποκτήσει καινούργιο νόημα: πως ό,τι κάποτε έγινε τρόπος επιβίωσης μπορεί, με τον χρόνο, να μεταμορφωθεί σε τρόπο ύπαρξης.