Health & Fitness

Πόσο σκοτεινός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος;

Από τις ειδήσεις που μας σοκάρουν, στη βία που κουβαλάμε όλοι μέσα μας

Σουζάνα Παπαφάγου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο εθισμός στη βία, και η υποχρέωσή μας να αλλάξουμε τα πράγματα

Υπάρχουν κάποιες ειδήσεις που δεν μοιάζουν με τις άλλες. Δεν περνάνε απλώς από την οθόνη, περνάνε μέσα από τα μάτια μας και αποτυπώνονται στο σώμα μας. Σκίζουν το στομάχι μας, θολώνουν το μυαλό μας, και κάνουν την αναπνοή μας βαριά. Είναι ειδήσεις που δεν μπορούμε να τις ξεχάσουμε, όχι γιατί είναι πιο σημαντικές από άλλες, αλλά γιατί αγγίζουν κάτι πολύ βαθύτερο, πιο σκοτεινό: την αλήθεια πως ο άνθρωπος είναι ικανός και για το αδιανόητο:

Μια μητέρα σκοτώνει το ίδιο της το παιδί. Ένα παιδί σκοτώνει ένα άλλο παιδί. Ένα κράτος εξοντώνει έναν λαό, μεθοδικά, ήρεμα, οργανωμένα.

Και εμείς; Καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και λέμε: «Δεν το χωράει ο νους μου αυτό το πράγμα…»

Αλλά ίσως τελικά ο νους μας το χωράει πολύ καλά. Απλώς δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.

Φαντάσου τη σκηνή: Μια οικογένεια, οι γονείς και δύο έφηβα παιδιά, κάθονται στον καναπέ. Τα χέρια τους συναντιούνται στο τραπέζι όταν πάνε να πάρουν χούφτες από πατατάκια, η τηλεόραση παίζει χαμηλόφωνα. Μια φωνή αναγγέλλει κάτι «σοκαριστικό». Η μουσική αλλάζει, η εικόνα σκοτεινιάζει. Η μαμά λέει ,«Σσς, δυνάμωσε να ακούσουμε». Μια γυναίκα ομολόγησε ότι προκάλεσε τον θάνατο βρεφών μέσα σε έντεκα χρόνια. Η οικογένεια δεν μιλά. Δεν αλλάζει κανάλι. Ούτε όταν έρχονται οι λεπτομέρειες, ούτε όταν το πάνελ «σχολιάζει», ούτε όταν ξεκινούν οι εικασίες. Κάτι μέσα τους έχει μουδιάσει. Κι όμως… δεν μπορούν να σταματήσουν να κοιτούν.

Γιατί δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε από τη φρίκη;

Το φαινόμενο αυτό λέγεται «morbid curiosity», νοσηρή περιέργεια. Είναι εκείνη η σκοτεινή τάση μας να θέλουμε να δούμε το τρομακτικό, το φρικτό, το απαγορευμένο.

Στις παλιές κοινωνίες, η βία παρουσιαζόταν με συμβολισμούς, με τελετές, με ιστορίες, όχι για να προκαλέσει φρίκη, αλλά για να διδάξει τα όρια. Οι αρχαίες τραγωδίες, για παράδειγμα, δεν ήταν απλώς αφηγήσεις τρομακτικών ή άδικων γεγονότων. Ήταν μια μορφή συλλογικής εκτόνωσης. Το κοινό παρακολουθούσε το πάθος, το λάθος, την πτώση, και —μέσα από τη θλίψη, τον φόβο και την ταύτιση— έφτανε σε κάθαρση. Η βία, σε εκείνο το πλαίσιο, δεν προκαλούσε αμηχανία αλλά στοχασμό. Ήταν μια μορφή επεξεργασίας του κακού, με σκοπό να αποφευχθεί.

Και σήμερα, εν μέρει, αυτό συνεχίζει να συμβαίνει. Βλέπουμε το φρικτό, συγκλονιζόμαστε, εξωτερικεύουμε τον φόβο μας, θυμώνουμε με τον «κακό» της ιστορίας. Κάποιες φορές, αυτή η αντίδραση είναι αληθινή ανάγκη: να νιώσουμε ότι ανήκουμε σε μια κοινή αγανάκτηση. Όμως σήμερα, στη μέση αυτού του μηχανισμού, έχει μπει κάτι άλλο: η εμπορευματοποίηση του σοκ. Η βία δεν παρουσιάζεται πια για να μας μάθει κάτι. Παρουσιάζεται για να «τραβήξει». Για να μετρήσει θεαματικότητα. Για να γίνει αφήγηση με σκηνοθεσία. Το σοκ έγινε προϊόν. Και το κοινό — καταναλωτής. Γι’ αυτό, σοκαριζόμαστε… και μένουμε εκεί. Δεν μαθαίνουμε, δεν εμβαθύνουμε. Ανατριχιάζουμε, και μετά συνεχίζουμε. Η φρίκη λειτουργεί όχι σαν ερέθισμα σκέψης, αλλά σαν στιγμιαία εκτόνωση χωρίς κάθαρση.

Η φρίκη σαν ρουτίνα

Η τηλεόραση μάς το σερβίρει με όλους τους κανόνες του δράματος: Βαριά μουσική. Παγωμένα πρόσωπα. Φράσεις όπως, «Δεν το χωράει ο νους», «Φρίκη», «Απίστευτο». Αμέσως μετά, έρχεται το πάνελ. Οργή, αποτροπιασμός, φωνές, ειδικοί, «ειδικοί» και άσχετοι. Μια τραγωδία μετατρέπεται σε τρίωρο ρεπορτάζ. Και την επόμενη μέρα νέα τραγωδία. Ο κύκλος συνεχίζεται.

Το θέμα όμως δεν είναι τι βλέπουμε, αλλά τι κάνουμε με αυτό. Αν η φρίκη μάς σοκάρει και μετά την ξεχνάμε, αν γυρνάμε το κεφάλι αλλού μόλις τελειώσει η εκπομπή, τότε η βία δεν μας δίδαξε τίποτα. Είναι όμως εθιστική. Για πολλούς, είναι εθιστικό να σοκάρονται.

Γιατί μερικοί δεν αντέχουν να βλέπουν και άλλοι δεν μπορούν να σταματήσουν να βλέπουν;

Ο εγκέφαλος δίνει την απάντηση. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι έντονα σοκαριστικό, το σώμα μας αντιδρά σαν να απειλείται πραγματικά. Αυξάνεται η αδρεναλίνη, επιταχύνεται η καρδιά, η κορτιζόλη ενεργοποιείται. Είναι το ίδιο σύστημα που μπαίνει σε λειτουργία όταν είμαστε αντιμέτωποι με πραγματικό κίνδυνο. Αυτή η διέγερση, το ξάφνιασμα, το πάγωμα, το «δεν το πιστεύω», για ορισμένους ανθρώπους λειτουργεί σαν ένεση ζωής. Σε μια καθημερινότητα συχνά αδιάφορη, ρουτινιασμένη, «νεκρή», το σοκ μοιάζει με ηλεκτροσόκ. Σε ξυπνάει. Νιώθεις κάτι. Οτιδήποτε, άρα υπάρχεις. Έτσι, η φρίκη δεν είναι πια κάτι που σε κάνει να αποστρέφεις το βλέμμα. Είναι κάτι που τραβά το βλέμμα. Και το κρατά. Ίσως γιατί, βαθιά μέσα μας, ξέρουμε πως και εμείς έχουμε σκοτάδι.

Ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του μόνο καλός ή μόνο κακός. Είναι ικανός και για τα δύο. Μπορεί να θυσιαστεί για έναν άγνωστο αλλά και να προδώσει τον ίδιο του τον αδελφό. Μπορεί να προστατέψει ένα παιδί και μπορεί να το εγκαταλείψει. Μπορεί να θεραπεύσει και μπορεί να βασανίσει. Αυτή η αλήθεια είναι πολύ βαριά για να την κουβαλήσουμε κάθε μέρα, γι’ αυτό και την αρνούμαστε. Γι’ αυτό λέμε: «Δεν μπορεί να το έκανε μια μάνα αυτό». «Δεν γίνεται παιδί να σκοτώσει παιδί». «Δεν είναι δυνατόν ένα κράτος να σφάζει ολόκληρους πληθυσμούς». Και όμως, γίνεται. Το τέρας δεν είναι πάντα ο άλλος, το τέρας δεν φορά μάσκα. Το τέρας φορά καθημερινά ρούχα. Είναι γείτονας. Είναι συνάδελφος. Είναι πολίτης. Είναι ένας άνθρωπος που κάποια στιγμή έμεινε μόνος, απομονωμένος, απελπισμένος, οργισμένος, και δεν βρέθηκε κανείς να του πει, «Τι σου συμβαίνει;»

Το τέρας δεν είναι πάντα ο άλλος, το τέρας δεν φορά μάσκα. Το τέρας φορά καθημερινά ρούχα. Είναι γείτονας. Είναι συνάδελφος. Είναι πολίτης.

Οι περισσότερες φρικαλεότητες δεν ξεκινούν με ένα ξεκάθαρο έγκλημα. Ξεκινούν με ένα έγκλημα που φορά τον μανδύα της εγκατάλειψης. Ένα κενό. Μια σιωπή. Ο πολιτισμός, οι θεσμοί, η κοινωνία υπάρχουν για να προλάβουν, όχι για να καταγράφουν θύματα μετά τις φρικαλέες πράξεις.

Ο πολιτισμός δεν είναι δεδομένος

Δεν είναι ο πολιτισμός που κάνει τον άνθρωπο καλό. Είναι η συνεχής του πάλη να μη γίνει χειρότερος. Ο πολιτισμός είναι η καθημερινή απόφαση να μην αφεθούμε στο ένστικτο. Να μη χτυπήσουμε τον άλλο επειδή μπορούμε. Να μην εκδικηθούμε όταν πονάμε. Να μη σιωπήσουμε όταν βλέπουμε κάτι που πάει στραβά.

Δεν είναι εύκολο. Είναι όμως αυτό που ξεχωρίζει την κοινωνία από το χάος.

Η φρίκη σαν καθρέφτης

Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι αποτρόπαιο, λέμε: «Τι συμβαίνει στον κόσμο;» Αλλά ίσως η πιο τίμια ερώτηση είναι: «Τι συμβαίνει σε εμάς;» Γιατί όλος αυτός ο κόσμος με τις μάχες, τα εγκλήματα, τις προδοσίες, δεν είναι έξω από εμάς. Είναι μέσα μας, είναι μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Αν δεν το αναγνωρίσουμε, δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.

Δεν υπάρχει κανένα έγκλημα που να είναι τελείως ξένο στον άνθρωπο, υπάρχουν μόνο καταστάσεις που τον έφεραν μέχρι εκεί. Και άλλες που θα μπορούσαν να τον είχαν συγκρατήσει.

Και τώρα; Τι κάνουμε;

Ας σταματήσουμε να παίζουμε τον ρόλο του θεατή. Ας σταματήσουμε να μιλάμε για «τέρατα». Ας σταματήσουμε να λέμε, «Δεν το χωρά ο νους μου». Ο νους το χωρά, το ερώτημα είναι αν η ψυχή αντέχει να το αναγνωρίσει και να το αντιμετωπίσει. Ας μη μένουμε παγωμένοι, ας μην αφήνουμε την καρέκλα να γίνει τόπος απάθειας.

Ας αναρωτηθούμε: Τι έλειψε σε αυτή την ιστορία; Ποιος δεν μίλησε; Ποιος μπορούσε να κάνει κάτι και δεν έκανε; Και μετά, ας κάνουμε εμείς το επόμενο βήμα. Όχι γιατί έτσι θα σώσουμε τον κόσμο, αλλά γιατί μπορούμε να μη γίνουμε μέρος της σιωπής του. Γιατί ναι, ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα, αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι ικανός και για το καλό αν το επιλέξει. Αν το στηρίξει. Αν δεν κοιτάξει αλλού. Και ίσως, μια μέρα, όταν έρθει η επόμενη είδηση, να μη νιώσουμε απλώς σοκ, αλλά ευθύνη. Όχι μόνο για τα μεγάλα, τα συγκλονιστικά, τα «ειδησεογραφικά», αλλά για όλα εκείνα τα φαινομενικά μικρά, που όμως διαμορφώνουν τον κόσμο γύρω μας. Ευθύνη, γιατί βλέπουμε και σωπαίνουμε.

  • Βλέπουμε γονείς να φωνάζουν προσβλητικά στα παιδιά τους στον δρόμο, να τα τραβούν, να τα μειώνουν, να τα απειλούν — και δεν μιλάμε. Λες κι αυτό είναι φυσιολογικό.
  • Βλέπουμε ανθρώπους σε αμαξίδιο ή με κινητικά προβλήματα να μην μπορούν να διασχίσουν το πεζοδρόμιο επειδή κάποιος «μόνο για λίγο» έκλεισε τη ράμπα με το αυτοκίνητό του.
  • Βλέπουμε τυφλούς να περπατούν με το μπαστούνι τους πάνω σε εμπόδια, γιατί στις ελληνικές πόλεις πέραν τού ότι ξαφνικά υπάρχει ένα δέντρο εκεί μπροστά, οι οδηγοί παρκάρουν επάνω στον οδηγό όδευσης τυφλών ή καταλαμβάνουν διαβάσεις πεζών σαν να είναι ιδιωτικός χώρος.
  • Βλέπουμε μαμάδες με καρότσι που αναγκάζονται να κατέβουν στο οδόστρωμα επειδή το πεζοδρόμιο έχει παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιο ή σπασμένες πλάκες από τις ρίζες κάποιου δέντρου που ασφυκτιά.
  • Βλέπουμε ηλικιωμένους να στέκονται σε στάσεις χωρίς παγκάκι, να περιμένουν λεωφορεία που έρχονται με καθυστέρηση ή δεν σταματούν, και δεν το θεωρούμε είδηση. Γιατί έτσι έχουμε μάθει να ζούμε. Βλέπουμε ασθενοφόρα να καθυστερούν. Γιατί υπάρχουν περιοχές, ακόμη και σε μεγάλα νησιά ή ηπειρωτικές επαρχίες, που καλύπτονται με ένα μόνο όχημα.
  • Βλέπουμε σχολεία χωρίς ψυχολόγους, με μαθητές που φωνάζουν για βοήθεια με άλλους τρόπους — με επιθετικότητα, σιωπή ή κατάρρευση. Και προσπερνάμε λέγοντας, «Δεν είναι δική μου δουλειά».
  • Βλέπουμε μοναχικούς ανθρώπους, ηλικιωμένους, φροντιστές, ανθρώπους με ψυχικά νοσήματα, που σέρνουν την καθημερινότητά τους εντελώς αόρατοι. Μένουν σε διπλανά διαμερίσματα, σε πίσω στενά. Και κανείς δεν τους γνωρίζει. Μέχρι που μαθαίνουμε, μέρες μετά, πως «έφυγαν μόνοι».

Και όλα αυτά αποτελούν το σώμα της κοινωνίας μας. Ένα σώμα κακοποιημένο από συλλογικές και ατομικές επιλογές. Και γι’ αυτό, η φρίκη που βλέπουμε στις ειδήσεις, οι ακραίες πράξεις, οι εκρήξεις βίας, οι ιστορίες που μας συγκλονίζουν, συχνά ξεκινούν από αυτή την καθημερινή, συστηματική, αδιανόητη εγκατάλειψη. Με κλείσιμο του ματιού στην αυθαιρεσία. Συνηθισμένοι στο άδικο. Γι’ αυτό και η αληθινή ευθύνη δεν είναι να ταρακουνηθείς μπροστά στην είδηση, αλλά να δεις ποια μέρα θα ταρακουνηθείς με την ίδια σου τη στάση. Για το ότι είδες και δεν μίλησες. Για το ότι μπορούσες να κάνεις και δεν έκανες. Για το ότι συνήθισες να ζει μέσα σε μια συνθήκη, αντί να αλλάξεις.

Ευθύνη σημαίνει παρουσία. Όχι μόνο όταν όλα έχουν ήδη συμβεί. Αλλά εκεί που μπορούν να προληφθούν: στη γειτονιά, στο σχολείο, στο πεζοδρόμιο, στο βλέμμα. Γιατί εκεί, στα μικρά, στα ταπεινά, στα καθημερινά, χτίζεται ή γκρεμίζεται ό,τι ονομάζουμε ανθρωπιά.