Health & Fitness

Τα πολλαπλά οφέλη των εμβολιασμών στα αναπνευστικά νοσήματα

Τα εμβόλια είναι μια αποτελεσματική παρέμβαση μείωσης του φορτίου των μολυσματικών ασθενειών

Σοφία Νέτα
ΤΕΥΧΟΣ 817
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εμβολιασμός: Η αναγκαιότητα και τα πολλαπλά οφέλη ενάντια στα αναπνευστικά νοσήματα.

Στις χώρες του αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Αυτό είναι ένα σημαντικό επίτευγμα, αλλά η αύξηση του προσδόκιμου ζωής επιφέρει και αύξηση των απαιτήσεων για υπηρεσίες υγείας με αντίστοιχο κόστος.

Οι κυβερνήσεις καλούνται να προσαρμόσουν και να εξελίξουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψής τους, ώστε να είναι πιο βιώσιμα και να παρέχουν καλύτερα αποτελέσματα υγειονομικής περίθαλψης, εστιάζοντας σε προληπτικά μέτρα. Οι εμβολιασμοί είναι μία από τις πιο επιτυχημένες και οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας για τη μείωση του φορτίου των μολυσματικών ασθενειών. Είναι η δεύτερη πιο αποτελεσματική μετά το καθαρό νερό.  

Ενδεικτικά, τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠOΥ), όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχουν θέσει ως στόχο να αυξήσουν το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης ενάντια στη γρίπη στο 75% μεταξύ ηλικιωμένων και όσων θεωρούνται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. 

Η επίτευξη του ποσοστού στόχου του αντιγριπικού εμβολιασμού στην Ευρώπη θα μείωνε δραστικά τις δαπάνες δημόσια υγείας κατά:  
• 31.400 νοσηλείες 
• 1.015.100 εργάσιμες ημέρες που χάνονται ετησίως
• 1,7 εκατομμύρια λιγότερα συμβάντα που σχετίζονται με γρίπη 
• 767.800 επισκέψεις σε γιατρούς  
• 14.300 θανάτους

Η αναγκαιότητα των εμβολιασμών και η πρόληψη ασθενειών 

Σε όλο τον κόσμο, οι ενήλικες εξακολουθούν να πεθαίνουν από ασθένειες που μπορούν να προληφθούν με τον εμβολιασμό.
Εκατομμύρια ενήλικες δεν έχουν εμβολιαστεί με ένα ή περισσότερα από τα εμβόλια που συνιστώνται για την ηλικιακή ομάδα και την κατάστασή τους, θέτοντας τόσο τους εαυτούς τους όσο και άλλους σε κίνδυνο.  
Ασθένειες που μπορούν να προληφθούν με εμβόλιο, όπως η γρίπη, ο πνευμονιόκοκκος, η ιλαρά, αλλά και ο κορωνοϊός, αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και πρόωρων θανάτων μεταξύ των ενηλίκων. Ωστόσο, όσο κι αν ο θετικός αντίκτυπος του εμβολιασμού ενηλίκων στη δημόσια υγεία είναι καλά τεκμηριωμένος, τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης σε πολλές χώρες παραμένουν χαμηλά. 

Παρά την εκτενή δημόσια συζήτηση για την αναγκαιότητα των εμβολιασμών, πολύ λίγες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιτύχει το ποσοστό κάλυψης στόχου 75% για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (≥65 ετών). Όσο για τον πνευμονιοκοκκικό εμβολιασμό, η υστέρησή του, ιδίως σε ενήλικες με χρόνια νοσήματα (σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακό, κάπνισμα κ.ο.κ.) έχει επισημανθεί με δραματικό τρόπο από τους φορείς δημόσιας υγείας.  
Ο εμβολιασμός ενάντια στον SARS-CoV2 καταγράφει ευτυχώς μια αυξητική τάση, με μεγάλες όμως αποκλίσεις όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά ακόμη και μεταξύ των περιφερειών μιας χώρας.  

Καλύτερη κατανομή των λιγοστών υγειονομικών πόρων  

Αναλυτές αξιολογούν αυτά τα ελλείμματα σε εμβολιασμούς συνδυαστικά, καθώς μαζί με την αυξανόμενη νοσηρότητα του SARS-CoV2 από νέες παραλλαγές και μεταλλάξεις δημιουργείται ένα δυσβάσταχτο κλινικό και οικονομικό φορτίο για τα συστήματα υγείας. 

Εκτός από τη βελτίωση των κλινικών αποτελεσμάτων για την υγεία, η επίτευξη υψηλών ποσοστών εμβολιαστικής κάλυψης των ενηλίκων, ιδίως ενάντια σε αναπνευστικά νοσήματα όπως η γρίπη, η COVID-19 και οι πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική εξοικονόμηση πόρων στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και ορθολογικότερη κατανομή τους. 

Μια πρόσφατη ανάλυση έδειξε ότι, εάν επιτυγχανόταν ποσοστό κάλυψης 100% ενάντια στη  γρίπη σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν 1,59 δισεκατομμύρια ευρώ από τη μείωση των νοσηλειών και 39,45 εκατομμύρια ευρώ από τη μείωση των επισκέψεων σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας. 

Μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης, σε όλες τις ηλικίες, κατά την πανδημία

Σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει τη σύγχυση που παρατηρήθηκε στη σειρά και τα μεσοδιαστήματα των επιμέρους εμβολιασμών, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, όπως και αντίστοιχες συμβουλευτικές επιτροπές σε άλλες χώρες, έδωσε οδηγίες για τον χρόνο πραγματοποίησης των εμβολιασμών ρουτίνας σε σχέση με τον εμβολιασμό κατά της COVID-19. Ειδικότερα αναφέρεται πως «τα εμβόλια COVID-19 mRNA συστήνεται να χορηγούνται με μεσοδιάστημα 7-14 ημερών από τα άλλα εμβόλια. Σε περίπτωση όμως που υπάρχει ανάγκη ταυτόχρονου ή με μικρότερο από το παραπάνω συνιστώμενο μεσοδιάστημα εμβολιασμού με εμβόλια ρουτίνας (π.χ. αντιγριπικό, πνευμονιοκόκκου κτλ), τότε αυτός διενεργείται κανονικά, χωρίς καθυστέρηση».  

Εδώ αξίζει να διευκρινιστεί πως ο αντι-πνευμονιοκοκκικός εμβολιασμός δεν έχει εποχικότητα και κάλλιστα μπορεί να διενεργηθεί σε ευάλωτες ομάδες ασθενών την άνοιξη και το καλοκαίρι. Έτσι αποφεύγεται κι ο «συνωστισμός» εμβολιασμών τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες.  
Η πρόσβαση σε εμβολιασμούς πρέπει να διευρυνθεί και να διευκολυνθεί από τους επαγγελματίες υγείας κατά τη διάρκεια επιδημιών και πανδημιών, ώστε να μην παρατηρείται μείωσή τους όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας που διανύουμε.

Οι επαγγελματίες υγείας έχουν τεκμηριωμένη εκπαίδευση και εμπειρία στη χορήγηση εμβολίων, στη λήψη ιστορικού φαρμάκων, στην παροχή συμβουλών και στη διαχείριση ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τη φαρμακευτική αγωγή. Συνεπώς, οι συστάσεις και οι διευκρινίσεις τους έχουν αποφασιστικό αντίκτυπο στα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης.