Health & Fitness

Ένας κόσμος δικός μου

Η στήλη για το τρέξιμο στην πόλη

Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι περισσότεροι φίλοι μου συναντιούνται σε μπαρ για να τα πουν. Εκεί, στο χαμηλό βραδινό φως και στη χαλάρωση που η νύχτα επιβάλλει, κουβεντιάζουν εκ βαθέων και εξομολογούνται μυστικά και αγωνίες με την ευεργετική συνδρομή του αλκοόλ - ή, άλλοτε, μένουν μόνοι μέσα στο πλήθος, για να σκεφτούν ή να διαλογιστούν. Υπάρχει κάτι σ΄αυτόν το συνδυασμό της νύχτας και του αλκοόλ που κάνει τη διάθεση πιο χαλαρή, τη σκέψη πιο εύστροφη, τη ματιά πιο διεισδυτική.

Για μένα, πάλι, δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό χαλαρωτικό από το τρέξιμο στους δρόμους της Αθήνας. Τις καθημερινές, στο τέλος της μέρας, μετά την ένταση της δουλειάς και τον καταιγισμό των ευθυνών, αλλάζω στα γρήγορα και βγαίνω για λίγους γύρους στο Λυκαβηττό. Κάποτε ανόρεχτα στην αρχή, χωρίς ενδιαφέρον για αθλητικές επιδόσεις, βγαίνω από συνήθεια και περιφέρω τις κακές μου σκέψεις στο δρόμο. Αφήνομαι στην επαχθή τους επανάληψη και τρέχω μηχανικά, δίχως πρόγραμμα και ρυθμό, με το νου ακόμα βυθισμένο σε ό,τι με βασάνιζε τη μέρα: εντάσεις και αγωνίες της δουλειάς, πιεστικές ημερομηνίες παράδοσης που πρέπει να τηρηθούν, λόγια που είπα ή άλλα που κακώς αποσιώπησα, τιμολόγια που πρέπει να πληρωθούν - τις συνηθισμένες αγωνίες.

Τέτοιες μέρες, στην πρώτη στροφή είμαι πάντα στραμμένη εντός μου – δεν παρακολουθώ το δρόμο ούτε ακούω τους ήχους του, «μηρυκάζω» απλώς τις δύσκολες σκέψεις και τις αφήνω να πάρουν κι άλλο χώρο στο κεφάλι μου, με μια ιδιότυπη γενναιοδωρία. Συχνά περνά ώρα πολλή για να αρχίσουν να καταλαγιάζουν από μόνες τους, χωρίς τη δική μου προσπάθεια. Η ευλογημένη επανάληψη των βημάτων και ο ρυθμός που κατακτούν σταδιακά τα πόδια αναγκαστικά με βγάζουν από το σώμα και αθόρυβα, σχεδόν μαγικά, κάνουν τις μαύρες σκέψεις να αποδυναμώνονται και να σβήνουν. Περνά ένα διάστημα χωρίς σκέψεις, με το νου άδειο από όλα, χαρές και λύπες. Κι έπειτα, ένα κύμα αισιοδοξίας που ακολουθεί κάθε μικρή ή μεγάλη μπόρα του μυαλού – η αίσθηση πως όλα θα γίνουν, πως θα βρω λύσεις και δύναμη να αντιμετωπίσω τη ζωή, με τη σιγουριά που μου δίνει αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση των ποδιών που οδηγεί διαρκώς μπροστά, στο καινούργιο. Το σώμα θεραπεύει αθόρυβα το νου και, πάντα σχεδόν, επιστρέφω στη βάση μου πιο ανάλαφρη, με το κεφάλι μια ιδέα ψηλότερα, το βλέμμα πιο καθαρό και τις σκέψεις βαφτισμένες από τις ενδορφίνες.

Είναι φορές, λοιπόν, που τρέχω για να ανασάνω. Φορές που ντύνομαι μηχανικά, φοράω τα παπούτσια και βρίσκομαι στο δρόμο ασυναίσθητα, χωρίς να υπακούω σε πρόγραμμα ή προπονητικό πλάνο. Από συνήθεια, όπως άλλοι ανάβουν ένα τσιγάρο ή βάζουν ένα ποτό, με διάθεση αυτοθεραπευτική, βγαίνω για να σωπάσω το μυαλό και να μηδενίσω τις κακές σκέψεις, να αφήσω το αεράκι να φυσήξει μέσα μου και να ξορκίσει κάθε κακό. Κι είναι άλλες φορές που βγαίνω ακριβώς για το αντίθετο - για να βυθιστώ σε σκέψεις όμορφες και δημιουργικές, να ονειρευτώ και να χαθώ. Τρέχω ζητώντας, υποσυνείδητα, λίγο χρόνο για μένα – χρόνο για να αφεθώ στη ζωή, να δώσω λίγο χώρο στην ομορφιά της, χωρίς περισπασμούς. Να βρεθώ μόνη και να ακούσω τη δική μου φωνή καθαρά και δυνατά.

Τέτοιες στιγμές, οι σκέψεις, ευεργετικές και ξεκάθαρες, δίνουν υπόσταση στον αφανή μου κόσμο. Κάποτε είναι τα όνειρα που ανοίγουν το δρόμο μου – επιθυμίες κρυμμένες, που αναζητούν τη στιγμή για να σταθούν για λίγο στο φως, πριν ξεκινήσει ο καταναγκαστικός διαχωρισμός τους σε εφικτές και ανέφικτες. Άλλοτε είναι η μεθυστική αναπόληση όσων θέλω να κρατήσω ακόμα στη σκέψη, πριν φθαρούν απ’ το πηγαινέλα της ζωής. Κι άλλες φορές είναι απλά η διάθεση να ζήσω τη στιγμή, μηδενίζοντας το χρόνο – να κρατήσω μέσα μου, λίγο περισσότερο, την ομορφιά του πρωινού, την αίσθηση της ζέστης στο δέρμα, τη φρέσκια μυρωδιά του πεύκου, το δειλινό που απλώνεται στην πόλη. Επιστρέφω με κάτι από τη χαρά του παιδικού παιχνιδιού – κούραση και λαχάνιασμα στην αναπνοή και, μαζί, τη βεβαιότητα πως υπάρχει ένας άλλος, αλώβητος κόσμος μες στον κόσμο. Ένας κόσμος δικός μου αποκλειστικά, με σημαιάκι την ελευθερία.