Health & Fitness

Βασίλης Χρονόπουλος: Ένας braingainer στην εποχή του brain drain

Η ιστορία του οδοντιάτρου, καθηγητή πανεπιστημίων του εξωτερικού, που αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας braingainer στην εποχή του brain drain: Πώς ο οδοντίατρος Βασίλης Χρονόπουλος αποφάσισε να επιστρέψει

Στα χρόνια του brain drain η ιστορία του Βασίλη Χρονόπουλου είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική. Διαπρεπής οδοντίατρος, με ειδικότητα στην προσθετική, σπούδασε στην Οδοντοτιατρική Αθηνών, άνοιξε το ιατρείο του στην Ελλάδα και μετά δίδαξε και εργάστηκε στο εξωτερικό. Και, πλέον, αποφάσισε να επιστρέψει. Το πώς στάθμισε τα πράγματα και κατέληξε στις αποφάσεις του, για τα ατελείωτα ταξίδια του, για τη ζωή στη μακρινή Αυστραλία, για την οδοντιατρική κλινική την οποία έστησε στην Αθήνα με υπηρεσίες διεθνών προδιαγραφών, μας διηγείται ο ίδιος.


Η απόφαση για σπουδές στην Οδοντιατρική, το μεταπτυχιακό στο Μιλγουόκι και το ιατρείο στην Αθήνα.

Δεν υπήρχε κάποιος οδοντίατρος στο οικογενειακό μου περιβάλλον, όμως είχα στο μυαλό μου την Οδοντιατρική. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να δώσω πανελλήνιες, δήλωσα μόνο την Οδοντιατρική Αθηνών και, μάλιστα, κάποιοι με ρωτούσαν έκπληκτοι γιατί δεν δήλωσα και άλλες σχολές. Μπήκα το 1983 και στη συνέχεια έκανα μεταπτυχιακό στην προσθετική στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Μιλγουόκι, για τρία χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμουν να μείνω στην Αμερική, αλλά το μυαλό μου ήταν πάντα στην Ελλάδα κι έτσι επέστρεψα. Έκανα το διδακτορικό μου εδώ, στην Οδοντιατρική Αθηνών, η οποία τότε βρισκόταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, είχα παράλληλα και το ιατρείο μου, έγινα λέκτορας στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια επίκουρος καθηγητής. 

Οι πρώτες επαφές με το εξωτερικό.

Διατηρούσα πολλές και καλές επαφές στο εξωτερικό, ήμουν επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια στην Αμερική και την Αυστραλία. Ήδη από το 2010 με είχαν προσεγγίσει από το Griffith University της Αυστραλίας, όπου ήθελαν να οργανώσουν ένα μεταπτυχιακό για τα εμφυτεύματα, ζητώντας μου να τους βοηθήσω. Έτσι άρχισε η σχέση. Το 2012 μου πρότειναν τη θέση του καθηγητή επανορθωτικής οδοντιατρικής και ένα χρόνο μετά μετακόμισα στην Αυστραλία.

Η απόφαση να φύγει στο εξωτερικό.

Ήταν η περίοδος όπου βρισκόμασταν για τα καλά μέσα στην κρίση, όμως δεν ήταν το οικονομικό το κύριο αίτιο που με έκανε να φύγω. Ήταν μια σειρά από παράγοντες, να το πω πιο απλά σαν «να μπήκαν οι πλανήτες στη σειρά». Είχα την προοπτική μιας νέας ακαδημαϊκής καριέρας που έδινε τη δυνατότητα για περαιτέρω επιστημονική εξέλιξη σε μια από τις πλέον νεοϊδρυθείσες οδοντιατρικές σχολές σε παγκόσμιο επίπεδο. Και όλα αυτά σε μια χώρα που εξασφαλίζει υψηλού επιπέδου υποδομές.

Από την άλλη, ως μοναχοπαίδι το σκεφτόμουν δυο φορές να φύγω, όμως οι γονείς μου ήταν υποστηρικτικοί. Βάλτε ότι μου αρέσει να δοκιμάζω νέα πράγματα, και τελικά έφυγα για την Αυστραλία, διατηρώντας παράλληλα το ιατρείο μου στην Αθήνα, όπου υπήρχε ήδη μία πολύ καλή ομάδα εξειδικευμένων επιστημόνων.

Η ζωή στο Γκολντ Κόουστ.

Στο Γκολντ Κόουστ πήγαμε μαζί με την τότε σύντροφό μου και νυν σύζυγό μου, η οποία είναι επίσης οδοντίατρος και έγινε Λέκτορας στο Griffith University. Η Αυστραλία είναι μια χώρα που υποδέχεται πολλούς μετανάστες και είναι έτσι οργανωμένη ώστε να τους κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Στο πανεπιστήμιο, μάλιστα, μας έκαναν και σεμινάριο για τον τρόπο ζωής εκεί. Το Γκολντ Κόουστ, η Χρυσή Ακτή, είναι μία πόλη περίπου 700.000 κατοίκων, η προέκταση του Μπρίσμπεϊν, με την πόλη να αναπτύσσεται σε τρεις άξονες,  τον τουρισμό, την υγεία και την παιδεία. Τα πράγματα εκεί ήταν πολύ διαφορετικά. Ο μισθός μου ως καθηγητής ήταν πολλαπλάσιος σε σχέση με την Ελλάδα, ενώ το κόστος ζωής στο Γκολντ Κόουστ ήταν λίγο πιο ακριβό σε σχέση με την Αθήνα. Αλλά στην Αυστραλία αισθάνεσαι ότι τα χρήματά σου πιάνουν τόπο. Μπορεί η φορολογία να είναι υψηλή, στο 45%, αλλά φυσικά όχι από το πρώτο ευρώ όπως εδώ, αλλά υπάρχει ανταποδοτικότητα, κοινωνική  πρόνοια, δεν υπάρχει εγκληματικότητα, είναι γενικώς το βιοτικό επίπεδο πολύ πιο υψηλό. Επιπλέον δεν υπάρχει ανεργία και δημιουργούνται συνεχώς νέες θέσεις εργασίας.

Το ιατρείο στην Αυστραλία, η γέννηση του Νικόλα και τα συνεχόμενα ταξίδια.

Στο Γκολντ Κόουστ άνοιξα ιατρείο σε έναν πολύ μεγάλο όμιλο με περίπου 20 κλινικές. Εκεί ευδοκιμεί ο ιατρικός τουρισμός και δίνεται έμφαση όχι μόνο στην υγεία, αλλά και στην εξωτερική εμφάνιση. Εγώ προσπάθησα, και νομίζω ότι τα κατάφερα σε μεγάλο βαθμό, να τους επικοινωνήσω την έννοια της αρμονίας και της αισθητικής με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Μετά, το 2016, γεννήθηκε ο γιος μου ο Νικόλας. Πριν κλείσει τα τρία του χρόνια είχε κάνει 13 ταξίδια Αυστραλία-Ελλάδα τα οποία απολάμβανε κιόλας, δεν τον είδαμε να κλαίει ποτέ. Να πω ότι όλη αυτή την περίοδο έκανα συνεχόμενα ταξίδια Αυστραλία – Ελλάδα, περίπου οκτώ φορές το χρόνο, όχι μόνο για να δω τους δικούς μου, αλλά και για να παρακολουθήσω τα πιο απαιτητικά από τα περιστατικά που αναλάμβανε το ιατρείο στην Αθήνα.

Η απόφαση για την επιστροφή.

Θα έλεγα πως η απόφαση να φύγω ήταν πιο εύκολη από την απόφαση να γυρίσω. Γενικά, θέλαμε να είμαστε Ελλάδα, θέλαμε το παιδί να περνάει χρόνο με τους παππούδες και τις γιαγιάδες του και να ανατραφεί ως Έλληνας. Όμως δεν είναι εύκολο να φύγεις από μια κοινωνία που σου δίνει ποιότητα ζωής, τη δυνατότητα να εξελιχθείς σε μια χώρα με υψηλό βιοτικό επίπεδο και που έχει πάντα καλοκαίρι. Το μόνο μειονέκτημα, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι, είναι ότι όλα είναι πολύ ήρεμα. Από την άλλη, η Ελλάδα άρχισε να μπαίνει σε μια άλλη τροχιά, με μεγαλύτερα περιθώρια οικονομικής ανάπτυξης και, πιστεύω, και αλλαγής στη νοοτροπία. Και ήθελα να είμαι μέρος αυτής της νέας εποχής για τη χώρα μου. 

Επίσης, πολύ σημαντικό για εμένα, η προοπτική να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο, στην Οδοντιατρική Αθηνών και να συμβάλλω με την εμπειρία που έχω αποκομίσει στην εκπαίδευση των μελλοντικών επιστημόνων της χώρας μας. Έτσι, από τον Αύγουστο έχουμε μετακομίσει με την οικογένειά μου μόνιμα στην Αθήνα, αν και εγώ κάνω ακόμα κάποια ταξίδια, καθώς με χρειάζονται ακόμη στο ιατρείο, στο Γκολντ Κόουστ.

Η συμβουλή του σε κάποιον που θέλει να φύγει.

Αυτή τη στιγμή μεγάλος αριθμός πρώην φοιτητών  μου είναι είτε καθηγητές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, είτε έχουν μια επιτυχημένη καριέρα στο εξωτερικό. Όποιος με ρωτάει πάντα λέω ότι ο καθένας θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, αν υπάρχει η δυνατότητα να ανοίξει τους ορίζοντές του, να βελτιωθεί και μετά από κάποια χρόνια να γυρίσει και ό,τι έμαθε να το φέρει πίσω. Εγώ είμαι ευγνώμων που σπούδασα δωρεάν. Μερικά πράγματα τα θεωρούμε αυτονόητα αλλά δεν είναι έτσι. Στο εξωτερικό μπορεί ένας φοιτητής να δίνει 50, 70 ή και 100 χιλιάδες ευρώ το χρόνο για να σπουδάσει, στην Ελλάδα όμως έχουμε δωρεάν παιδεία. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό αλλά να το εκτιμάμε και να προσπαθούμε να υποστηρίξουμε την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, ο καθένας στο μέτρο που του αναλογεί.

Το ιατρείο στην Αθήνα.

Δεν αποτελεί το παραδοσιακό ιατρείο του ενός οδοντιάτρου. Από το 1991 ήδη είχα πλαισιωθεί από φοιτητές μου, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν συνεργάτες και συνέταιροι. Έτσι, δημιουργήθηκε μια οδοντιατρική κλινική *, άρτια εξοπλισμένη, με εξατομικευμένη φροντίδα, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει οτιδήποτε στο φάσμα της σύγχρονης οδοντιατρικής. Για να το πω πιο απλά, δεν υπάρχει κάτι που να γίνεται στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες ή το Λονδίνο που να μην γίνεται εξίσου σωστά και εδώ. Εφαρμόζουμε κλασικές θεραπείες αλλά και πρωτοποριακές και, μάλιστα, μας καλούν σε ξένα πανεπιστήμια να διδάξουμε όλα αυτά που εφαρμόζουμε.  


Ο Βασίλης Χρονόπουλος, εκτός από άρτια καταρτισμένος επιστήμονας, με περισσότερες από 100 δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και περίπου 300 ομιλίες σε όλο τον κόσμο πάνω σε όλο το φάσμα της προσθετικής, είναι και ένας πολύ εγκάρδιος τύπος. Όταν λέει ότι η σχέση με τους ασθενείς του δεν είναι απρόσωπη το εννοεί. Σε κανέναν δεν είναι εύκολο να κάθεται στην οδοντιατρική πολυθρόνα. Αν όμως τον αφήσετε να σας μιλήσει για το δεύτερο πάθος του, τη γαστρονομία, η ώρα θα περάσει νεράκι. Θα σας πει για τα κρασιά που του αρέσει να δοκιμάζει, για τους Έλληνες σεφ που είναι φίλοι του (αρκετοί και ασθενείς του), για τα τριάστερα ευρωπαϊκά εστιατόρια (έχει πάει στα περισσότερα), για τα στέκια του στην Αθήνα, το Βαρούλκο αν προτιμάει ψάρι, το Basegrill για κρέας, την Κουκουβάγια για κάτι πιο καθημερινό ή τη Σπονδή αν θέλει γαλλικό. Και πότε πότε θα σας διηγείται και ιστορίες από τη μακρινή Αυστραλία.

*Περισσότερες πληροφορίες για την οδοντιατρική κλινική μπορείτε να δείτε εδώ: www.identical.gr