Health & Fitness

Αναμέτρηση με τον μύθο

«Μοναδικός μου στόχος και φαντάζομαι στόχος σχεδόν όλων όσων τον τρέχουν για πρώτη φορά, να τερματίσω μέσα στο χρονικό όριο των 10 ωρών»

Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 619
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μαραθώνιος του Ολύμπου αποτελεί την τελετή ενηλικίωσης όσων αγαπούν το ορεινό τρέξιμο. Είναι χωρίς αμφιβολία ο πιο δύσκολος, σε αυτές τις αποστάσεις, και βέβαια ο πιο εμβληματικός με το μύθο που κουβαλά. Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ ότι μπορώ να τον τρέξω. Όταν αγαπάς το βουνό όμως, κάποια στιγμή μπαίνει μέσα σου η ιδέα και σιγά-σιγά ωριμάζει. Αναζητάς πάντα την επόμενη πρόκληση, λίγο πιο δύσκολη από την προηγούμενη. Ώσπου έρχεται η ώρα του Ολύμπου.  Έτσι τουλάχιστον συνέβη με μένα και πέρσι το αποφάσισα. Τον προσέγγισα με όλο το απαιτούμενο δέος. Μοναδικός μου στόχος και φαντάζομαι στόχος σχεδόν όλων όσων τον τρέχουν για πρώτη φορά, να τερματίσω μέσα στο χρονικό όριο των 10 ωρών.  

Είναι ένας αγώνας ο οποίος σε απορροφά. Κατ’ αρχήν για την προπόνηση. Ξεκινάς μήνες πριν βάζοντας κάθε Σαββατοκύριακο τρίωρα, τετράωρα ή και πεντάωρα στο βουνό. Με όλους τους καιρούς και σε όλα τα τερέν. Βρεθήκαμε στην κορυφή της Πάρνηθας με μισό μέτρο χιόνι, με αέρα τόσο δυνατό που σου πονάει το πρόσωπο ή πάλι με βροχή να γλιστράς σε κάθε διασκελισμό. Σε ανηφόρες που μου έκοβαν την ανάσα, σε μονοπάτια στη σκιά των ελάτων ή σε «τεχνικές» κατηφόρες που το μόνο που θες είναι να μην κουτρουβαλιαστείς. Κι όλα αυτά μέσα σε μια διαρκή αβεβαιότητα. Έχω προπονηθεί αρκετά; Θα καταφέρω να βγάλω τη διαδρομή; Τι είναι αυτό που πάω να κάνω; Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν ξεκινήσαμε φέτος την προετοιμασία, πόσο ανησυχούσε ο φίλος μου ο Στέφανος για το πώς θα αντιδράσει το σώμα του όταν θα είναι αναγκασμένος να τρέχει τόσες ώρες. Ο φόβος του αγνώστου. 

Ύστερα είναι η ψυχολογική προετοιμασία, η προσπάθεια να αποφασίσεις την τακτική σου. Διαβάζεις τη διαδρομή, προσπαθείς να την φανταστείς, την χωρίζεις σε τμήματα, βάζεις τα δικά σου χρονικά όρια. Θυμάμαι πέρσι την αγωνία μου, στα πρώτα 10 χιλιόμετρα, με 1.000 μέτρα υψομετρική διαφορά, το χρονικό όριο ήταν δύο ώρες. Υπολόγιζα ότι το φτάνω τσίμα τσίμα. Πράγματι έκανα 1 ώρα και 56 λεπτά. Σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια, ο μεγάλος κίνδυνος είναι να πιέσεις τον εαυτό σου και να ξεκινήσεις πιο γρήγορα από ό,τι αντέχεις. Με μαθηματική σχεδόν βεβαιότητα θα έρθει κάποια στιγμή που θα σκάσεις. Ακόμα και αν καταφέρεις να τερματίσεις, θα υποφέρεις. Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο μάθημα που έχω πάρει όλα αυτά τα χρόνια για τους αγώνες βουνού και όχι μόνο. Ο Ηλίας Ζαχαρόγιαννης, παλιός πρωταθλητής, καθηγητής στα ΤΕΦΑΑ και από τους πιο καταρτισμένους προπονητές, με είχε υποχρεώσει στο μαραθώνιο του Ζαγορίου να έχω καρδιοσυχνόμετρο ώστε οι σφυγμοί μου στο πρώτο τετράωρο να μην ανέβουν πάνω από το όριο αντοχής μου. Μετά το τετράωρο, μου εξήγησε, θα είσαι τόσο κουρασμένος που δεν θα μπορείς να πιέσεις τον εαυτό σου. Ακολούθησα ευλαβικά τη συμβουλή του κι ήταν ο πιο ξεκούραστος μαραθώνιος της ζωής μου. Εύκολο να το λες, στον Όλυμπο όμως δύσκολο να το κάνεις, καθώς στα πρώτα 20 χιλιόμετρα ανεβαίνεις μια συνεχόμενη ανηφόρα με πάνω από 2.500 υψομετρική. Κουράζεσαι μόνο που το σκέφτεσαι. Φέτος πάντως το όριο για τα πρώτα 10 χιλιόμετρα ειναι 2 ώρες και 20 λεπτά. Πράγμα που σημαίνει ότι για εμάς τους αργούς δρομείς δεν υπάρχει πίεση να ξεκινήσουμε πιο γρήγορα από το ρυθμό που αντέχουμε. 

Η μεγάλη δυσκολία στον Όλυμπο ωστόσο είναι η κατηφόρα. Όταν περάσεις το οροπέδιο των Μουσών και τον περίφημο θρόνο του Δία, μπαίνεις στα Ζωνάρια και μια απότομη κατηφόρα, για περίπου 7 χιλιόμετρα, που σε διαλύει. Σαν να μη φτάνει αυτό, το έδαφος είναι χώμα με ψιλή πέτρα που γλιστράει διαολεμένα. Με πέρναγαν σαν σταματημένο οι άλλοι δρομείς κι όταν έφτασα στα Πριόνια, για πρώτη φορά σε αγώνα, δεν ήμουν βέβαιος αν θα αντέξω ως τον τερματισμό. Δεν ήταν τόσο η κούραση όσο ο πόνος σε γόνατα και ισχία. Τελικά τερμάτισα περπατώντας στα 2 τελευταία χιλιόμετρα, μαζί με μια άλλη εύθυμη πάντως παρέα δρομέων, καθώς συνειδητοποιούσαμε ότι παρά την εξάντληση θα τερματίσουμε εντός χρόνου.

 

Μέρος της τακτικής είναι ακόμα η σωστή διατροφή και ενυδάτωση. Η πρώτη δυσκολία είναι το πρωινό. Η εκκίνηση του αγώνα είναι στις 6 το πρωί! Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξυπνήσεις μέσα στη νύχτα, τουλάχιστον 3 ώρες νωρίτερα, με το στομάχι κόμπο από τη σχετική αγωνία και να υποχρεώσεις τον εαυτό σου να φάει ένα πλούσιο πρωινό 800 θερμίδων για να ξεκινήσεις γεμάτος ενέργεια αλλά και να έχεις προλάβει να χωνέψεις. Νύχτα είναι και όταν φεύγεις από το ξενοδοχείο, καθώς η εκκίνηση είναι κάποια χιλιόμετρα μακριά, στον αρχαιολογικό χώρο του Δίον, και οι περισσότεροι μένουμε στο Λιτόχωρο. Όταν φτάνεις γελάς και χαίρεσαι με όλους τους συναθλητές, η ψυχούλα σου όμως ξέρει πώς αισθάνεσαι. Μέχρι να ξεκινήσεις, βέβαια, οπότε παύεις να σκέφτεσαι. 

Στη διαδρομή ο δικός μου κανόνας είναι να παίρνω περίπου 50 γραμμάρια υδατάνθρακες την ώρα. Με βολεύουν τα τζελάκια, που κατεβαίνουν πιο εύκολα, και μάλιστα τα σχετικά πιο αραιά. Μια φορά που πήρα μπάρες ανακάλυψα ότι μου ήταν πολύ δύσκολο να μασήσω τρέχοντας. Φυσικά ο καθένας κάνει τις προσωπικές του επιλογές ανάλογα με τις ανάγκες του αλλά και τι του πηγαίνει.  Στους σταθμούς τρώω ό,τι βρω με προτίμηση στα αλμυρά για να αναπληρώσω κάπως τις απώλειες από τον ιδρώτα. Στο θέμα αυτό πάντως, αν και πόσο αλάτι χρειαζόμαστε, υπάρχουν πολλές διαφωνίες. Πιο δύσκολη είναι η ισορροπία με το νερό. Όσο ανεβαίνεις και είναι δροσερά, δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Στα τελευταία 10 χιλιόμετρα ωστόσο, στον Ενιπέα, με τη ζέστη, τα πράγματα δυσκολεύουν. Ιδίως για μας τους αργούς δρομείς, που φτάνουμε μεσημέρι. Παρά το ότι κουβαλούσα ένα λίτρο νερό μαζί μου και το ανανέωνα σε όλους τους σταθμούς, δεν έχω ξαναδιψάσει τόσο σε αγώνα. Πάντως και στην τροφοδοσία ο προπονητής Δημήτρης Κασίμης πιστεύει ότι το μυστικό είναι να ξεκινήσεις στο σωστό ρυθμό. Τα υπόλοιπα ακολουθούν. Αν παρασυρθείς, αν αρχίσεις να ξεχνάς να πάρεις ενέργεια, κινδυνεύεις να μείνεις από δυνάμεις. 

Ο Παντελής Καψής με τον Νίκο Μαραντζίδη

Ο Παντελής Καψής με τον Νίκο Μαραντζίδη

Τακτική, ανεφοδιασμός, το επόμενο ζήτημα είναι φυσικά ο εξοπλισμός. Ποια ειναι τα σωστά παπούτσια; Ελαφριά για ταχύτητα ή πιο βαριά για προστασία; Για τη δική μου κατηγορία επιλέγω ασυζητητί προστασία. Παίρνουμε μπατόν; Ορισμένοι ορκίζονται σε αυτά, άλλοι πάλι θεωρούμε μεγαλύτερο τον μπελά να τα κουβαλάμε. Και το νερό; Σε υδρόσακκο, σε ζώνη ή σε γιλέκο; Οι γρήγοροι επιλέγουν το μικρότερο βάρος. Όσοι ξέρουμε ότι θα χρειαστούμε πολλές ώρες, επιλέγουμε πιο βαρύ εξοπλισμό. Η ιδέα που μου κατέβηκε φέτος πάντως είναι να ανέβω, όσο θα είναι δροσερά, με τη μισή ποσότητα νερού, ώστε να εχω μισό κιλό λιγότερο βάρος και να γεμίσω στην κατηφόρα. Το συζήτησα με τον Δημήτρη Κασίμη και την ενέκρινε.  Ίδωμεν. 

Καλά όλα αυτά, θα πείτε. Και η απόλαυση πού βρίσκεται; Μόνο άγχος, ιδρώτας και δάκρυα; Φυσικά όχι. Στη διάρκεια του αγώνα είναι οι πολλές στιγμές της ευφορίας.  Όταν αντικρίζεις ξέπνοος από την ανάβαση τις θεόρατες οξιές που μένεις να τις θαυμάσεις. Όταν βγεις στην πρώτη κορυφή, και η θέα από κάτω φτάνει μέχρι τη χερσόνησο του Άθω. Όταν τρέχεις ακριβώς πάνω στο διάσελο και νομίζεις ότι πετάς. Όταν παίρνεις το μονοπάτι κάτω από το  θρόνο του Δία, με τους τεράστιους κάθετους βράχους δεξιά σου και το χάος αριστερά σου. Και βέβαια όταν τερματίζεις βουρκωμένος σχεδόν από τη συγκίνηση ότι τα κατάφερες. Θυμάμαι πέρσι για ένα δυο λεπτά δυσκολευόμουν σχεδόν να αναπνεύσω από την ένταση και την κούραση.  Περιέργως μετά από λίγες ημέρες μόνο αυτές τις στιγμές θυμάσαι. Στιγμές που γίνονται αναμνήσεις για πολλά χρονιά, ενδεχομένως και για μια ολόκληρη ζωή.