Θεματα

Τι κακό έχει τελικά το να είσαι «το γκαρσόνι της Ευρώπης»;

Η τουριστική σεζόν ξεκινάει και επίσημα, μεγάλη όμως είναι η έλλειψη προσωπικού

Γιάννης Κοροβέσης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πόσο ακόμα θα παραμένει «ακατάστατος» ο κλάδος των εργαζομένων στην εστίαση;

Σε αυτήν την αναχρονιστική και λαϊκίστικη φράση του Ανδρέα Παπανδρέου συνοψίζεται η νοοτροπία της πλειονότητας των Ελλήνων, αφού εδώ και περισσότερα από σαράντα χρόνια, το να ασχολείται κανείς με τον τουρισμό και την εστίαση θεωρείται κατώτερο των πραγματικών μας δυνατοτήτων. Ευτυχώς, κάποιοι έκλεισαν τα αυτιά τους στη βροντερή φωνή του πάλαι ποτέ ηγέτη που την ξεστόμισε, επένδυσαν στην εστίαση και δικαιώθηκαν, θέτοντας τις βάσεις για το ελληνικό θαύμα του τουρισμού.

Και αποτελεί όντως θαύμα, ένα παράδοξο θαύμα, αφού εν έτει 2022 ναι μεν συμβάλει ουσιαστικά στο ΑΕΠ της χώρας, και στη μείωση της ανεργίας, ένας κλάδος που εδώ και χρόνια αντιστέκεται σθεναρά στην κρίση, πλην όμως παραμένει ακόμη «ακατάστατος», ως εκ τούτου, και μια επαγγελματική κατεύθυνση διόλου θελκτική για εκείνους που μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσης αποζητούν τουλάχιστον τα βασικά· επαγγελματική σταθερότητα, ασφάλιση, αξιοπρεπές περιβάλλον εργασίας, συνέπεια στις πληρωμές. Διότι, περί αυτού πρόκειται. Έτσι, ακόμη και με την κατά 13% άμεση συμβολή της εστίασης και του τουρισμού στο ετήσιο ΑΕΠ, παρόλο που απασχολεί το σχεδόν 11% των εργαζομένων της χώρας, ακόμη αντιμετωπίζεται από την πλειονότητα αυτών ως ένα περιστασιακό επάγγελμα. Από τους 656,342 που απασχολούνταν το 2019 στον τουρισμό και στην εστίαση (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ), ελάχιστοι ονειρεύονται να συνταξιοδοτηθούν από τον ίδιο κλάδο. Κάντε το πείραμα να ρωτήσετε γνωστούς και φίλους, να δείτε τι θα σας απαντήσουν.

Κάθε χρόνο, εκεί γύρω στις μέρες του Πάσχα -περίοδος που οι περισσότερες εποχιακές επιχειρήσεις ετοιμάζονται για τη σεζόν- ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση για την έλλειψη προσωπικού, για τους χαμηλούς μισθούς, για τις συνθήκες εργασίας κι έτσι βρίσκει χώρο ο καθένας για να πετάξει την ανοησία του. Οι μισθοί, για παράδειγμα, δεν είναι χαμηλοί. Πώς μπορεί να θεωρηθεί χαμηλός ένας μισθός της τάξης των 1200 – 1600 ευρώ τον μήνα που προσφέρεται σε ανθρώπους χωρίς πτυχίο, πολλές φορές και σε εντελώς ανειδίκευτους, όταν η κλαδική σύμβαση που έχει υπογραφεί είναι στα 792 έως 863 ευρώ;

Οι ίδιοι, γραφικοί, που έχουν άποψη για τα πάντα, μας ζάλισαν πέρυσι με την επιδοματική πολιτική, ότι δήθεν αποτρέπει τον κόσμο από το να εργαστεί. Φέτος όμως που κόπηκαν τα επιδόματα, αυξήθηκε η έλλειψη σε προσωπικό, τα προβλήματα εντάθηκαν. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό άραγε;

Το πρόβλημα ξεκινά από το ότι κανείς σχεδόν δε θέλει να αμείβεται με τα νόμιμα, να έχει την ασφάλειά του, τα επιδόματά του, ούτε καν τα ρεπό του δε θέλει, προτιμά να τα παίρνει όλα σε επιπλέον, συνήθως μαύρα, χρήματα και να εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα. Γιατί «έλα, μωρέ, να δουλέψω για ένα καλοκαίρι, να ανοίξω ένα δικό μου σουβλατζίδικο/καφέ/μπαρ το χειμώνα» ή «να δουλέψω το καλοκαίρι και τον χειμώνα πάλι στο θέατρο». Και κάπως έτσι διαιωνίζεται η  «τσαπατσουλιά» του χώρου της εστίασης, συνεχίζει να κυκλοφορεί μαύρο χρήμα και οι άνθρωποι που υπό αξιοπρεπείς συνθήκες δε θα είχαν κανένα πρόβλημα να συνταξιοδοτηθούν ως τα γκαρσόνια, οι μπάρμαν, οι ρεσεψιονίστ και οι καμαριέρες της Ευρώπης, αναζητούν κι αυτοί σε άλλους κλάδους επαγγελματική στέγη, παρόλο τον κύκλο εργασιών του τουρισμού στην Ελλάδα. 

Εντωμεταξύ, η ζήτηση πλέον είναι τόσο μεγάλη στον τουρισμό που σίγουρα κάποιος θα βρει τα χρήματα που θέλει, επιλέγοντας όποιον προορισμό σε νησιά ή στην ηπειρωτική Ελλάδα θέλει. Το πρόβλημα σε καμία περίπτωση δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στο αν θα τα πάρει αυτά τα χρήματα. Τα περίφημα «πιστόλια» που πέφτουν στις εποχιακές επιχειρήσεις είναι ακόμη και σήμερα συχνό φαινόμενο. Χρήματα που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών και που τελικά χάνονται υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Για να είμαι όμως δίκαιος θα πρέπει να μιλήσω και για τα πιστόλια που πέφτουν από την πλευρά των εργαζομένων. Όσο συνηθισμένο φαινόμενο κι αν είναι να χάσει ένας εργαζόμενος τα χρήματά του από μια επιχείρηση, άλλο τόσο συνηθισμένο είναι ο εργαζόμενος να κρεμάσει την επιχείρηση μέχρι και μια εβδομάδα πριν την έναρξη της σεζόν ή στη μέση της σεζόν, Ιούλιο μήνα, γιατί μπορεί να έκλεισε κάπου αλλού με 50 ευρώ παραπάνω το μήνα ή γιατί μπορεί να αποφάσισε να πάει διακοπές…

Η όλη κατάσταση θυμίζει χρηματιστήριο, αν όχι καζίνο, το τζογάρισμα δίνει και παίρνει, με υποσχέσεις επί υποσχέσεων, τηλεφωνήματα και συνεντεύξεις και τελικά ο ένας αποδεικνύεται πιο αναξιόπιστος από τον άλλον, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι. 

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η τρέχουσα κατάσταση δείχνει να βολεύει και τις τρεις εμπλεκόμενες πλευρές της· τις ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις που ανοίγουν εντός ενός χαλαρού πλαισίου, με ελάχιστο έλεγχο (κάποιες εκ των οποίων κλείνουν μέσα σε λιγότερα από δύο χρόνια, διοχετεύοντας την αγορά με μαύρο χρήμα), τους εργαζομένους που στην πλειονότητά τους αντιμετωπίζουν την εργασία στον κλάδο της εστίασης ως οικονομικό συμπλήρωμα στο εισόδημά τους και το κράτος που βολεύεται με τη φορολογία και δεν το απασχολεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, κάτι του τύπου «Ο Ολυμπιακός και το Αιγάλεω να κερδάνε και όλοι οι άλλοι να πάνε να γ@μηθούν».