Θεματα

Η δημοσιογραφία της γεύσης

Η κοινωνία της γεύσης από τον Κώστα Τσίγκα

Κώστας Τσίγκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι κάνει κάποιον να προτιμάει να διαβάσει σε ένα περιοδικό μια συνταγή για μουσακά από το να βλέπει topless φωτογραφίες της Rita Ora, -μακάρι να ήξερα ποια είναι αυτή-, ή να προτιμά κάποια παρουσίαση εστιατορίου από το να διαβάζει σκανδαλιστικές λεπτομέρειες για την καθημερινότητα του ζεύγους Brad Pitt- Angelina Jolie;

Το θέμα είναι ότι η γραφή και η αφήγηση του φαγητού έχει κατακλύσει τις επιλογές μας σε όλα τα media. Εγώ ο ίδιος μάλιστα, μόλις συνειδητοποίησα ότι γράφω περισσότερο απ' όσο μαγειρεύω. Κάτι σαν το ανέκδοτο με τους παππούδες που έχουν βγάλει τα μωρά τους βόλτα και μόλις ο ένας λέει στον άλλο “μα πόσο όμορφο είναι το εγγόνι σου”, εκείνος απαντά, “και που να δεις φωτογραφία του”.

Γράφω πολλά χρόνια τώρα συνταγές αλλά ποτέ δεν μπορούσα να τις εκφράσω σαν αγάπη προς το φαγητό. Ίσως γιατί οι συνταγές φεύγουν από αυτόν που τις γράφει, μεταφράζονται σε νούμερα και εκτελούνται σαν νούμερα από κάποιον άλλο. Επίσης, οι συνταγές, πέρα από το καθοριστικό γεγονός ότι δεν περιέχουν-προσφέρουν φαγητό, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ταξική στάση και θέση αυτού που τις διαβάζει.

n

Οι συνταγές δεν λένε ιστορίες, ίσως τις κωδικοποιούν, αλλά δεν διαβάζονται, εκτελούνται. Πιθανά αυτός είναι και ο λόγος που στο internet βρήκαν το φυσικό τους χώρο. Υπάρχουν δύο είδη γραφής συνήθως σχετικά με το φαγητό. Αυτή για τους ανθρώπους που αγαπούν το φαγητό και αυτή για τους ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο και τα τρικ γύρω από το φαγητό. Πρόκειται για μια διχοτόμηση που εκφράζεται ανάμεσα και σε αυτούς τους ίδιους που γράφουν. Μέχρι πρόσφατα, η γραφή για το φαγητό αφορούσε περισσότερο το θέατρο και για το λόγο αυτό είχε ανθίσει και η βιομηχανία των λέξεων γύρω από τα εστιατόρια, τα funky συστατικά και, ναι, το κρασί σαν στοιχείο haute κατανάλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα lifestyle περιοδικά έδιναν ιδιαίτερα πολύ χώρο σε αυτά τα κείμενα.

Με την “βοήθεια” της κρίσης η γραφή για το φαγητό πέρασε περισσότερο στην λογική της κοινωνιολογικής άποψης του φαγητού, την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες των συστατικών και, ναι, την πολιτική σε σχέση με το φαγητό. Μια μαχητική γραφή, γεμάτη πάθος και αυτή, γύρω από την κοινωνική προέκταση που έχουν οι επιλογές μας στο φαγητό.

Υπάρχει και μια ακόμη μορφή γραφής για το φαγητό, αυτή των διατροφολόγων, η οποία έχει μεγάλη πέραση τελευταία. Με την στρυφνή υφή της, δηλαδή την μετάλλαξη της γραφής σε πίνακες και αριθμούς, -κάτι σαν τις συνταγές-, δίνει μια άλλη διάσταση στο φαγητό μέσα από το φόβο και τις φοβίες με λίγη δόση κι εδώ από θάνατο. Πως είναι δυνατόν αυτή η σχέση φαγητού με γραφή να οδηγεί πάντα σε εικόνες τρόμου;

Ο Χίτλερ ονειρευόταν (σύμφωνα με την Jane Barkas, στο βιβλίο της The vegetable Passion), να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα όπου η δίαιτα των κατοίκων της να βασίζεται αποκλειστικά, στην κατανάλωση ωμού φαγητού, δηλαδή μια “διαιτο-νευρωτική” κοινωνία, προφανώς με απώτερο σκοπό την “καθαρότητα”, την απόλυτη ελαχιστοποίηση της ευχαρίστησης μέσα από το φαγητό. Τέτοιου είδους προσπάθειες, συνειδητά ή ασυνείδητα, κατακλύζουν τον κόσμο της γραφής γύρω από το φαγητό, με αποτέλεσμα επειδή αυτή η στάση περιέχει και ένα ηθικό δίλημμα μέσα της, να μας κάνει να διπλοσκεφτόμαστε πριν φάμε.

n

Πριν μερικές δεκαετίες, μαζί με την τρέλα γύρω από το φαγητό, εμφανίστηκε και το κίνημα του Slow Food, το οποίο, σαν προάγγελος κακών, προσπάθησε και προσπαθεί να δει το φαγητό μέσα από την εκπαίδευση. Όσο περισσότερη γνώση έχουν οι καταναλωτές τόσο καλύτερο το φαγητό και η γεύση …ήταν το motto του κινήματος. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη προσέγγιση “απόλαυσης” του φαγητού, η οποία όμως για να εκφραστεί μέσα από κείμενα χρειάζεται την υποστήριξη χιλιάδων παράπλευρων συμμετοχών από ανθρώπους και κινήματα. Κι αυτό έγινε με κάποιο μαγικό τρόπο τα τελευταία χρόνια. Όλοι γράφουν για το φαγητό. Τα περιοδικά, οι εφημερίδες και τα sites στο διαδίκτυο μας κατακλύζουν καθημερινά με ιστορίες για μουσακάδες και πατάτες. Όλοι μας γνωρίζουμε πότε θα ξεκινήσει η νέα σεζόν του Antony Bourdain και αν περιμένει κι άλλο παιδί ο Jamie.

Τα κείμενα του φαγητού δεν αφορούν μόνο αυτό, αλλά τις συνθήκες, το χώρο και τις σχέσεις μέσα σε αυτούς τους χώρους. Μας ταξιδεύουν σε μέρη γεμάτα άγνωστες συνθήκες που είναι δύσκολο να περιγραφούν με λέξεις. Αυτό που νοιώθουμε όταν τρώμε, με δυσκολία εκφράζεται όταν το διαβάζουμε εκτός κι αν η γραφή μπορεί να μετατραπεί σε παραγωγή φαγητού. Αυτό είναι μάλλον το ζητούμενο. Αλλά, όπως λέει η φίλη μου η Νενέλα στο σινάφι της- τους «δημοσιογράφους γεύσης», “ηρεμήστε ρε παιδιά, στο φινάλε, για έναν μουσακά γράφουμε”.