Resto

Στις «Μουριές» επί Κολωνώ, παλιό καφενείο με τέλειους μεζέδες

Και ψαρικά και κρεατικά κάτω από τον ίσκιο των δέντρων

Δημήτρης Ξανθούλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Ξανθούλης γράφει για το θρυλικό καφενείο «Μουριές» στην Ακαδημία Πλάτωνος και τα νόστιμα μεζεδάκια του

Με χαμόσπιτα χτισμένα γύρω από έναν ξεροπόταμο, -που τον χειμώνα πλημύριζε και γέμιζε την περιοχή με λιμνάζοντα ύδατα-, με βούρλα, βατράχια και πολλά κουνούπια το καλοκαίρι, ο Μπύθουλας, ήταν η συνοικία στην άκρη της πόλης, λίγο πριν από τους μπαχτσέδες με τα οπωροκηπευτικά, στον Βοτανικό.

Ήταν η περιοχή που ο Δημήτρης Ψαθάς τοποθέτησε την πιο διάσημη ηρωίδα του, την θρυλική Μαντάμ Σουσού, ένα λαϊκό κορίτσι, κοκέτα με χρυσή καρδιά, φτωχή και ονειροπαρμένη που πίστευε ότι ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Η ζωή και οι περιπέτειές της πρωτοδημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο οικογενειακό περιοδικό «Θησαυρός» για να μεταφερθούν μετά στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση…

Σήμερα βέβαια η εξωτική συνοικία του μεσοπολέμου – ο Ψαθάς άρχισε να «διηγείται» τις περιπέτειές της το 1939 – μόνο έξω από την πόλη δεν είναι. Είναι πραγματικά δύο βήματα από την Ομόνοια, (εγώ από το Σύνταγμα που μένω το κόβω με τα πόδια, είναι ακριβώς 4 χιλιόμετρα) και ξεκινάει ακριβώς κάτω από τις σιδηροδρομικές γραμμές στην Κωνσταντινουπόλεως που συνδέουν την Αθήνα με τον Πειραιά. Έχει δε εξωραϊστεί ονομαστικά με το αρχαιοπρεπές Ακαδημία Πλάτωνος, στην προσπάθεια των δημοτικών αρχών να ενταφιάσουν το κάπως λασπωμένο εργατικό παρελθόν της. Και είναι ένας καθρέφτης του πώς ανοικοδομήθηκε η Αθήνα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έως σήμερα: πολυκατοικίες-τούρτες με διαπλανητικό σχεδιασμό γειτονεύουν με χαμόσπιτα με κλειστές αυλές και γιασεμιά, με ταπεινά νεοκλασικά, αποθήκες, βιοτεχνίες, συνεργεία, μονοκατοικίες του ’60 με πανωσηκώματα, μικρά μαγαζιά… Ένα καθησυχαστικά ήρεμο αρχιτεκτονικό και ανθρώπινο αμάγαλμα, με παλιούς κατοίκους Αθηναίους, που είναι λίγοι πια, με επαρχιώτες, μετανάστες, νέους αστούς με γυαλιστερά αυτοκίνητα αλλά και πολλούς καλλιτέχνες που έχουν εγκατασταθεί εκεί μια και τα ενοίκια των ατελιέ είναι κατά πολύ φτηνότερα.

Εκεί λοιπόν, στον Μπύθουλα ή Κολωνό ή Ακαδημία Πλάτωνος, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εγκαταστάθηκε ο Σπύρος Τσάμος από την Κόνιτσα της Ηπείρου και σε ένα σταυροδρόμι ακριβώς πίσω από το κεντρικό ταχυδρομείο ΕΛΤΑ άνοιξε το καφενείο «Οι Μουριές». Πήρε το όνομά του από τις δυο πλατανομουριές που φυτεμένες πριν πολλά χρόνια ακριβώς μπροστά του, τού χαρίζουν το καλοκαίρι την πιο παχιά και δροσιστική σκιά. Το στέκι, – κλασικό παλιό ελληνικό καφενείο-,  σέρβιρε τα βασικά στους εργάτες που δούλευαν στις βιοτεχνίες και τα μηχανουργεία της περιοχής αλλά και στους γείτονες. Καφέ, ουζάκια, τσίπουρα, υποβρύχια, λουκούμια, άντε και κανένα μεζέ για το ούζο, λιτό και αυτό, τόσο όσο, άντε και κανένα γλυκό του κουταλιού, σπιτικό πάντα, για όσους πάθαιναν κρίση υπογλυκαιμίας, σάντουιτς σε μέγεθος παντόφλας για τους πολύ πεινασμένους και βεβαίως πολύ τάβλι, πρέφα και τα συναφή.

Εκεί μέσα στο καφενείο αυτό έζησε και μεγάλωσε στην πραγματικότητα, όλη του η οικογένεια, μια και η δουλειά – εννοείται ότι ήταν οικογενειακή επιχείρηση-, ξεκινούσε νωρίς το πρωί με τους εργάτες, για να τελειώσει αργά το βράδυ με τους περίοικους που ξενυχτούσαν πίνοντας τσίπουρα κάτω από τον βαθύ ίσκιο των πλατανομουριών.

Όταν ο Σπύρος Τσάμης έφυγε από τη ζωή πριν από τρία περίπου χρόνια, ήταν απλώς αδιανόητο για τα δύο του παιδιά, την Αυγερινή και τον Γιώργο, να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, γιατί το καφενείο ήταν στην πραγματικότητα το σπίτι τους, εκεί μέσα είχαν μεγαλώσει. Έτσι πήραν την επιχείρηση στα χέρια τους!

Ο Γιώργος, λοιπόν, πυροσβέστης στο επάγγελμα μου φαίνεται και πρώην τσολιάς, (...όλο τσολιά και όμορφε τον αποκαλούσαν όσοι από τους πελάτες είχαν οικειότητα μαζί του), μου έλεγε ότι για να μπορέσουν να επιβιώσουν οικονομικά έπρεπε να αλλάξουν τη δομή της επιχείρησης. Έβαλαν φαγητά λοιπόν. Τα πιο νόστιμα φρεσκοτηγανισμένα ψαράκια, ό,τι βρεθεί να υπάρχει φρέσκο και οικονομικό στην αγορά, χόρτα πάντα, αλλά και λουκάνικα και τηγανιές, πανσέτα, κεφτεδάκια, συκώτι, λουκάνικο, φρέσκες τηγανητές πατάτες, όσπρια κλπ.

Προχτές που πήγαμε, δοκιμάσαμε τα πρώτα βλίτα του καλοκαιριού, σωστά βρασμένα και φρέσκα, το πιο νόστιμο βραστό χταπόδι που έχω φάει τελευταία, τηγανιτό γαύρο και μπακαλιαράκια που ήρθαν στο τραπέζι ζεστά και στεγνά από λάδια, κατευθείαν μέσα από την κουζίνα που διευθύνει με δεξιοτεχνία η μητέρα των παιδιών, Στέλλα Τσάμη, έχοντας υπαρχηγό μία γέρικη μαύρη πιστή σκύλα, τη Ναόμι από τη Naomi Campbell, τη διάσημη βρετανίδα ηθοποιό και φωτομοντέλο της δεκαετίας του ’80. Less is more!

Τα συνοδεύσαμε με παγωμένη μπίρα κάτω από τον κάπως ισχνό ίσκιο των μουριών που μόλις είχαν αρχίσει να πετάνε τα πρώτα τους φύλλα, την ώρα που άρχιζε να δύει ο ήλιος..

Ήταν μαγευτικά!

Παραδοσιακό καφενείο Μουριές του Σπύρου
Κερατσινίου 15, Ακαδημία Πλάτωνος, Τ/210 5226805, Facebook: Μουριες